Οι σκληρές φωτογραφίες που αποτυπώνουν την άγρια, αλλά αληθινή όψη της πραγματικότητας είναι το σήμα κατατεθέν της αμερικανίδας φωτογράφου Ναν Γκόλντιν. Με αφορμή την έκθεσή της στην Αθήνα, η καλλιτέχνις μοιράστηκε μαζί μας αναμνήσεις από μια ζωή γεμάτη ουσίες και καλά πνεύματα.
«Αισθάνομαι την ανάγκη να πάω στη θάλασσα» λέει νωχελικά η Ναν Γκόλντιν, όταν εμφανίζεται στην Γκαλερί Ρεβέκκα Καμχή, με τρεις ώρες καθυστέρηση, στο ραντεβού μας. Ευτυχώς η αναμονή μάς έδωσε την ευκαιρία να δούμε τα έργα της διάσημης αμερικανίδας φωτογράφου, αλλά και ένα slideshow με 300 διαφάνειες παιδιών. Δεν είναι από τους ανθρώπους που έχουν την καλύτερη σχέση με το ρολόι. Οταν επιτέλους φτάνει, καπνίζοντας διαρκώς και μιλώντας με ένα αργόσυρτο μουρμουρητό, μας δίνει με τον δικό της τρόπο και τον δικό της ρυθμό αυτό που θέλαμε από εκείνη: μια συζήτηση με πηγαία γενναιοδωρία, αλλά και με πλήρη έλεγχο. Εξάλλου, αυτή είναι η σταρ. «Δεν πρέπει να χάσεις τα φώτα σου» λέει στη φωτογράφο όσο ποζάρει. Και κατανικώντας τη χρόνια αντιπάθεια για τους δημοσιογράφους, ανοίγει την καρδιά της. Μια ευαίσθητη καρδιά, τραυματισμένη από την αυτοκτονία της αδελφής της το 1965, όταν η Ναν ήταν 12 χρόνων.
Θυμάται ότι δραπέτευσε από το αστικό και ασφυκτικό περιβάλλον της εβραϊκής οικογένειάς της, συγχρωτίστηκε με τις drag queens, εθίστηκε στα βαριά ναρκωτικά, είδε τους φίλους της να αργοπεθαίνουν λόγω υπερβολικής δόσης και από AIDS. Η Γκόλντιν απαθανάτισε τα πάντα με τη φωτογραφική μηχανή της χωρίς πειραματισμούς, σκηνοθεσίες, φώτα και επεξεργασίες, με αποτέλεσμα να αναδύεται από τις εικόνες της ένας ωμός ρεαλισμός διαποτισμένος από απροσποίητη ποιητικότητα, στοιχείo για τo οποίo είναι γνωστή σε διεθνές επίπεδο. Η 57χρονη Ναν Γκόλντιν μπορεί να μην είναι ο πιο εύκολος άνθρωπος του κόσμου αλλά αναδίνει μια ζεστασιά που σε κάνει να αποζητάς την παρουσία της. Μια δυναμική γυναίκα, η οποία γίνεται κοριτσάκι όταν προσπαθεί να περιγράψει την πρόσφατη φοβία της: «Πρόκειται για τον φόβο που εκδηλώνεται σε μέρη όπου πρέπει να συμπεριφέρεσαι με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Μου συμβαίνει με τα αεροδρόμια. Μισώ τα αεροδρόμια».
Πρέπει να μπαινοβγαίνετε όμως σε αυτά δεδομένου ότι μοιράζετε τον χρόνο σας μεταξύ Παρισιού και Νέας Υόρκης.
«Εχει γίνει πια τόσο δύσκολο να ταξιδεύεις. Με σταματάει διαρκώς η Ασφάλεια. Δεν ξέρω γιατί. Οταν έκανα χρήση ναρκωτικών και τα κουβαλούσα πάνω μου, κανένα πρόβλημα. Και τώρα που είμαι καθαρή, ούτε καν πίνω, με σταματούν συνέχεια».
Για ποιον λόγο;
«Επειδή αγοράζω το εισιτήριό μου την ίδια ημέρα, one way… Υποπτες κινήσεις αυτές, ιδίως στη Νέα Υόρκη και στη Βοστώνη. Οπότε, εξαιτίας της φοβίας που έχω αναπτύξει, χάνω το διαβατήριό μου, το εισιτήριό μου, τον εαυτό μου, το αεροπλάνο. Πλέον, στα αεροδρόμια η κατάσταση είναι απαράδεκτη, πρέπει να πηγαίνεις πολύ νωρίτερα. Συνήθιζα να κάθομαι στο πίσω μέρος του αεροπλάνου και να καπνίζω. Ολοι οι ενδιαφέροντες άνθρωποι κάθονταν εκεί».
Εχουν συμβεί άλλες δραματικές αλλαγές στη ζωή σας; Μετά τη φωτογράφιση του κόσμου της ηρωίνης, του AIDS και του θανάτου, οι κριτικοί έχουν αναγνώσει μια στροφή προς μια πιο αισιόδοξη θεματολογία, όπως η φωτογράφιση παιδιών.
«Η ζωή αλλάζει διαρκώς, ελπίζω. Δεν φωτογραφίζω πια τόσο πολύ, αλλά κάνω slideshows. Μπορεί όμως να βγάλω πάλι σκληρές φωτογραφίες. Αυτή εδώ είναι αρκετά σκληρή. Την τράβηξα σε ένα κατάστημα ταριχευμένων ζώων στο Παρίσι ύστερα από μια πυρκαϊά. Αυτά τα ζώα ήταν ήδη νεκρά και μια μέρα κάηκαν. Είναι σαν να πέθαναν ξανά. Τα παιδιά που φωτογραφίζω τα γνωρίζω προσωπικά σχεδόν όλα, είναι παιδιά φίλων μου και οι φίλοι τους. Οι φωτογραφίες μου ναι μεν θεωρούνται πιο ήπιες, αλλά έχω τόσο πολλά προβλήματα με τον νόμο για μία συγκεκριμένη φωτογραφία με δύο κοριτσάκια, βαφτιστήρια μου, που χορεύουν γυμνά. Με κατηγορούν για παιδεραστία!».
Σε ποιες χώρες αντιμετωπίσατε πρόβλημα;
«Στη Γαλλία και στη Βρετανία. Νομίζω ότι θα ασκούσαν δίωξη εναντίον μου, αλλά με υπερασπίστηκε ο Ελτον Τζον. Η φωτογραφία τού ανήκε. Στην Γκαλερί Baltic του Νιούκαστλ με πήραν τηλέφωνο και μου είπαν: «Η αστυνομία ήρθε και πήρε μια φωτογραφία». Η βοηθός του διευθυντή πήρε τηλέφωνο την αστυνομία διότι θεώρησε ότι θα δημιουργούνταν προβλήματα με τη φωτογραφία. Προφανώς το έκαναν για να τραβήξουν την προσοχή πάνω τους και να γίνει γνωστή η γκαλερί. Ελεγαν ότι η Baltic είναι ο μεγαλύτερος εκθεσιακός χώρος στη Βρετανία, αλλά κανείς δεν τη γνωρίζει. Ο Ελτον Τζον απαίτησε: «Αν δεν εκθέσετε τη συγκεκριμένη φωτογραφία, δεν πρόκειται να εκθέσετε καμία άλλη» και βγήκε στις εφημερίδες και δήλωσε: «Η Ναν Γκόλντιν δεν είναι παιδεραστής, είναι αληθινή καλλιτέχνις»».
Γιατί προκάλεσε τόσες αντιδράσεις η συγκεκριμένη φωτογραφία;
«Είναι δύο κοριτσάκια από το Βερολίνο, κατά το ήμισυ Τουρκάλες, και η μία από αυτές μαθαίνει χορό της κοιλιάς. Η άλλη είναι ξαπλωμένη στο πάτωμα από κάτω της. Οπότε μοιάζει αυτή που χορεύει να κάνει τσίσα επάνω στην αδελφή της. Είναι η αγαπημένη φωτογραφία του Τζον Γουότερς. Για μένα συμβολίζει τη λατρεία για τη μεγαλύτερη αδελφή, να θέλεις να της μοιάσεις. Οι φωτογραφίες των παιδιών εκφράζουν την αισιοδοξία μου για τις νέες γενιές. Αυτές είναι το μέλλον και ελπίζω ότι θα είναι καλύτερες από τις προηγούμενες».
Κατά τη διάρκεια της καριέρας σας έχετε προκαλέσει αντιδράσεις με τη θεματολογία σας.
«Δεν έχω καριέρα. Πολλοί μου λένε «αγαπώ τη δουλειά σου». Δεν έχω δουλειά. Χρειάζομαι δουλειά. Κάποτε είχα καριέρα και καταστράφηκε».
Τι συνέβη;
«Δεν ξέρω, η αγορά αλλάζει. Οι άνθρωποι ενδιαφέρονται για κάτι για κάποιο διάστημα και ύστερα από λίγο αυτό το κάτι δεν εκτιμάται πια στην αγορά. Εχω κάνει εξώφυλλα περιοδικών, εκθέσεις, slideshows, αλλά όλα αυτά δεν σχετίζονται με κάποια καριέρα. Οταν είσαι καλλιτέχνης έχεις την ανάγκη να κάνεις τέχνη, αλλιώς τρελαίνεσαι».
Γιατί επιλέξατε τη φωτογραφία για να εκφραστείτε καλλιτεχνικά;
«Δεν μου άρεσε εξαρχής η φωτογραφία. Μου αρέσουν οι ταινίες, γι’ αυτό κάνω slideshows. Η φωτογραφία άρχισε να μου αρέσει όλο και περισσότερο όταν ανακάλυψα, το 1987, τη δουλειά σουηδών φωτογράφων, όπως οι Αντερς Πέτερσεν και Τζέι Εϊτς Ενγκστρομ. Οταν πρωτοάρχισα να τραβάω φωτογραφίες, 15 χρόνια πριν, το έκανα για να μάθω να μιλάω. Ημουν βουβή για δύο χρόνια. Μιλούσα ψιθυριστά και η φωτογραφία ήταν η πρώτη γλώσσα που είχα για να επικοινωνήσω. Εφυγα από το σπίτι όταν ήμουν 13 χρόνων και πήγα σε ένα ελεύθερο σχολείο στη Μασαχουσέτη βασισμένο στα μαθησιακά πρότυπα των σχολείων Σάμερχιλ, ένα είδος εκπαίδευσης στο οποίο δεν υπάρχουν τάξεις και τα μαθήματα είναι προαιρετικά. Ζούσαμε όλοι μαζί σε κοινόβιο, ίππευα άλογο, τριγυρνούσαμε γυμνοί, περπατούσα στο δάσος και εκεί γνώρισα τον καλύτερό μου φίλο, τον Ντέιβιντ Αρμστρονγκ. Στα 17 μου μετακόμισα σε ένα σπίτι μαζί με drag queens. Πολύ όμορφες, άρχισα να τις φωτογραφίζω και ήθελα να τις βάλω στο εξώφυλλο της «Vogue». Δεν γνώριζα τίποτε για την καλλιτεχνική φωτογραφία».
Επηρεαστήκατε από τη φωτογραφία μόδας και με τη σειρά σας την επηρεάσατε και εσείς. Σήμερα βλέπουμε φωτογραφίες σαν τις δικές σας σε εντιτόριαλ μόδας, αλλά ελάχιστοι γνωρίζουν την «καταγωγή» τους. Σας ενοχλεί αυτό;
«Τώρα όλα είναι Photoshop, είναι ψεύτικα. Οταν ήμουν μικρή ήθελα να γίνω διάσημη? αυτό δεν σήμαινε ότι ήθελα να γίνω celebrity. Ηθελα να αφήσω το σημάδι μου ενόσω ήμουν ζωντανή, ένα σημάδι που θα έφερνε μια αλλαγή στον κόσμο. Ελπίζω να το κατάφερα. Αυτό που έκανα και το οποίο κανείς δεν θυμάται είναι ότι έδωσα στον κόσμο την άδεια να “νομιμοποιήσει” τη ζωή του μέσα από την καλλιτεχνική φωτογραφία. «Η μπαλάντα της σεξουαλικής εξάρτησης» (σ.σ.: slideshow της δεκαετίας του ’70) επέφερε μια αλλαγή στην ιστορία της φωτογραφίας. Αλλά σήμερα η ιστορία γράφεται και ξαναγράφεται. Οι άνθρωποι ξεχνούν, γιατί όλα έχουν ξαναγραφτεί. Είναι λυπηρό πώς εξελίσσεται ο κόσμος».
Ο κόσμος της τέχνης ή ο κόσμος γενικότερα;
«Ο κόσμος γενικότερα. Είναι επώδυνο να το βλέπεις. Πού να κοιτάξεις που να μην είναι χάλια; Ενας ιός εξελίσσεται σε πανδημία, οι περισσότεροι φίλοι μου είναι νεκροί εξαιτίας των πολιτικών σκοπιμοτήτων, η Αφρική αφανίζεται έτσι ώστε να εισβάλλουν οι λευκοί και να χρησιμοποιούν όλες τις πλουτοπαραγωγικές πηγές, η παιδική σκλαβιά είναι ευρέως διαδεδομένη, υπάρχει απίστευτη οικιακή βία…».
Υπήρχε πάντα πολιτική χροιά στη δουλειά σας και η αυτοπροσωπογραφία σας μετά τον ξυλοδαρμό σας από τον φίλο σας ενέπνευσε πολλές γυναίκες να μιλήσουν.
«Ο κόσμος δεν θέλει να πιστεύει στην αντικειμενική πραγματικότητα. Εχω δει πολλές φωτογραφίσεις μόδας με γυναίκες με μαυρισμένα μάτια. Είναι φρικτό».
Αυτό όμως που σας έχουν προσάψει είναι η καθιέρωση του λεγόμενου «heroinchic», της κομψής απεικόνισης των χρηστών ηρωίνης.
«Το ήξερες ότι ο πρόεδρος Κλίντον με κατηγόρησε; Ημουν στο γυμναστήριο και βλέπω ξαφνικά στην τηλεόραση έναν τίτλο “Ο πρόεδρος Κλίντον λέει ότι ο Νταν Γκόλντιν είναι υπεύθυνος για το heroinchic”. Και σκέφτομαι: “Θεέ μου, για μένα λένε μάλλον”. Εγραψαν Νταν, αντί για Ναν, διότι δεν πίστευαν ότι θα ήμουν γυναίκα».
Δεν υπάρχει δόση αλήθειας σε αυτή την άποψη; Δεν κάνατε τη χρήση ηρωίνης να φαίνεται θελκτική;
«Ποτέ δεν φωτογράφισα ναρκωτικά για να πουλήσω ρούχα. Φωτογράφιζα ό,τι βίωνα και η εξάρτηση από την ηρωίνη ήταν μέρος της ζωής μου».
Μετανιώνετε για τις καταχρήσεις που κάνατε στο παρελθόν;
«Οχι, όχι, καθόλου. Αλλά ούτε τις ωραιοποιώ».
Γιατί τις κάνατε;
«Αρχισα να κάνω χρήση ναρκωτικών για να αποκτήσω προσωπικότητα. Τα ναρκωτικά μού έδωσαν προσωπικότητα».
Δίνετε την εντύπωση ανθρώπου με ισχυρή προσωπικότητα, γιατί να χρειαστείτε ουσίες;
«Ναι, αλλά την απέκτησα από τα ναρκωτικά. Ημουν πολύ ντροπαλή. Μαζί με τη φωτογραφική μηχανή, τα ναρκωτικά με βοήθησαν να μιλήσω».
Το γεγονός ότι δεν είχατε αναπτύξει προσωπικότητα οφειλόταν καθόλου στο ότι φύγατε νωρίς από το σπίτι;
«Οχι, ήμουν πιο έξυπνη και ώριμη στα 11 από ό,τι είμαι σήμερα. Είχε να κάνει με την ανάγκη μου να ξεφύγω από κάτι το οποίο θα με κατέστρεφε. Να φύγω μακριά του».
Από τι θέλατε να ξεφύγετε;
«Από την κατάσταση που είχε προκύψει με την αυτοκτονία της αδελφής μου, τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονταν οι γυναίκες εκείνη την εποχή από την οικογένειά μου και από την κοινωνία. Αν δεν είχα φύγει, το πιο πιθανό είναι ότι θα είχα αυτοκτονήσει. Αυτή ήταν η πρόβλεψη για μένα από τους γιατρούς».
Η σχέση σας με την αδελφή σας καθόρισε τη ζωή και την τέχνη σας;
«Ναι. Πάντα είχα ψύχωση με την αδελφή μου. Πάντα αναζητώ μια αδελφή. Το «Αδελφές, Αγίες και Σίβυλλες», το πιο σημαντικό έργο μου μαζί με την “Μπαλάντα της σεξουαλικής εξάρτησης”, αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο καταπιέζονται οι γυναίκες, στην ανδρική ιεραρχία. Είναι ένα installation με τρεις γιγαντοοθόνες όπου προβάλλονται ταυτόχρονα εικόνες από το μαρτύριο της Αγίας Βαρβάρας, από τη ζωή της αδελφής μου Μπάρμπαρα και από την εμπειρία μου σε ψυχιατρικές κλινικές. Οταν εκτέθηκε στο Παρίσι, 300 άνθρωποι λιποθύμησαν».
Μεγαλώνοντας τη δεκαετία του ’60 προφανώς γνωρίσατε τη γυναικεία καταπίεση από πρώτο χέρι. Πώς βλέπετε την κατάσταση σήμερα;
«Μόνο τη δεκαετία του ’60; Η καταπίεση που υφίστανται οι γυναίκες έφτασε στο ζενίθ της τη δεκαετία του ’60, τουλάχιστον στην Αμερική, και ήταν σταθερή τη δεκαετία του ’70, αν και υπήρχαν ομάδες για την απελευθέρωση της γυναίκας. Ισως υπήρξε κάποια αλλαγή τη δεκαετία του ’80. Ενας φίλος μου μου είπε ότι γεννήθηκα με καρδιά φεμινίστριας. Αρνήθηκα να αναλάβω έναν προκαθορισμένο ρόλο».
Θέλατε να διερευνήσετε τα όρια μεταξύ των δύο φύλων;
«Δεν υπάρχουν όρια. Το πιο γενναίο πράγμα είναι να ζεις ανάμεσα στα δύο φύλα. Σε αυτή την γκρίζα ζώνη. Οχι ότι θέλω αλλαγή φύλου. Ενα τμήμα του εαυτού μου είναι θηλυκού γένους και ένα άλλο αρσενικού. Η Σούζαν Σόνταγκ μού είπε κάποτε: «Ποτέ δεν ξέρεις τι φύλο είσαι κάθε μέρα που έρχεται. Οπως ποτέ δεν ξέρεις τι ηλικία έχεις κάθε μέρα που περνάει». Κάποιες φορές είμαι ένα αγόρι, άλλες ένας άνδρας, άλλοτε ένα κορίτσι και άλλοτε μια γυναίκα, κάποιες άλλες φορές είμαι dragqueen. Εξαρτάται πώς αισθάνεσαι για τον εαυτό σου τη συγκεκριμένη ημέρα. Δεν έχει να κάνει με το τι βλέπει ο κόσμος».
Σήμερα πώς αισθάνεστε;
«Σήμερα αισθάνομαι αγόρι».
Γιατί; Παίζει κάποιον ρόλο η Αθήνα;
«Οχι, δεν έχει απαραίτητα να κάνει με το πού βρίσκομαι. Μπορεί να έχει να κάνει με τους ανθρώπους που βρίσκονται γύρω μου…».
Είναι πολύ τρυφερά τα πορτρέτα των παιδιών που έχετε φωτογραφίσει. Θελήσατε ποτέ να κάνετε δικά σας παιδιά;
«Εχω τα βαφτιστήρια μου. Είναι ό,τι καλύτερο μπορούσα να κάνω. Οταν μπορούσα να κάνω παιδιά, δεν ήθελα. Οι φίλοι μου ανησυχούσαν επειδή ήμουν εγωκεντρική. Η αλήθεια είναι ότι αν δεν βγεις από το στούντιό σου μπορεί να νομίσεις ότι όλος ο κόσμος περιστρέφεται γύρω από σένα και είναι καλό για μένα να βγαίνω και να συνειδητοποιώ ότι είμαι απλώς ένας μικρός, πεπερασμένος άνθρωπος. Χάνεις αυτή την προοπτική αν γίνεις ένας μεγάλος καλλιτέχνης και αρχίσεις να πιστεύεις ότι είσαι σημαντικός. Αλλά, όπως και να έχει, ταξίδευα πολύ και θα ήταν δύσκολο για μένα να είμαι μητέρα εκείνη την εποχή. Σήμερα υπάρχουν όλο και περισσότερες καλλιτέχνιδες που κάνουν παιδιά και δουλεύουν ταυτόχρονα. Βλέπω όμως και γυναίκες οι οποίες θα μπορούσαν να είχαν γίνει σπουδαίες καλλιτέχνιδες αλλά τα παράτησαν για να γίνουν μητέρες. Εσύ έχεις παιδιά»;
Οχι, δεν έχω.
«Οχι; Μοιάζεις σαν να έχεις. Πότε θα κάνεις ένα; Μου αρέσουν τα ατίθασα παιδιά. Δεν μου αρέσουν τα παιδιά που εξαναγκάζονται να κοινωνικοποιηθούν από πολύ μικρά. Οταν μεγάλωνα, τα παιδιά έπρεπε να πάνε μπαλέτο, να έχουν στον έλεγχο δέκα με τόνο. Υπήρχε απίστευτη πίεση. Επρεπε να είσαι ο καλύτερος σε όλα. Ραγίζει η καρδιά μου όταν βλέπω τέτοια παιδιά».
Ηταν χαρούμενα τα παιδικά σας χρόνια;
«Θυμάμαι κάποιες ευτυχισμένες στιγμές. Θυμάμαι με κάθε λεπτομέρεια πού στεκόμουν όταν έπαιζα και αποφάσισα ότι δεν υπήρχε τίποτε που να μπορούσαν να κάνουν τα αδέλφια μου και να μην μπορώ να το κάνω και εγώ. Θυμάμαι μια άλλη φορά μια συζήτηση σχετικά με το ποιο από τα παιδιά της οικογένειας θα γινόταν ιδιοφυΐα όταν θα μεγάλωνε. Δεν ήμουν καν υποψήφια… επειδή ήμουν η νεότερη. Βασικά, η συζήτηση αφορούσε τους αδελφούς μου…».
Υπήρξατε ευτυχισμένη στη ζωή σας;
«Είμαι ευτυχισμένη αυτή τη στιγμή. Μου αρκεί. Είναι πολύ. Αν δεν ζεις τη στιγμή, χάνεις τη ζωή, έτσι δεν είναι;».
Η έκθεση «NanGoldin» θα φιλοξενείται στην Γκαλερί Ρεβέκκα Καμχή, Λεωνίδου 9, στο Μεταξουργείο, ως τις 29 Μαΐου.
Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 499, σελ. 48-52, 09/05/2010.