«Οι ελληνοτουρκικές διαφορές εμφανίστηκαν και κλιμακώθηκαν κατά τη διάρκεια της “κεμαλικής διακυβέρνησης”,κυρίως στο δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα (αν και η προσέγγιση του 1999 πραγματοποιήθηκε από την τελευταία “κεμαλική” κυβέρνηση)»υποστηρίζει ο κ.Ντόκος.Τονίζει όμως ότι «η τρέχουσα περίοδος διακυβέρνησης από το ΑΚΡ συνδέεται με μια ευρεία διαδικασία αναδιανομής πολιτικής και οικονομικής ισχύος στη γειτονική χώρα και θα μπορούσε να έχει ενδιαφέρουσες συνέπειες για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις,αν και παρά τα θερμά λόγια και συμβολικές χειρονομίες, ο κ.Ερντογάν δεν έχει δείξει ακόμη ότι διαφοροποιείται σαφώς από τις απόψεις και πρακτικές των “πασάδων” και του κεμαλικού κατεστημένου σε θέματα που αγγίζουν τον σκληρό πυρήνα των ελληνοτουρκικών προβλημάτων». «Η βασική καινοτομία του κ. Ερντογάν σε θέματα εξωτερικής πολιτικής- και εδώ είναι σαφής η επιρροή Οζάλ- είναι ότι στηρίζεται πολύ περισσότερο από τους προκατόχους του στην “ήπια ισχύ” για την αύξηση της τουρκικής επιρροής παρά στη “σκληρή ισχύ”.Εάν»λέει ο έλληνας αναλυτής«η προσπάθεια είναι επιτυχημένη- και ακόμη είναι πολύ νωρίς για να κρίνουμεη Τουρκία θα εξελιχθεί σε μια περιφερειακή δύναμη.Ως “καλοπροαίρετη” δύναμη, θα θελήσει να κλείσει μέτωπα με γειτονικές χώρες,ενώ ως επεκτατική δύναμη, ίσως επιχειρήσει να “φινλανδοποιήσει” τους γείτονές της.Χώρες-μέλη μιας ισχυρής ΕΕ (ή με ισχυρούς στρατηγικούς συμμάχους) θα αποτελέσουν χρήσιμους εταίρους και δύσκολους στόχους.Φυσικά,ισχύει και το αντίστροφο» καταλήγει.

Γενικός διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ