Μία εκ των κατηγορουμένων για συμμετοχή στην οργάνωση «Συνωμοσία των Πυρήνων της Φωτιάς» οδηγείται, την Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου, στον εισαγγελέα Πρωτοδικών, στα δικαστήρια της οδού Ευελπίδων. Μετά την απολογία της αφέθηκε ελεύθερη με περιοριστικούς όρους

Ανεξάρτητα από τη σοβαρότητα της νέας τρομοκρατικής οργάνωσης, που εξαρθρώθηκε, ή πρόκειται να εξαρθρωθεί, η ύπαρξή της και μόνο ορίζει ένα φαινόμενο που θα το χαρακτήριζα απειλητικό. Το φαινόμενο αυτό, μολονότι υπαρκτό, παραμένει αόρατο σε μια κοινωνία ανοιχτομάτηδων έως ότου η Αποκάλυψη διασαλπισθεί από την Αντιτρομοκρατική και τότε όλοι τρέχουμε και δεν προλαβαίνουμε. Οταν μάλιστα η Αποκάλυψη έρχεται σε μέρες προεκλογικές, τότε οι σάλπιγγες περνούν στα χείλη των πολιτικών και καθείς βαράει ό,τι νομίζει. Τότε η απειλή γίνεται συγκεκριμένη: «γιάφκες», γκαζάκια, «κεντρικό εργαστήριο κατασκευής εμπρηστικών και εκρηκτικών μηχανισμών», «ένοπλες μονάδες», «τυφλά χτυπήματα» κτλ. Ακόμη πιο συγκεκριμένοι γίνονται οι φορείς του κινδύνου: παιδιά συνήθως «καλών οικογενειών», φοιτητές με ονοματεπώνυμο, νεαρά κορίτσια που τραβούν τις μπλούζες τους να κρύψουν τα πρόσωπά τους, καθώς σέρνονται από κουκουλοφόρους και πάνοπλους φύλακες.

Ολοι καταδικάζουμε τη βία. Η απώλεια μιας ανθρώπινης ζωής, ακόμη και ο ελαφρός τραυματισμός από τρομοκρατική ενέργεια είναι έγκλημα, που καμιά ιδεολογία δεν δικαιολογεί. Ποιος αντιλέγει; Από την άλλη ο μεγάλος, αρχετυπικός αντιεξουσιαστής Προμηθέας οδηγείται στη σταύρωσή του με συνοδούς τη Βία και το Κράτος. Ενδειξη, υποθέτω, πως ο τραγικός παραδέχεται ότι σε μια κοινωνία η απειλή και η βία έχουν πολλές αιτίες και, ως εκ τούτου, μπορούν και ερμηνεύονται ποικιλοτρόπως. Τα γκαζάκια λοιπόν των «Πυρήνων της Φωτιάς» (φως που δεν καίει, αλλά πληγώνει) δηλώνουν πως πίσω από όλες τις πράξεις υπάρχει μια αιτία. Καλή, κακή, στραβή, ηθική, ανήθικη. Αυτή την αιτία οφείλουμε να δούμε προκειμένου να πάμε παραπέρα. Τα γκαζάκια είναι απλώς η ένδειξη του κακού, δεν είναι η κύρια απειλή· οι «χύτρες-βόμβες» δηλώνουν πως πίσω από τα φαινόμενα υπάρχει, χωρίς να γίνεται αντιληπτό, κάτι χειρότερο. Να αποκοπούμε, δηλαδή, όλοι μας, τρομοκράτες και μη-τρομοκράτες, από την «όντως ούσα» πραγματικότητα και να ενεργούμε ωσάν αποκλειστικοί κοινωνοί μιας και μόνης αλήθειας, της δικής μας.

Κάθε γενιά έχει τα προβλήματά της και αντιδρά σύμφωνα με τα κριτήριά της. Κάθε γενιά έχει τις δικές της αιτίες να εξεγερθεί. Και στη γενιά του 1-1-4 και στη γενιά του Πολυτεχνείου, η εξέγερση είχε αιτία συγκεκριμένη, ο κοινωνικός και «ταξικός» χαρακτήρας ήταν ευδιάκριτος. Οι νέοι φαινόταν πως εκπροσωπούσαν το Καλό, αναζητούσαν κοινωνική και εθνική ελευθερία, δημοκρατία, λαϊκή κυριαρχία. Ταυτόχρονα όλα έδειχναν πως η «αλήθεια» τους δεν ήταν μόνο δική τους. Οι αντιστασιακοί και αντιεξουσιαστικοί αγώνες, στην προχουντική και τη χουντική Ελλάδα, είχαν πλήρη λαϊκή αποδοχή, άσχετα με τη μετέπειτα τροπή των πραγμάτων. Θέλω να πω ότι δεν υπήρχε μια «αλήθεια» που αφορούσε μόνο τους νέους. Η αλήθεια τους ήταν αντίθετη σε μια κρατούσα κατάσταση, αλλά ήταν αποδεκτή από όλους σχεδόν τους άλλους, μεγάλους και μικρούς. Σήμερα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: οι νέοι ζουν μιαν «αλήθεια» που φαίνεται ακατανόητη σ΄ εμάς τους πολλούς. « Για μας », λέει μια από τις προκηρύξεις των συλληφθέντων, « το αντάρτικο πόλης είναι μιαμικρογραφία ενός γενικευμένου πολέμου που δεν έχει κηρυχθεί ακόμα.Είναι μια διαδικασία να πάρεις τη ζωή στα χέρια σου […] Οι επιθέσεις μας δεν είναι παραδειγματικές, είναι πράξεις πολέμου ».

Ποιος είναι αυτός ο επερχόμενος πόλεμος και ποιους αφορά; Πόσο κατανοούμε αυτή την παράλογη «αλήθεια»; Ασχετα με τη σοβαρότητα των περιστάσεων, ποια πραγματική ανάγκη άρθρωσε τη φράση «να πάρεις τη ζωή στα χέρια σου»; Αυτή η «αλήθεια» αφορά μόνο 100-150 νεαρούς που πετούν πέτρες στα Εξάρχεια; Δεν το νομίζω. Τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Αρκεί να θυμηθούμε τα γεγονότα του περυσινού Δεκέμβρη, αρκεί να δούμε τι συμβαίνει στα σχολεία, στους δρόμους, στα γήπεδα, αρκεί να διαβάσουμε προσεκτικά τα (σοβαρά ή μη) ιστολόγια και θα αντιληφθούμε πως σήμερα υπάρχουν δύο αγεφύρωτες «πραγματικότητες», που δεν κατανοεί η μία την άλλη, και δεν μπορεί να τις γεφυρώσει καμιά πολιτική εξαγγελία, ή παραδειγματική τιμωρία.

Η εξαγγελλόμενη πάταξη της φοροδιαφυγής ίσως είναι σε κάποιο βαθμό εφικτή. Προτεραιότητα της αυριανής κυβέρνησης, όποια κι αν έρθει, είναι, λέει, να βρει την αλήθεια της οικονομίας και να φροντίσει το έλλειμμα. Ας μην είμαστε και παντελώς απαισιόδοξοι, κάτι μπορεί να γίνει. Η πάταξη των εξεγερμένων εικοσάρηδων, πώς θα γίνει τελικά, και αν γίνει, θα εξαλειφθεί το πρόβλημα; Αυτό το έλλειμμα δεν εξαφανίζεται με την καταστολή και την τιμωρία. Οι αιτίες του διχασμού δεν εξαφανίζονται με καταδίκες. Το χάος ανάμεσα σε δύο «πραγματικότητες», που εχθρεύεται η μία την άλλη, παραμένει επικίνδυνο και απειλητικό, όσο αρνούμαστε να το παραδεχθούμε. Εμείς που νομίζουμε πως ζούμε αληθινά και έχουμε πάρει τη ζωή στα χέρια…

Ο κ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι ομότιμος καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας και συγγραφέας.