Ο Αλέξανδρος Αργυρίου δεν πρόλαβε να δει τελειωμένο εκείνο το έργο του για το οποίο εργάστηκε περισσότερο απ΄ ό,τι για κάθε άλλο: την Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας («1918 μέχρι τις μέρες μας»), που η προετοιμασία και η συγγραφή της ζωπύρωναν τα τελευταία είκοσι περίπου χρόνια της ζωής του. Το έργο διακόπηκε στο πιο κρίσιμο σημείο του, στο σημείο της ολοκλήρωσής του. Είχε αρχίσει να γράφει τον ένατο, τον τελευταίο και σημαντικότερο τόμο του, που θα αποτελούσε το κριτικό εξαγόμενο των γραμματολογικών γεγονότων που αφηγείται στους οκτώ πρώτους τόμους. «Θέλω δύο ακόμη χρόνια ζωή, να φτάσω τα ενενήντα», έλεγε όταν πριν από δύο μήνες έμπαινε στο νοσοκομείο για κάτι που δεν φαινόταν ότι θα μπορούσε να εξελιχθεί σε σοβαρό· «ή τουλάχιστον ένα για να τελειώσω τον τελευταίο τόμο». Τον δεύτερο χρόνο τον ήθελε για να γράψει και την αυτοβιογραφία του. Κριτικός που εμφανίστηκε με την πρώτη μεταπολεμική γενιά, για τα έργα των συγγραφέων της οποίας αφιέρωσε ένα σημαντικό μέρος της κριτικής του δραστηριότητας, και γραμματολόγος της λογοτεχνίας μας του 20ού αιώνα, ο Αργυρίου υπήρξε πρώτα απ΄ όλα φιλόλογος, κι ας ασκούσε βιοποριστικά το επάγγελμα του πολιτικού μηχανικού (ειδικευμένος στις κατασκευές εντεταμένου σκυροδέματος). Διότι αν τη μισή ζωή του την ανάλωσε στις οικοδομές, την άλλη μισή την πέρασε στις φιλολογικές σκαλωσιές, για ορισμένες από τις οποίες, μάλιστα, είχε το εύσημο (ως μη σπουδάσας τυπικά τη φιλολογία) ότι τις κατασκεύασε ο ίδιος. Και ήταν φυσικό να αισθάνεται μεγάλη ικανοποίηση όταν το Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης τον ανακήρυξε επίτιμο διδάκτορά του.

Το έργο του Αργυρίου καλύπτει τη μελέτη έργων όλων των λογοτεχνικών ειδών και συντίθεται από μιαν ευρεία κλίμακα κειμένων, από τη σύντομη βιβλιοκρισία ως την πολύτομη Ιστορία (μερικές από τις πιο καίριες κριτικές παρεμβάσεις του έγιναν μέσα από τις σελίδες του «Βήματος», του οποίου υπήρξε, κατά το 1971-1973 και 1979-1985, βιβλιοκριτικός και επιφυλλιδογράφος). Θα έλεγα ότι είναι ένα έργο διπλής κατευθύνσεως: έργο υποδομής και έργο οδηγός. Αναφέρω δειγματοληπτικώς μερικά χαρακτηριστικά του επιτεύγματα:

Μια προσεκτική εξέταση της σημερινής εικόνας της νεοτερικής μας ποίησης, όπως αυτή εμφανίζεται μέσα από τα έργα των νεότερων κριτικών, αλλά και από την πρόσληψή της από τους σημερινούς αναγνώστες, θα έδειχνε ότι η εικόνα αυτή έχει διαμορφωθεί σε καθοριστικό βαθμό μέσα από την περιγραφή της που μας έχει παραδώσει ο Αργυρίου με τα τέσσερα βασικά βιβλία του επί του θέματος ( Νεωτερικοί ποιητέςτου Μεσοπολέμου:Ανθολογία Γραμματολογία, 1979· Διαδοχικές αναγνώσεις Ελλήνων υπερρεαλιστών, 1983· Δεκαεπτά κείμενα για τον Σεφέρη, 1986· Ανοιχτοί σχολιασμοί στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, 1997). Η έως τον Αργυρίου ισχύουσα εξιστόρηση της ποίησης αυτής ήταν εκείνη του Καραντώνη. Για να δώσω μια γεύση της τροποποίησης που επέφερε ο Αργυρίου στην αφήγηση του Καραντώνη θα αναφέρω την περίπτωση του Παπατσώνη. Στο βιβλίο του Καραντώνη Εισαγωγή στη νεώτερη ποίηση (1958), που αποτελούσε τη συστηματική έκθεση και κωδικοποίηση όσων από το 1931 ο σπουδαίος αυτός κριτικός χαρτογραφούσε στο πεδίο της μοντερνιστικής μας ποίησης, ο Παπατσώνης δεν υπάρχει. Σήμερα ο Παπατσώνης λογίζεται ο πρώτος, χρονικά, νεοτερικός ποιητής μας, χάρη κυρίως στο γεγονός ότι είναι ο ποιητής με τον οποίο αρχίζει η ανθολογία-γραμματολογία του Αργυρίου, του 1979.

Θα δώσω ένα ακόμη παράδειγμα από εκείνα που πιστεύω ότι δικαιώνουν τον χαρακτηρισμό μου του έργου του Αργυρίου: ο Αργυρίου είναι ο πρώτος που συνειδητοποίησε ότι η σε βάθος κατανόηση των επιτευγμάτων της νεοτερικής μας ποίησης προϋποθέτει την ουσιώδη κατανόηση της προσωδίας της, και είναι ο πρώτος που μελέτησε αυτή την προσωδία σε μια σειρά από εργασίες που όλες μαζί συγκροτούν ένα corpus μελέτης της “μετρικής” του ελεύθερου στίχου. Ενα corpus το οποίο, πιστεύω, αποτέλεσε το παράδειγμα και την ώθηση για την αναζωογόνηση των μετρικολογικών μας σπουδών τις δύο τελευταίες δεκαετίες.

Αλλά ακόμη και η ογκώδης συγκέντρωση πληροφοριών από την οποία αποτελείται η ανολοκλήρωτη Ιστορία του υπερβαίνει την απλή παράθεση υλικού, καθώς με τη διάταξη αυτού του υλικού και τον σχολιασμό του, ο οποίος αναφέρεται στην πρόσληψη των έργων και των τάσεων τη στιγμή της εμφάνισής τους, ο Αργυρίου προτείνει μια νέα, συγχρονική, προσέγγισή τους: μια θεώρηση που θα μπορούσε να ονομαστεί μικροϊστορική, γιατί κοιτάζει τα λογοτεχνικά γεγονότα πριν από τη διαχρονική αξιολόγησή τους σε μείζονα ή ελάσσονα. Θα έλεγα ότι το έργο αυτό είναι ένα είδος παρακαταθήκης των ζυμώσεων που τελούνται στη λογοτεχνία μας κατά τη συγκεκριμένη περίοδο. Διότι εκδιπλώνει μιαν ευρύτατη ύλη, ως επί το πλείστον αθησαύριστη, ύλη ανεκμετάλλευτη, κυρίως των λογοτεχνικών περιοδικών. Ενταγμένος από τα φοιτητικά του χρόνια στον χώρο της Αριστεράς, ο Αργυρίου είναι μαζί με τον Μανόλη Αναγνωστάκη οι πρώτοι αριστεροί αντιδογματικοί κριτικοί μας μετά τον Πόλεμο, οι πρώτοι που μίλησαν για τη λογοτεχνία χωρίς ιδεολογικές παρωπίδες- ένα στοιχείο που είμαι βέβαιος ότι ο Αργυρίου θα ήθελε να μη λησμονηθεί σε μια νεκρολογία του.

Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.