«Μόνο όταν πέφτει το κύμα καταλαβαίνεις ποιος κολυμπούσε γυμνός…». Αυτό το εύστοχο σχόλιο έκανε ο διάσημος επενδυτής Γουόρεν Μπάφετ όταν εκδηλώθηκε η οικονομική κρίση. Οπως διαπιστώθηκε στην πορεία, το σχόλιό του ίσχυε όχι μόνο για τις επιχειρήσεις αλλά και για ολόκληρα κράτη. Μετά την Ιρλανδία, η Ελλάδα γίνεται η δεύτερη χώρα της ζώνης του ευρώ η οποία δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της εξαιτίας της κρίσης και βρίσκεται σχεδόν στα όρια της χρεοκοπίας. Η Ιρλανδία κατάφερε χάρις σε μια επώδυνη αλλά σταθερή προσπάθεια εφαρμογής δομικών αλλαγών στον τομέα της οικονομίας να λύσει μόνη τα προβλήματά της. Και το πέτυχε αυτό διότι, με εξαίρεση το τεράστιο χρέος της το οποίο διογκώθηκε μετά το σκάσιμο της φούσκας των ακινήτων, η οικονομία της ήταν κατά βάση υγιής.
Η κατάσταση στην Ελλάδα όμως είναι διαφορετική. Οι δομικές αλλαγές στην οικονομία της χώρας θα είναι πιο δύσκολες διότι οφείλουν να είναι μακροπρόθεσμες. Το δημοσιονομικό έλλειμμα θα πρέπει άμεσα να περιοριστεί. Ενα έλλειμμα το οποίο δημιουργήθηκε όχι μόνο από τις ανισορροπίες της εγχώριας οικονομίας, αλλά και από το ίδιο το πολιτικό σύστημα το οποίο ως σήμερα επέμενε να μη βλέπει την πραγματικότητα επιτρέποντας στη χώρα να ζει ξοδεύοντας περισσότερα από όσα μπορούσε.
Ωστόσο η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν μπορεί να αφήσει την Ελλάδα να χρεοκοπήσει ούτε και να την παραδώσει στα χέρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) καθώς υπάρχουν και άλλες χώρες της ευρωζώνης- όπως η Πορτογαλία, η Ισπανία και Ιταλία- οι οποίες θα μπορούσαν να βρεθούν στο στόχαστρο των αγορών το προσεχές διάστημα. Σε αυτή την περίπτωση θα κινδύνευε για πρώτη φορά το κοινό νόμισμα υποσκάπτοντας ολόκληρο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Το πραγματικά σοβαρό πρόβλημα που συνιστά την «καρδιά» της ελληνικής κρίσης αποτελεί συνάμα και τη θεμελιώδη αδυναμία του ευρώ: την έλλειψη στήριξης από τις κυβερνητικές πολιτικές. Οι κανόνες που θέτει η Συνθήκη του Μάαστριχτ στα μέλη της Ενωσης σχετικά με το δημοσιονομικό έλλειμμα και το χρέος αποδείχτηκαν σύντομα ανεφάρμοστοι στον πραγματικό κόσμο, καθώς επίσης και τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για την εφαρμογή αυτών των κριτηρίων. Σε κάθε περίπτωση φάνηκε ότι αυτοί οι κανόνες δεν σχεδιάστηκαν με την προοπτική μιας πραγματικής θύελλας σαν αυτή που ξέσπασε μετά την κατάρρευση της Lehman Βrothers, τον Σεπτέμβριο του 2008.
Το ευρώ, το οποίο αποδείχθηκε το κρίσιμο εργαλείο για την υπεράσπιση των ευρωπαϊκών συμφερό ντων σε αυτή την κρίση, θα υποβληθεί στο εξής σε τεστ αντοχής. Οι ευρωπαίοι ηγέτες- και κυρίως αυτοί της Γερμανίας και της Γαλλίας που θα έχουν τον πιο κρίσιμο ρόλο- πρέπει να δράσουν άμεσα και να εφαρμόσουν νέες ευφάνταστες λύσεις. Ασφαλώς αυτό απαιτεί κόστος και πιθανόν να κρύβει πολιτικούς κινδύνους. Μέσα όμως σε αυτό το παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον το οποίο προοιωνίζεται ισχνή ανάκαμψη για τα επόμενα χρόνια, τα πράγματα θα είναι ακόμη πιο δύσκολα σε περίπτωση που δεν υπάρξουν νέες λύσεις.
Οι λύσεις πρέπει να ξεπεράσουν το Μάαστριχτ, χωρίς όμως να προκαλέσουν νέες συζητήσεις για τους ευρωπαϊκούς θεσμούς που θα μας εκτρέψουν από τον βασικό στόχο. Επιπλέον, τα νέα εργαλεία όπως τα ευρωομόλογα θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν κατά τρόπον ώστε να μειωθούν τα επιτόκια με τα οποία δανείζονται οι χώρες-μέλη της ευρωζώνης. Βέβαια, αυτό προϋποθέτει τη λήψη σοβαρών μέτρων στην κατεύθυνση μιας αξιόπιστης δομικής μεταβολής η οποία θα εποπτεύεται από αποτελεσματικούς ελεγκτικούς μηχανισμούς. Με την παρούσα κρίση κατέστη επίσης σαφές ότι το Συμβούλιο των ευρωπαίων υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών (Εco/Fin) είναι ανίκανο να ελέγξει τις πολιτικές που εφαρμόζουν τα μέλη της ΕΕ. Συνεπώς απαιτείται, τουλάχιστον σε περιόδους κρίσης σαν και αυτή, μια ηγεσία που θα προέρχεται απευθείας από τους ηγέτες των ευρωπαϊκών χωρών και των κυβερνήσεων.
Είναι ελπιδοφόρο το γεγονός ότι για πρώτη φορά η γερμανίδα καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ δεν διαφώνησε δημοσίως με την ιδέα για μια ευρωπαϊκή οικονομική διακυβέρνηση η οποία τέθηκε κατά την πρόσφατη σύνοδο κορυφής Γαλλίας και Γερμανίας. Ετσι, βρίσκεται πλέον στην ημερήσια διάταξη η λεπτομερής παρουσίαση της δομής, του κόστους, των ελεγκτικών μηχανισμών και των διαδικασιών λήψης αποφάσεων αυτού του νέου θεσμού. Και σίγουρα δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο.
Είναι όμως εξίσου βέβαιο ότι αν κρίση επιδεινωθεί στις χώρες της Μεσογείου, τότε οι κυβερνήσεις Γαλλίας και Γερμανίας θα διατρέξουν σοβαρούς πολιτικούς κινδύνους. Οι λαοί των δύο αυτών χωρών που θα κληθούν να πληρώσουν τον λογαριασμό δεν είναι προετοιμασμένοι να αναλάβουν το κόστος της διάσωσης του ευρωπαϊκού Νότου, ενώ την ίδια στιγμή το κύμα του ευρωσκεπτικισμού διαπερνά ολόκληρο το πολιτικό φάσμα. Να πληρώσουμε λοιπόν για να σώσουμε τις χώρες του Νότου ή να αφήσουμε το ευρώ να καταρρεύσει; Με αυτό το θεμελιώδες ερώτημα αντιλαμβανόμαστε ότι το διακύβευμα της τρέχουσας κρίσης είναι ένα: το μέλλον του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
Αυτό που απαιτείται είναι μια ηγεσία πολιτικών ανδρών και ασφαλώς «πολιτικών γυναικών». Η Ανγκελα Μέρκελκαι ο Νικολά Σαρκοζί βρίσκονται αντιμέτωποι με μια πρόκληση αποφασιστικής σημασίας και οφείλουν να κυβερνήσουν με ασφάλεια το σκάφος της Ευρώπης εν μέσω θυέλλης. Και μόνον οι τολμηρές σκέψεις και οι γενναίες αποφάσεις θα τους βοηθήσουν να αποφύγουν τους σκοπέλους.
Ο κ. Γιόσκα Φίσερ είναι πρώην υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας (1998-2005) και ιστορικός ηγέτης των «Πρασίνων» της Γερμανίας.