Εγραφα τις προάλλες, με αφορμή το ζεύγος «θεσμοί και πρόσωπα», ότι η απόδοση ευθυνών για οριακές συλλογικές συμφορές (όπου ανήκει σίγουρα η επαπειλούμενη στις μέρες μας εθνική χρεοκοπία) παραμένει ανισόρροπη. Ενώ δηλαδή καταγγέλλονται τα ενεχόμενα πρόσωπα και ζητείται η παραδειγματική τιμωρία τους, οι ομόθεμοι θεσμοί ελάχιστα θίγονται, μολονότι κάποιοι από αυτούς παρουσιάζουν ανεξέλεγκτα ελαττώματα και ελλείμματα. Γιατί και πώς προκρίνεται και εφαρμόζεται η προσωποκεντρική αυτή μέθοδος ελέγχου και τιμωρίας είναι μεγάλη ιστορία, σημαδεμένη με σκοτεινά παραδείγματα. Ανέφερα ήδη την περασμένη Κυριακή την επίμαχη δίκη και καταδίκη σε θάνατο των έξι, στους οποίους χρεώθηκε προσωπικά η τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής, υποσχόμενος ένα δεύτερο, αρχαιοελληνικό τη φορά αυτή, διαβόητο επίσης, παράδειγμα. Υπόσχεση που προσώρας αναβάλλεται, για χάρη πρόσφατης παραδειγματικής υπόθεσης, όπου ενεχόμενοι θεσμοί και συνένοχα πρόσωπα επιβεβαιώνουν τον ανισόρροπο ρόλο τους.

Ο λόγος για τον κρίσιμο θεσμό (μαζί με τα συμφραζόμενά του) των πανελλαδικών εξετάσεων, ο οποίος εφαρμόστηκε αναλλοίωτος την περασμένη Παρασκευή με εξεταστικό αντικείμενο τη «Νεοελληνική Γλώσσα Γενικής Παιδείας»· αντιγράφω επακριβώς. Σχολιάζονται καταρχήν κάποια ονοματολογικά παράδοξα, αφελή ίσως, άλλα όχι αμελητέα. Οπως ο πομπώδης τίτλος «πανελλαδικές εξετάσεις» (προηγήθηκε η παραλλαγή «πανελλήνιες») που αντικατέστησε τον αρχαιότερο (σεμνό και πραγματολογικά ακριβή) «εισαγωγικές εξετάσεις». Πότε και πώς συνέβη αυτό το θεάρεστο έργο παραμένει ζητούμενο ειδικής έρευνας, που όσο ξέρω δεν έγινε ακόμη.

Δεύτερο ονοματολογικό σκάνδαλο συνιστά η ριζική αλλαγή της ονομασίας του πρώτου κατά σειρά μορφωτικού αντικείμενου των πανελλαδικών εξετάσεων, κοινού για όλους τους κανονικούς υποψηφίους. Η παλαιά, αφελής και συμπαθής, «έκθεση ιδεών» καταποντίστηκε και τη θέση της πήρε η «Νεοελληνική Γλώσσα», σε συσχετισμό προς τη λεγόμενη «Γενική παιδεία». Η ιδέα και η εφαρμογή της κρίσιμης αυτής μετάλλαξης έχουν βέβαια συγκεκριμένη χρονολογία, επώνυμη πατρότητα και διακριτή σκοπιμότητα. Προέκυψε, ως γνωστό, στην έξοδο της δεκαετίας του ΄80, ως διαμαρτυρική υπονόμευση της μεταδικτατορικής γλωσσικής μεταρρύθμισης, η οποία υπερασπίστηκε το μεταφραστικό κύρος της δημοτικής γλώσσας στη γυμνασιακή διδασκαλία θεμελιακών έργων της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, αμφισβητώντας την παραδοσιακή υποτίμησή της έναντι της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Οπως κι αν έχει το πράγμα, με τον ονοματικό μετασχηματισμό της «έκθεσης ιδεών» σε «νεοελληνική γλώσσα γενικής παιδείας» οι νεοελληνικές ιδέες πήγαν περίπατο, για να προβληθεί η νεοελληνική γλώσσα ως αδιάσπαστη συνέχεια της αρχαίας, η οποία δικαιούται να έχει πάντα το πάνω χέρι. Ο γλωσσοκεντρικός πάντως αυτός στόχος διακρίνεται εύκολα τόσο στην επιλογή του φετινού θέματος όσο και στη μοριακή του αξιολόγηση. Βάση της διπλής αυτής εξεταστικής επιχείρησης είναι το διασκευασμένο κείμενο της Αλεξάνδρας Κορωναίου, υπό τον τίτλο «Εκπαιδεύοντας εκτός Σχολείου», με εξαφανισμένα όμως τα ίχνη της σκόπιμης διασκευής του. Γεγονός που εξηγεί ίσως τα πραγματολογικά και συλλογιστικά του άλματα, αν δεν πρόκειται για εκ γενετής σφάλματα. Ετσι κι αλλιώς το προγραμματικό αυτό κείμενο εκκινεί με έναν νεολογισμό, αθησαύριστο, όσο βλέπω, στα δόκιμα λεξικά, ο οποίος επιβάλλεται εδώ ως ριζοσπαστικό δήθεν εύρημα. Αντιγράφω την πρώτη περίοδο:

«Με τον όρο αυτομόρφωση περιγράφουμε μια σύνθετη εκπαιδευτική διαδικασία της οποίας θεμελιώδης κινητήρια δύναμη είναι ο ίδιος ο άνθρωπος, ο οποίος έχοντας επίγνωση των αναγκών και των επιθυμιών του καλείται να συμβάλει αποφασιστικά στην πορεία της εκπαιδευτικής και επαγγελματικής του κατάρτισης». Εφεξής η εξ ορισμού προσωπική αυτή «αυτομόρφωση» ψάχνει παρέα, για να αποφύγει, υποθέτω, την επικίνδυνη μοναξιά της. Γι΄ αυτό και συνεχώς αλληθωρίζει: άλλοτε προς τη δαπανηρή «επιμόρφωση» (την πληρώσαμε κι αυτή ακριβά)· άλλοτε προς το άπιαστο φάντασμα της «διά βίου μόρφωσης»· άλλοτε στην εφεύρεση επαγγελματικής επιλογής και στέγασης.

Αυτά τα ετερόκλητα και αντιφατικά μεταξύ τους στοιχεία καλείται να συνταιριάξει γύρω από την «αυτομόρφωσή» του ο εξεταζόμενος υποψήφιος μια δύσκολη και σαφώς ακατάλληλη ώρα της νεανικής ζωής του: τώρα που σπρώχνει και σπρώχνεται για να περάσει τη στενή πύλη του πανεπιστημιακού ασύλου. Μάλλον πρόκειται για επιβολή και εφαρμογή ενός σαδιστικού θεσμού, που τον χειρίζονται και τον διαχειρίζονται στο σύνολό του τα αειθαλή φροντιστήρια, σε αγαστή συνεργασία με τα καθημερινά έντυπα, με την ανοχή ή και την ενοχή της πολιτείας. Ελαττωματικό εξαρχής θεσμό, στον οποίο παραδόξως έχουν εθιστεί πια και οι εξεταζόμενοι υποψήφιοι. Αναμένονται, φαντάζομαι, σφοδρές αντιρρήσεις.