O δημιουργός του θρυλικού μυθιστορήματος «Ο φύλακας στη Σίκαλη» Τζ. Ντ. Σάλιντζερ απεβίωσε προχθές στο Νιου Χαμσάιρ σε ηλικία 91 ετών. Γεννημένος το 1919, ο Σάλιντζερ εξέδωσε τον «Φύλακα» το 1951 (στα ελληνικά κυκλοφόρησε τη δεκαετία του 1970 σε μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη) και αμέσως σφράγισε μια ολόκληρη γενιά με το αντισυμβατικό του πνεύμα. Ωστόσο, ο Σάλιντζερ δεν κυκλοφόρησε άλλο βιβλίο από το 1965 και δεν έδωσε άλλη συνέντευξη μετά το 1980. Ζούσε απομονωμένος και περιφρουρούσε με μανία την ιδιωτική του ζωή, ενώ δεν φωτογραφιζόταν ποτέ: υπάρχει μόνο μία φωτογραφία του, αυτή που το 1951 χρησιμοποιήθηκε στο εξώφυλλο του «Φύλακα», για να αποσυρθεί κατόπιν απαίτησης τού συγγραφέα εν μια νυκτί και να αντικατασταθεί με ένα κολλάζ από δακτυλογραφημένες σελίδες.

Η λογοτεχνική καριέρα του κράτησε λιγότερο από μία δεκαπενταετία: «Ο Φύλακας στη Σίκαλη» (1951), «Ιδανική Μέρα για Μπανανόψαρα» (1953), «Φράνι και Ζούι» (1961), «Ψηλά Σήκωσε τη Σκεπή» (1963)… και τέλος. Ζούσε κρυμμένος στη βίλα του, στο Κόρνις του Νιου Χαμσάιρ, πίσω από ένα συμπαγές τείχος δυόμισι μέτρων, απροσπέλαστο για κάθε φανατικό θαυμαστή ή ανεπιθύμητο παπαράτσι. Ο Σάλιντζερ είχε επιλέξει την τέλεια απομόνωση και άφηνε τη σιωπή να γιγαντώνει τον μύθο του. Είχε αρνηθεί να γίνει ταινία ο «Φύλακας»: « Δεν υπάρχει τίποτε περισσότερο στον Χόλντεν Κόλφιλντ. Ξαναδιαβάστε το βιβλίο. Ολα είναι εκεί. Ο Χόλντεν Κόλφιλντ είναι απλώς μια παγωμένη στιγμή στον χρόνο ». «Ο φύλακας στη Σίκαλη» έχει πουλήσει περισσότερα από 60 εκατ. αντίτυπα διεθνώς.

«Ο Φύλακας στη Σίκαλη» ανήκει στα σημαντικότερα μυθιστορήματα της εφηβείας, ενώ ανήκει επίσης στα αντιπροσωπευτικότερα έργα του μεταπολεμικού ρεαλισμού. Ο Χόλντεν, ο οποίος βρίσκεται στο τέλος της εφηβείας του, ανήκει στους παρείσακτους, στους outsiders. Είναι ο κατ΄ εξοχήν αντιήρωας, ένα είδος σύγχρονου Χακ Φιν των μεγαλουπόλεων, ο οποίος διακατέχεται από αισθήματα αγάπης και απέχθειας για τον κόσμο και τους άλλους, αισθήματα ωστόσο που εκφράζουν μια αναμφισβήτητη αθωότητα, η δύναμη της οποίας πολλαπλασιάζεται από την αφοπλιστική αμεσότητα της γλώσσας του Χόλντεν, την απαράμιλλη φρεσκάδα της και την αριστοτεχνική απλότητα του ιδιώματος, με τις επαναλήψεις, τα στερεότυπα και την επιτηδευμένη «μαγκιά» που χαρακτηρίζει τη γλώσσα των εφήβων. Ο Χόλντεν δεν έχει μεγάλα όνειρα και φιλοδοξίες, ο κόσμος δεν του αρέσει (όπως συχνά δεν του αρέσει και ο εαυτός του), γι΄ αυτό και θέλει να φύγει για τα δυτικά. Στην αφήγησή του ξεδιπλώνεται ο εσωτερικός κόσμος εκείνου που δεν ξέρει τον πραγματικό κόσμο: τον μαθαίνει σιγά σιγά μέσα από τις μικρές διαψεύσεις του- και με την πίκρα της αμεσότητας. Ο «Φύλακας» διαρκώς πάει να αποκτήσει μυθιστορηματική πλοκή και διαρκώς ο συγγραφέας μοιάζει να την «αναστέλλει»- όπως ο Χόλντεν, που συνεχώς φεύγει για τα δυτικά και «συνεχώς» παραμένει στη Νέα Υόρκη.