Η αποκατάσταση της λειτουργίας της διατραπεζικής αγοράς σε σημαντικό βαθμό και η νομισματική πολιτική των κεντρικών τραπεζών οδήγησαν το τελευταίο δίμηνο σε αντίστοιχη αποκλιμάκωση των επιτοκίων χορηγήσεων και καταθέσεων που προσφέρουν οι τράπεζες στους πελάτες τους. Παρά το γεγονός αυτό όμως, το ύψος των χορηγήσεων των τραπεζών παραμένει σε χαμηλότερα επίπεδα από πέρυσι, απόδειξη ότι το ύψος των επιτοκίων δεν είναι από μόνος του ικανός λόγος για να αναθερμάνει την αγορά. Δύο είναι οι σημαντικότεροι λόγοι που η αγορά δεν έχει επανέλθει στα προηγούμενα επίπεδα. Ο πρώτος είναι η ανασφάλεια που γεννά η κρίση για τη διατηρησιμότητα των εισοδημάτων (ανεργία, απώλεια εισοδήματος, μείωση του τζίρου των επιχειρήσεων και επομένως μείωση του εισοδήματός τους) και ο δεύτερος η προσδοκία. Χαρακτηριστικό της σημασίας που έχει η προσδοκία είναι στην αγορά κατοικίας. Εκεί, παρά τη μείωση των τιμών των ακινήτων και την εμφάνιση πολλών ευκαιριών στην αγορά, υπάρχει προσδοκία για περαιτέρω πίεση των τιμών προς τα κάτω, με αποτέλεσμα η απόκτηση κατοικίας να αναβάλλεται συνεχώς.
Μέσα στο περιβάλλον αυτό οι τράπεζες συνεχίζουν να προσφέρουν χαμηλότοκα δάνεια τόσο με κυμαινόμενα όσο και με σταθερά επιτόκια. Σήμερα οι χορηγήσεις στεγαστικών δανείων γίνονται στη συντριπτική τους πλειονότητα σε κυμαινόμενο επιτόκιο. Αυτό είναι λογικό, αφού σήμερα υπάρχουν κυμαινόμενα επιτόκια στην αγορά κάτω από 3%, όταν τα σταθερά επιτόκια είναι τουλάχιστον μία ποσοστιαία μονάδα ακριβότερα. Ετσι, για παράδειγμα, για ένα δάνειο 100.000 ευρώ για 25 χρόνια, η δόση με κυμαινόμενο επιτόκιο είναι περίπου 475 ευρώ, όταν με ένα σταθερό επιτόκιο π.χ. 4,25%, η δόση διαμορφώνεται σε 548 ευρώ, δηλαδή η διαφορά είναι περίπου 73 ευρώ τον μήνα.
Η επιλογή κυμαινόμενου επιτοκίου συμφέρει και για άλλον ένα λόγο: δίνει στον δανειολήπτη τη δυνατότητα να έχει χαμηλό επιτόκιο όταν τα επιτόκια πέφτουν, αλλά ακόμη κι αν τα επιτόκια αρχίσουν να ανεβαίνουν, εύκολα μπορεί να ζητήσει αλλαγή του επιτοκίου του σε κάποιο προνομιακό χαμηλό σταθερό επιτόκιο που διαθέτει η τράπεζα εκείνη τη στιγμή. Αλλωστε, η εμπειρία έχει δείξει ότι εάν μπούμε σε ανοδική πορεία επιτοκίων, ο ανταγωνισμός των τραπεζών θα μετακινηθεί προς την προσφορά χαμηλότοκων σταθερών επιτοκίων, προς όφελος πάντα του δανειολήπτη.
Στη σημερινή συγκυρία ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα στεγαστικά δάνεια που συνδέονται με λογαριασμούς ταμιευτηρίου. Με τα προγράμματα αυτά κάθε πελάτης μπορεί να ανοίξει έναν λογαριασμό και να ξεκινήσει να αποταμιεύει για παράδειγμα από 100 ευρώ τον μήνα για την απόκτηση του σπιτιού του. Υστερα από έξι τουλάχιστον μήνες αποταμίευσης αποκτά το δικαίωμα να αιτηθεί τη χορήγηση στεγαστικού δανείου με χαμηλό κυμαινόμενο επιτόκιο. Κατά την εκταμίευση του στεγαστικού δανείου η τράπεζα διπλασιάζει την αποταμίευση. Ετσι ο πελάτης αποταμιεύει ποσά που είναι πάντα διαθέσιμα στον λογαριασμό του, μπορεί να εκμεταλλευτεί πιθανή μείωση των τιμών των ακινήτων, αφού την αγορά θα την κάνει στο κοντινό μέλλον και όχι σήμερα, ενώ παράλληλα κερδίζει μετρητά ικανά να του καλύψουν μέρος ή όλα τα έξοδα αγοράς του ακινήτου (συμβολαιογράφος, δικηγόρος, έξοδα προσημείωσης, έξοδα δανείου).
Ο κ. Ν. Ράικος είναι προϊστάμενος πιστωτικών προϊόντων στη Διεύθυνση Μάρκετινγκ της Μillennium Βank.