Χαίρομαι που το μαρτιάτικο «Βήμα Ιδεών» προσεταιρίσθηκε τον επίτιτλο των δύο προηγούμενων μονοτονικών, για να επιγράψει το ομόθεμό του αφιέρωμα. Μόνο που χρησιμοποιεί τους δύο όρους της προκείμενης συζυγίας σάμπως να είναι συνώνυμοι (ή και αντώνυμοι), δημιουργώντας δύσχρηστη σύγχυση, αποτυπωμένη και σε κάποια κείμενα του αφιερώματος. Οι δεκαοκτώ αφιερωτές του οποίου είναι, με τρεις μόνον αποκλίσεις, πανεπιστημιακοί δάσκαλοι θεωρητικών και θετικών σχολών, ενώ υπολείπονται εμφανώς οι φιλόλογοι. Προσωπικά επιμένω ότι το ζεύγος «παιδεία και εκπαίδευση» πρέπει να νοείται και να εφαρμόζεται συνάμα ως σύζευξη και διάζευξη, προκειμένου οι όροι του να συμβάλλουν, με τις ομοιότητες και τις διαφορές τους, στην αμοιβαία ανταλλαγή ωφέλιμων στοιχείων και όχι (όπως συχνά συμβαίνει) ανυποχώρητων αμαρτημάτων (σε πράξεις και σε πρόσωπα). Συνοψίζω πάντως, για όσους αγνοούν τα προηγούμενα μονοτονικά, τους βασικούς χαρακτήρες που συστήνουν τόσο τη συμμαχική όσο και την αντίπαλη σχέση παιδείας και εκπαίδευσης.

Αν ως κοινός παρονομαστής αναγνωρίζεται η διαβαθμισμένη γνώση και μάθηση, οι διακριτοί αριθμητές δείχνουν ότι εξ ορισμού, σε δεοντολογικό έστω επίπεδο: η παιδεία είναι περισσότερο ανοιχτή μέθοδος, ενώ η εκπαίδευση κυρίως συστηματική πράξη· η παιδεία είναι λειτουργία κατά βάση ελεύθερη, σε αντίθεση προς την εκπαίδευση που ελέγχεται προπάντων εντεταλμένη και εντελλόμενη· η παιδεία είναι προαιρετική, αλλά η εκπαίδευση κατά νόμον υποχρεωτική· τέλος, η παιδεία ασκεί έρευνα και παράγει νέα γνώση, την ώρα που η εκπαίδευση διδάσκει κεκτημένη γνώση και κατά κανόνα αντιστέκεται σε πειραματικού τύπου δοκιμές.

Τους όρους αυτούς πιστεύω πρέπει να σεβαστεί κάθε σοβαρός διάλογος (και αντίλογος) μεταξύ πανεπιστημιακής παιδείας και γενικής εκπαίδευσης, υπό τον όρο ότι οι διαλεγόμενοι γνωρίζουν εξ επαφής και τους δύο χώρους και πράγματι ενδιαφέρονται για την προκοπή τους, διαβαθμίζοντας τα προβλήματα από τη βάση προς την κορυφή και συνεισφέροντας έμπρακτα δείγματα για τη λύση τους. Παραμένοντας στον χώρο της Μέσης Εκπαίδευσης, που μου είναι και διδακτικά οικείος, εκτιμώ ότι η καθήλωσή της σε προβληματικό πια επίπεδο οφείλεται προπάντων στα ισχύοντα αναλυτικά προγράμματα και στα παρεπόμενα, διδακτικά και εξεταστικά, εγχειρίδια, που ευνοούν όχι μόνον τη μηχανική αποστήθιση και αντιγραφή αλλά και τη φροντιστηριακή μηχανή.

Τούτο ισχύει κατ΄ εξοχήν για τα εγχειρίδια γυμνασιακής και λυκειακής αρχαιογνωσίας και αρχαιογλωσσίας που, εμπρόθετα ή απρόθετα, επιβαρύνονται από επαναλαμβανόμενα αρχαιολατρικά ιδεολογήματα, για τα οποία ευθύνονται κάποιοι (τεθνεώτες και ζώντες) πανεπιστημιακοί δάσκαλοι. Θα επιμείνω, εν όψει μάλιστα ομότιτλου (ερευνητικού, συγγραφικού και εκδοτικού) προγράμματος, από το οποίο προέκυψαν ήδη επτά πειραματικά εγχειρίδια, όπου τίθεται έμπρακτα το προκείμενο πρόβλημα και προτείνονται δοκιμαστικές (και δόκιμες ελπίζω) λύσεις του.

Σ΄ αυτό το πλαίσιο προτείνεται η εγγραφή της Αρχαιογνωσίας και της Αρχαιογλωσσίας σ΄ ένα τετράγωνο, όπου λειτουργούν ως γωνίες βάσεως, ενώ τις γωνίες κορυφής καταλαμβάνουν αντιστοίχως η Νεογνωσία και η Νεογλωσσία. Ετσι οι σχέσεις των τεσσάρων όρων γίνονται συνάμα: οριζόντιες, κάθετες και διαγώνιες. Ενδιαφέρει επομένως καταρχήν η οριζόντια σχέση αρχαιογνωσίας και αρχαιογλωσσίας αφενός, νεογνωσίας και νεογλωσσίας αφετέρου. Ενδιαφέρει όμως εξίσου η κάθετη σχέση αρχαιογνωσίας και νεογνωσίας, όπως επίσης και αρχαιογλωσσίας και νεογλωσσίας. Πρωταρχικό πάντως ζητούμενο παραμένει να ενταχθούν οι τέσσερις αυτοί όροι (οι δύο αρχαιοελληνικοί και οι άλλοι δύο νεοελληνικοί) στα ιστορικά τους συμφραζόμενα και να εκτιμηθούν κατά βάση ως ισότιμοι.

Ειδικότερα: α) η αρχαιογνωσία να μοιραστεί σωστά και δίκαια μεταξύ Ελλάδας και Ρώμης· β) η αρχαιογνωσία να διακριθεί σε έργα λόγου και σε έργα εικαστικά· γ) η αρχαιογνωσία να θεωρηθεί περιέχουσα έννοια της περιεχόμενης αρχαιογλωσσίας, και όχι αντιστρόφως· δ) η αρχαιογλωσσία να μην προβάλλεται αυθαίρετα ως αξεπέραστο πρότυπο και μέτρο ελέγχου της νεογλωσσίας· πολύ περισσότερο της νεογνωσίας. Με άλλα λόγια, χωρίς να υποτιμάται η ιστορική τιμή της αρχαιογνωσίας και της αρχαιογλωσσίας: α) να μην ταυτίζονται αυθαίρετα οι δύο αυτοί όροι μεταξύ τους· β) να μη μυθοποιείται ο, εκτελεστικός έτσι κι αλλιώς, συντελεστής της αρχαιογλωσσίας· γ) να μη λειτουργεί το ζεύγος των δύο αυτών όρων ως ιδεολογικού τύπου προγεφύρωμα για εθνικού τύπου υπεροψία ή και υστερία· δ) αρχαιογνωσία και αρχαιογλωσσία να μη χρησιμοποιούνται ως άλλοθι για υποτίμηση και καταπίεση της νεογνωσίας και της νεογλωσσίας. Συνεχίζεται.