Την Ελλάδα απειλεί σήμερα κάτι χειρότερο από τη χρεοκοπία· την απειλεί μια πρωτοφανής έκρηξη λαϊκισμού. Μια έκρηξη που χρησιμοποιώντας το εύφλεκτο υλικό της συσσωρευμένης αγανάκτησης μπορεί να οδηγήσει με μαθηματική βεβαιότητα και στην οικονομική χρεοκοπία, αλλά και σε πολύ πιο ανεξέλεγκτες και επικίνδυνες καταστάσεις.

Τα στοιχεία του παζλ συγκεντρώνονται καθημερινά. Από τον ηθοποιό-δήμαρχο Στυλίδας που παίρνει τον νόμο (και την κυκλοφορία…) στα χέρια του έως την «κατάργηση των διοδίων», από τον πολλαπλασιασμό των εκδηλώσεων καθημερινής βίας έως την ηθική νομιμοποίησή τους από εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας και από την ισοπεδωτική απόρριψη του πολιτικού συστήματος έως την παροιμιώδη ανικανότητά του να χειριστεί την κρίση, όλα τείνουν να διαμορφώσουν ένα σκηνικό όπου δεν θα προέχει το δημόσιο συμφέρον, αλλά το λαϊκό αίσθημα.

Περιέργως, κανένας δεν δείχνει διάθεση να αντιταχθεί σε αυτό το σκηνικό, ούτε καν εκείνοι που θα πληρώσουν πρώτοι τον λογαριασμό.

Η κυβερνητική παράταξη, για παράδειγμα, όχι μόνο δεν βάζει φραγμό στην πλειοδοσία λαϊκού αισθήματος, αλλά επιχειρεί με έναν όλο και πιο άτεχνο τρόπο να δείξει ότι το εκφράζει.

Δεν είναι τυχαίο ότι η περίφημη θεωρία τού «κάποιος πρέπει να πάει φυλακή» διακινήθηκε πολύ περισσότερο από κυβερνητικά χείλη παρά από τους συνήθεις αβανταδόρους της «λαϊκής αγανάκτησης» _την ίδια στιγμή, όμως, που τα πραγματικά οικονομικά προβλήματα των λαϊκών στρωμάτων αντιμετωπίζονται με συμπεριφορές στα όρια της κοινωνικής σκληρότητας.

Συμπεριφέρονται, δηλαδή, λες και η κρίση που αντιμετωπίζει η χώρα είναι απότοκος παραβατικών συμπεριφορών και ζήτημα ποινικής δικονομίας. Μα, αν είναι έτσι, τι το θέλουν το μνημόνιο; Αρκεί ο Ποινικός Κώδικας και 10-15 δικαστές!

Πρώτο φάουλ, λοιπόν. Οι ίδιοι που διαχειρίζονται την κρίση επιλέγουν ένα αφήγημα της κρίσης που τους ακυρώνει. Αντί να αναδείξουν τις ευθύνες ολόκληρης της κοινωνίας στη δημιουργία του προβλήματος (άρα και την ανάγκη συμμετοχής ολόκληρης της κοινωνίας στην αντιμετώπισή του…), αντί να προτάξουν τη σοφή λογική της αποτελεσματικής διαχείρισης, προτιμούν είτε να τα φορτώνουν σε κάποιους προηγούμενους είτε να ενοχοποιούν διάφορους ακατονόμαστους «που έφαγαν τα λεφτά». Ευλόγως τους φωνάζουν μετά στις διαδηλώσεις ότι πρέπει «να πληρώσουν εκείνοι που τα έφαγαν».

Αλλά δεν είναι μόνο η κυβέρνηση. Διότι η ερμηνεία της κρίσης που διακινεί το πολιτικό σύστημα, από τον Καρατζαφέρη έως την Παπαρήγα, χωρίς να εξαιρείται ο Παπανδρέου, είναι εντυπωσιακά κοινή: φταίνε οι λίγοι, φταίνε οι κλέφτες, φταίνε οι πλούσιοι. Και, πάντως, δεν φταίνε σίγουρα οι φτωχότεροι, οι περισσότεροι και ο λαός. Ασχετο τώρα αν το 60% των Ελλήνων δεν πλήρωσε το 2009 ούτε ένα ευρώ φόρο εισοδήματος!

Αυτή ακριβώς η οικουμενική ρητορική εμπεδώνει σε όσους κρίνονται αθώοι του αίματος και οι οποίοι (ούτως ή άλλως) περνούν δύσκολα μια αίσθηση βαθιάς αδικίας. Θεωρούν, δηλαδή, ότι πληρώνουν τον λογαριασμό ενός πάρτι στο οποίο δεν συμμετείχαν, ενώ δεν βάζουν το χέρι στην τσέπη εκείνοι που πραγματικά το γλέντησαν. Σε τέτοιες περιπτώσεις η αίσθηση μετράει περισσότερο από τη βασιμότητα. Και οδηγεί σε θυμό.

Το πρόβλημα είναι ότι τον θυμό που συσσωρεύεται μέσα από τέτοιες διαδρομές κανένας συμβατικός πολιτικός δεν μπορεί να τον εκφράσει ή να τον εκπροσωπήσει _ ούτε καν οι επαγγελματίες της αμφισβήτησης! Γι’ αυτό και όλες οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν μια γενική κατάρρευση των συγκροτημένων πολιτικών συσχετισμών: οι μεγάλοι πέφτουν, οι μικροί δεν ανεβαίνουν, πολλοί χάνουν, κανένας δεν κερδίζει. Οι σχέσεις εκπροσώπησης της κοινωνίας από την πολιτική τάξη δοκιμάζονται επικίνδυνα, όταν δεν καταλύονται πλήρως.

Ετσι το λαϊκό θυμικό επενδύεται ανεμπόδιστα στον κάθε αγωνιστή δήμαρχο ή στον κάθε σαλτιμπάγκο που δηλώνει ότι εκπροσωπεί «τους πολλούς εναντίον όλων». Κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα τα λαϊκίστικα κινήματα στην Ιστορία, με τελευταίο κρούσμα το κίνημα «Tea Party» στην Αμερική.

Και κάπως έτσι κατέληξαν, όπως κατέληξαν. Στην Αμερική της Σάρα Πέιλιν, για παράδειγμα, αποδείχθηκε ήδη ότι όποιος σπέρνει μίσος θερίζει αίμα. Εδώ να δούμε…

Θα διαλέξουν καπέλο;

Στις περιπέτειες του Αστερίξ υπάρχει ένα μικρό, κακομαθημένο παιδάκι. Τόσο κακομαθημένο, ώστε όταν δεν του κάνουν το χατίρι απειλεί ότι θα κρατήσει την αναπνοή του ώσπου… να σκάσει! Το θυμήθηκα τώρα με αφορμή τις θυμωμένες ανακοινώσεις της ΠΑΣΚΕ για την κυβερνητική πολιτική.

Διότι η ΠΑΣΚΕ σε πλήρη αγανάκτηση καταγγέλλει ότι οι κυβερνητικές επιλογές «δεν έχουν σχέση με αυτές για τις οποίες στρατευθήκαμε, αγωνιστήκαμε, ψηφίσαμε», διακηρύσσει «όχι στον νεοφιλελεύθερο πειραματισμό της εσωτερικής υποτίμησης» και διάφορα άλλα λεβέντικα, αλλά δεν λέει λέξη για την ταμπακέρα. Προτίθενται να κάνουν κάτι ή απλώς σχολιάζουν την επικαιρότητα; Ολα αυτά έχουν κάποια πολιτική συνέπεια ή απλώς θα κρατήσουν την αναπνοή τους ώσπου να σκάσουν;

Διότι η δυστυχία αυτών των ανθρώπων είναι ότι φορούν ταυτοχρόνως τέσσερα καπέλα: το καπέλο του επαγγελματία συνδικαλιστή, το καπέλο του στελέχους του ΠαΣοΚ, το καπέλο του προσωπικού οπαδού του Γ. Παπανδρέου, στην εσωκομματική υποστήριξη του οποίου πρωτοστάτησαν, και το καπέλο του αγανακτισμένου κοινωνικού αγωνιστή.

Γίνονται όλα αυτά μαζί; Δεν γίνονται. Και γι’ αυτό ο κόσμος θεωρεί ότι οι «πράσινοι» συνδικαλιστές παίζουν θέατρο ή, για να το πούμε πιο χοντρά, κοροϊδεύουν την κοινωνία. Διότι κοινωνική αγανάκτηση χωρίς πολιτικό συμπέρασμα δεν έχει εφευρεθεί ακόμη.

Δεν ξέρω αν πρόκειται συνειδητά για «θέατρο», και δεν το πολυπιστεύω. Οι συνδικαλιστές στη χώρα μας ουδέποτε υπήρξαν πραγματική κοινωνική δύναμη. Συνήθως είναι ένα κομματικό προσωπικό που (με τον έναν ή τον άλλο τρόπο) διαμεσολαβεί στις σχέσεις κόμματος και κοινωνίας. Αυτό ισχύει και για το ΠαΣοΚ και για τη ΝΔ και για την Αριστερά, γεγονός που εξηγεί την ευρύτατη καχυποψία της κοινωνίας απέναντι στο συνδικαλιστικό κίνημα.

Κουτσά στραβά, με ή χωρίς καχυποψία, όμως, το μοντέλο περίπου λειτουργούσε. Ο αντιπρόεδρος της ΑΔΕΔΥ, για παράδειγμα, διαδήλωνε αγανακτισμένος τον Μάιο εναντίον του μνημονίου και τον Νοέμβριο ήταν υποψήφιος αντιπεριφερειάρχης στο ψηφοδέλτιο Σγουρού!

Αλλά λειτουργούσε ως τώρα. Διότι τώρα που αγρίεψαν τα πράγματα το μοντέλο του νταραβεριτζή-συνδικαλιστή κινδυνεύει να βρει απέναντί του όχι απλώς την καχυποψία της κοινωνίας, αλλά την κοινωνία ολόκληρη.

Με άλλα λόγια, το σκηνικό άλλαξε. Και πολύ φοβούμαι ότι τα στελέχη της ΠΑΣΚΕ (σε αυτούς πέφτει κυρίως ο κλήρος, αφού το δικό τους κόμμα βρίσκεται στην κυβέρνηση…) θα πρέπει να διαλέξουν καπέλο. Να αποφασίσουν με ποιους πάνε και ποιους αφήνουν. Εκτός και αν κρατήσουν την αναπνοή τους ώσπου να σκάσουν.