Επτά αστυνομικούς και όχι δύο μόνο που συνελήφθησαν, οι οποίοι τον έδερναν ανηλεώς επί ώρες στο Αστυνομικό Τμήμα Ακροπόλεως παραμονή της Πρωτοχρονιάς, καταγγέλλει ως βασανιστές του χιλιανός κρατούμενος, ο οποίος υποστηρίζει στην κατάθεσή του ότι ακόμη ένας αστυνομικός, ο οποίος ήταν ανώτερος των επτά «νταήδων», του διεμήνυσε: «Να μην πεις τίποτα σε κανέναν γιατί μετά θα σε χτυπήσουν χειρότερα». Η Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛ.ΑΣ. ωστόσο συνέλαβε μόνο δύο ειδικούς φρουρούς ως φυσικούς αυτουργούς σε βασανιστήρια κρατουμένου, παρά το γεγονός ότι ο χιλιανός κρατούμενος κάνει σαφώς λόγο καταθέτοντας για επτά αστυνομικούς, για τους οποίους λέει χαρακτηριστικά: «Μπορώ να αναγνωρίσω και τους επτά που με χτύπησαν έναν προς έναν».

Επιπλέον τρία όργανα της τάξης έχουν συλληφθεί, οι δύο ως απλοί συνεργοί σε βασανιστήρια, επειδή παρακολουθούσαν απαθείς τον ξυλοδαρμό, και έναν νεαρός υπαστυνόμος για κατάχρηση εξουσίας, επειδή για να καλύψει τους συναδέλφους του σχημάτισε δικογραφία σε βάρος του ξυλοκοπημένου κρατουμένου για αντίσταση, απόπειρα απόδρασης, σωματικές βλάβες και εξύβριση και όχι εναντίον των συναδέλφων του που τον έδερναν.

Ιδιαίτερα επιβαρυντική είναι και η γνωμάτευση της ιατροδικαστού κυρίας Χ. Σπηλιοπούλου: «Το πρόβλημα αυτή τη στιγμή εντοπίζεται στους νεφρούς λόγω της εκτεταμένης μυϊκής καταστροφής και ο ασθενής παρουσιάζει οξεία νεφρική ανεπάρκεια.

Τ α θλαστικά τραύματα έχουν προκληθεί από πολλαπλές πλήξεις και έχει χρησιμοποιηθεί και επιμήκης ράβδος, το αποτύπωμα δε του οργάνου εμφανίζεται στο αριστερό πλάγιο και δεξιό πρόσθιο θωρακικό τοίχωμα, στην πρόσθια επιφάνεια του αριστερού μηρού και πολλαπλώς στο οπίσθιο θωρακικό αποτύπωμα».

Ο χιλιανός κρατούμενος στην κατάθεσή του περιγράφει αναλυτικά τον άγριο ξυλοδαρμό του: «Ζήτησα από έναν αστυνομικό που τότε είχε αναλάβει υπηρεσία να μιλήσω στο τηλέφωνο. Αυτό έγινε στις 31.12.2009 και περί ώρα 14.15. Επειδή το καρτοτηλέφωνο δεν λειτουργούσε, του ζήτησα με τα λίγα αγγλικά που γνωρίζω να πάρω ένα τηλέφωνο από το γραφείο του. Του το ζήτησα δύο-τρεις φορές και τον άκουγα να λέει “μ…”, “γ… ” και άλλες λέξεις που δεν μπορώ να θυμηθώ. Μπήκε τότε στο κρατητήριο και μου έδωσε δύο χαστούκια και με έβγαλε από εκεί. Εγώ νόμιζα ότι θα με πήγαινε στο τηλέφωνο. Πράγματι εκείνος με πήγε στο γραφείο απέναντι από το κελί αλλά έκλεισε την πόρτα και έβγαλε το κλομπ. (…) Στο γραφείο τότε δεν υπήρχε κάποιος άλλος αστυνομικόςπου να με χτυπούσε αρχικά. Βρισκόταν όμως στο γραφείο άλλοι τρεις αστυνομικοί με στολή οι οποίοι κοιτούσαν. Ο αστυνομικός που με έβγαλε έξω από το κελί με χτύπησε με το κλομπ στο αριστερό μου μπράτσο αρχικά και σε άλλα σημεία του σώματός μου που δεν θυμάμαι ακριβώς. Εγώ αντέδρασα και έσπρωξα τον αστυνομικό στον τοίχο, όπου τον συγκράτησα εκεί και τον ρωτούσα ισπανικά για ποιον λόγο με χτυπούσε. Τότε σηκώθηκαν και οι άλλοι τρεις αστυνομικοί και με χτυπούσαν όλοι μαζί». Σ τη συνέχεια προσθέτει: «Οσο χρόνο με χτυπούσαν η πόρτα των κρατητηρίων ήταν κλειστή αλλά οι άλλες του γραφείου ήταν ανοικτές και μπορούσα να βλέπω τις σκάλες. Τρεις ώρες περίπου με χτυπούσαν εναλλάξ όλοι οι παραπάνω και εγώ είχα δεμένα τα χέρια μου με χειροπέδες πίσω. Με είχαν τοποθετήσει σε έναν πάγκο που βρίσκεται σε ένα γραφείο απέναντι από τα κρατητήρια. Πότε με χτυπούσαν δύο και οι υπόλοιποι κοιτούσανκαι πότε έναςένας».

Καταγγέλλει επίσης πως, παρά το ότι μεσολάβησε επίσκεψη δικηγόρου, οι αστυνομικοί τον χτύπησαν πάλι: «Αυτός ο αστυνομικός που αρχικά με έβγαλε από το κελί μού ξαναέβαλε τις χειροπέδες, με κάθισε στον πάγκο που με είχε βάλει αρχικά και άρχισε πάλι να με χτυπά πότε με το κλομπ και πότε με κλωτσιές».

ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΙ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΙ
«Δεν είδα, δεν άκουσα, δεν έχω ανάμειξη»
Δεν είδαν, δεν άκουσαν, δεν είχαν ανάμειξη, δεν έφταιγαν αυτοί, προκλήθηκαν, δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς. Αυτές είναι οι δικαιολογίες που επικαλέστηκαν οι κατηγορούμενοι αστυνομικοί που αναμένεται να απολογηθούν σήμερα σε τακτικό ανακριτή.

Ε. Γ., ειδικός φρουρός στο ΑΤΑκροπόλεως: « Μπαίνοντας μέσα στον προθάλαμο των κρατητηρίων, σε ένα παγκάκι, καθόταν ένας κρατούμενος, αν θυμάμαι καλά φορώντας χειροπέδες, και δύο αστυνομικοί τον χτυπούσαν με κλωτσιές, γροθιές και με μια ελαστική ράβδο σε διάφορα σημεία του σώματός του. Σε ερώτησή μας γιατί τον χτυπούν, μας απάντησαν ότι επιτέθηκε στον σκοπό, ήταν αντιδραστικός και προσπάθησε να φύγει. Οπως στη συνέχεια πληροφορήθηκα, ο ένας από τους δύο αστυνομικούς που χτυπούσε τον κρατούμενο ονομάζεται Α. Π. Μετά από αυτό αποχωρήσαμε διότι δεν είχαμε άλλη αρμοδιότητα εκεί και θεωρώντας ότι όλες οι ενέργειες των αστυνομικών ήταν οι ενδεδειγμένες ».

Ε. Μ., αστυφύλακας: « Είδα κάποιον άνθρωπο να φωνάζει προκλητικά και μετά τον συνάδελφο Π. να τον χτυπάει με την αστυνομική ράβδο του. Ρώτησα τι έγινε και μου είπε ότι του επιτέθηκε προσπαθώντας να αποδράσει και τον δάγκωσε στο χέρι… ».

Δ. Σ., ειδικός φρουρός: «… Ακουσα φωνές και τον Π. που φώναξε βοήθεια, αμέσως έσπευσα και είδα τον κρατούμενο να έχει πέσει πάνω του, πήρα τις χειροπέδες και του τις πέρασα. Μαζί τον ηρεμήσαμε και τον βάλαμε να καθήσει σε μια καρέκλα… Δεν του ασκήθηκε βία».

Α. Π., αστυνομικός: « Αρνούμαι, δεν επιθυμώ να εισέλθω τώρα στην ουσία της υπόθεσης για την οποία κατηγορούμαι αλλά θα το κάνω αυτό μόλις βρω και συμβουλευτώ δικηγόρο και μελετήσει όλα τα στοιχεία της δικογραφίας».