Πριν από μερικές μέρες, στις 18/5, γιορτάστηκε η παγκόσμια ημέρα των Μουσείων. Τα τελευταία χρόνια και οπωσδήποτε με καθυστέρηση, γίνονται αρκετές συζητήσεις και στη χώρα μας σχετικά με τους στόχους και τους τρόπους έκθεσης των μουσείων αλλά και γενικότερα για την επιστήμη της μουσειολογίας. Διατυπώνονται θεωρητικές θέσεις, μερικές φορές ίσως νεφελώδεις ή και υποκειμενικές, ενώ συγχρόνως παραβλέπονται και αποσιωπούνται ορισμένα αυτονόητα πράγματα. Οταν πρόκειται να προγραμματισθεί η μόνιμη έκθεση ενός αρχαιολογικού μουσείου θα πρέπει, πρώτα απ΄ όλα, να λαμβάνονται υπόψη τα ίδια τα αρχαιολογικά αντικείμενα που φυλάσσονται σε αυτό. Με άλλα λόγια η δομή της έκθεσης θα πρέπει να έχει ως άξονα το υλικό που υπάρχει στο μουσείο και που προσδιορίζει τη φυσιογνωμία του και όχι μια θεωρητική σύλληψη που μικρή σχέση έχει με αυτό. Πρέπει ακόμη να θεωρείται δεδομένο ότι τα μουσεία απευθύνονται πρωτίστως στο ευρύ κοινό και ότι στοχεύουν πάνω απ΄ όλα στον εμπλουτισμό των γνώσεων και στην ανύψωση του μορφωτικού επιπέδου των επισκεπτών τους. Οι ειδικοί δεν χρειάζονται μουσεία αλλά χώρους μελέτης και δυνατότητα πρόσβασης στις αποθήκες των μουσείων.

Οι επικεφαλής ενός αρχαιολογικού μουσείου- δηλαδή οι αρχαιολόγοιέχοντας ως αφετηρία το υλικό που αυτό διαθέτει, θα πρέπει να αποφασίζουν σε ποιο κοινό επιθυμούν να απευθυνθούν, ποιο θα είναι δηλαδή το μορφωτικό επίπεδο των εν δυνάμει επισκεπτών τους οποίους θα ήθελαν κυρίως να λάβουν υπόψη κατά την παρουσίαση των εκθεμάτων. Αφού προσδιορισθεί η παραπάνω παράμετρος, θα πρέπει να ακολουθήσει η μελέτη που αφορά στον τρόπο παρουσίασης των εκθεμάτων, στο πληροφοριακό υλικό που θα τα συνοδεύει, στα εποπτικά μέσα που θα υποβοηθούν στην κατανόησή τους και θα κάνουν για τους επισκέπτες πιο ελκυστική την προσέγγισή τους και διάφορα άλλα συναφή θέματα. Για την πραγμάτωση όλων των παραπάνω είναι αυτονόητο ότι απαιτείται συνεργασία αρκετών ειδικοτήτων. Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στον τρόπο με τον οποίο το μουσείο θα επιλέξει να προσφέρει τη γνώση στους επισκέπτες του. Η εποχή μας προσφέρει τη δυνατότητα χρήσης πολλών ελκυστικών μέσων και πρωτίστως Η/Υ, με τους οποίους η διάχυση της γνώσης επιτυγχάνεται ευκολότερα. Ωστόσο, όταν σε ένα μουσείο η γνώση προσφέρεται πρωτίστως με τέτοια μέσα, ελλοχεύει ο κίνδυνος πολλοί από τους επισκέπτες του και ιδιαίτερα οι νέοι, να δαπανούν τον περισσότερο χρόνο τους μπροστά στους Η/Υ και λιγότερο μπροστά στα ίδια τα εκθέματα. Ετσι, η αλόγιστη χρήση Η/Υ στα αρχαιολογικά μουσεία και γενικότερα στα μουσεία ενέχει τον κίνδυνο της αυτοκατάργησής τους αφού, μέσω της ιστοσελίδας, ο κα θένας θα μπορεί να γνωρίζει τα εκθέματα ενός μουσείου και το πληροφοριακό υλικό που τα συνοδεύει χωρίς καν να το επισκέπτεται.

Είναι αδύνατο ένα μουσείο να απευθύνεται με την ίδια επιτυχία σε όλα τα μορφωτικά στρώματα και σε όλες τις ηλικίες των εν δυνάμει επισκεπτών του. Πρόκειται ωστόσο για αδυναμία που μπορεί, ως ένα βαθμό, να θεραπεύεται. Αρκεί το κάθε μουσείο να διαθέτει, εκτός από τους χώρους των μόνιμων εκθέσεών του, και χώρους που να μπορούν να φιλοξενούν προσωρινές εκθέσεις διάρκειας ενός ή δύο ετών, με θεματικό, ειδολογικό κ.ά. περιεχόμενο και με εκθέματα προερχόμενα και από άλλα μουσεία. Οι εκθέσεις αυτές θα απευθύνονται λ.χ. σε μαθητές διαφόρων ηλικιών, σε πιο υποψιασμένους επισκέπτες με μεγαλύτερες δυνατότητες πρόσληψης και αφομοίωσης πληροφοριών ή ακόμη και σε άτομα με ειδικά επιστημονικά ή επαγγελματικά ενδιαφέροντα. Με τον τρόπο αυτό τα μουσεία θα ανανεώνουν διαρκώς το περιεχόμενό τους και, όπως είναι εύλογο, και το ενδιαφέρον του κοινού γι΄ αυτά. Συγχρόνως θα αποβάλλουν το στατικό χαρακτήρα τους που συχνά τα χαρακτηρίζει και τα μεταμορφώνει σε… νεκροταφεία. Αλλά και οι μόνιμες εκθέσεις θα μπορούν να ανανεώνονται όχι μόνο με την προσθήκη νέων εκθεμάτων, αλλά και με την αλλαγή του εποπτικού υλικού και των κειμένων που συνοδεύουν τα εκθέματα. Οπως είναι γνωστό, τα τελευταία εκπέμπουν ποικίλα όσο και μεταβαλλόμενα νοήματα, τα οποία δεν είναι δυνατόν να παρουσιάζονται όλα σε μια έκθεση. Στους υπευθύνους των μουσείων επαφίεται να επιλέγουν κάθε φορά και να επικεντρώνονται στα νοήματα εκείνα που, διάφορες παράμετροι μιας συγκεκριμένης χρονικής στιγμής, τα καθιστούν επίκαιρα και πιο ενδιαφέροντα. Οπως και στην περίπτωση των μόνιμων εκθέσεων, η επιλογή του υλικού των περιοδικών εκθέσεων θα πρέπει να γίνεται από εξειδικευμένο προσωπικό που αποδεδειγμένα θα διαθέτει τις απαιτούμενες γνώσεις. Η δημοσιοϋπαλληλική ιεραρχία δεν μπορεί να παίζει πρωτεύοντα ρόλο σε επιστημονικούςερευνητικούς οργανισμούς, όπως είναι τα μουσεία.

Σε παλιότερες εποχές επισκέπτες των μουσείων ήταν κυρίως ειδήμονες και άτομα, ως επί το πλείστον, υψηλού μορφωτικού επιπέδου. Σήμερα όμως επιβάλλεται από τη λειτουργία τους, που είναι και ιδιαίτερα δαπανηρή, να επωφελούνται όσο το δυνατόν πλατύτερες μάζες. Μια θετική ένδειξη ότι ο στόχος αυτός επιτυγχάνεται θα είναι αν οι επισκέπτες των μουσείων από παθητικοί δέκτες πληροφοριών αρχίσουν να μεταμορφώνονται σε ενεργούς «καταναλωτές» των πολιτισμικών «προϊόντων» που αυτά προσφέρουν.

Ο κ. Μιχάλης Α. Τιβέριος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.