«ΠΛΗΡΩΣΤΕ να τελειώνουμε με αυτή την ιστορία»
λέγεται ότι είπαν οι απαγωγείς του Περικλή Παναγόπουλου σε κάποια από τις συνομιλίες τους με την οικογένειά του. Αυτά είναι σίγουρα λόγια δικά του και όχι των απαγωγέων του. Ο Περικλής Παναγόπουλος είναι ο κατ΄ εξοχήν άνθρωπος που τέλειωνε τις ιστορίες. Οχι όλες όμως. Μερικές τον ταλανίζουν ακόμη. Ο Περικλής Παναγόπουλος πολλές φορές έκανε υπερβάσεις που άλλος θα τρόμαζε ακόμη και στο άκουσμά τους. Κάποιες από τις υπερβάσεις αυτές ώθησαν πολλούς να πιστέψουν ότι
έχουν απέναντί τους έναν άνθρωπο «που δεν είναι καν άνθρωπος, αλλά ένα ον ικανό να ορίσει τη μοίρα του ως την τελευταία λεπτομέρεια», όπως λέει με κάποια υπερβολή, αλλά προφανή θαυμασμό, παλαιός εφοπλιστής. Ποιος όμως μπορεί να υπερβεί την ανθρώπινη διάστασή του; Κανένας. Ούτε ο Περικλής Παναγόπουλος, ο άνθρωπος των οριακών αποφάσεων και των μεγάλων στιγμών. Οπως όλοι, κάποια στιγμή έφτασε να τον βασανίζουν τα πολύ απλά, αλλά συνάμα πολύπλοκα, ανθρώπινα ζητήματα· όπως παραδείγματος χάριν οι σχέσεις του με τα παιδιά του, που τα τελευταία χρόνια πέρασαν από τα σαράντα κύματα.

Σε τι θα μπορούσε να ελπίζει ένα ορφανό νέο παιδί μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου; Ο πατέρας του είχε χαθεί στη διάρκεια του πολέμου- άλλοι λένε στην Αντίσταση και άλλοι στη διάρκεια του Εμφυλίου. Εμεινε μόνος με τη μητέρα του, μια Κωνσταντινουπολίτισσα που συγγένευε με τον Ευγένιο Ευγενίδη, τον νούμερο ένα έλληνα εφοπλιστή την εποχή εκείνη.

Η χήρα μητέρα του σπεύδει στον Ευγένιο Ευγενίδη και του ζητεί να τη βοηθήσει να μη χαθεί το παιδί της, να επιβιώσει. Να πηγαίνει σχολείο και να δουλεύει. Οπου να ΄ναι, αρκεί να μάθει μια τέχνη για να μπορέσει να βρει τον δρόμο του και να μη χαθεί εδώ και εκεί, όπως τόσα και τόσα παιδιά της άτυχης γενιάς του.

Ο Ευγένιος Ευγενίδης ανταποκρίνεται στο αίτημα της μάνας και αναλαμβάνει την ευθύνη του παιδιού. Να το προστατεύσει, να μάθει γράμματα και να δουλέψει… και βλέπουμε. Ο νεαρός Περικλής Παναγόπουλος πηγαίνει σχολείο και όταν δεν διαβάζει εργάζεται στα κρουαζιερόπλοια της Ηome Lines, μιας από τις σημαντικότερες διεθνώς εταιρείες κρουαζιεροπλοίων της εποχής, η οποία ανήκει στον Ευγένιο Ευγενίδη. Στη συνέχεια και μετά το τέλος των μαθητικών του χρόνων ο μέντοράς του δεν τον εγκαταλείπει. Τον στέλνει στην Ελβετία όπου φοιτά στη σχολή Εcole Superieur de Commerce. Μετά το τέλος των σπουδών του προσλαμβάνεται στη Ηome Lines όπου εργάζεται ως εκπαιδευόμενος. Εχει πια πάρει τον δρόμο του και αυτός ο δρόμος δεν είναι άλλος από τη θάλασσα.

Η «πώληση του αιώνα»
Τα χρόνια που ακολουθούν περνά από διάφορες θέσεις στη Ηome Lines, σε διάφορα σημεία του πλανήτη, μια πορεία που τον διδάσκει να είναι άνθρωπος του κόσμου και των ανοικτών οριζόντων. Την ίδια ώρα ο τομέας των κρουαζιεροπλοίων είναι αυτός στον οποίο κερδίζει πλέον το ψωμί του και συνάμα είναι ο τομέας αυτός που μερικά χρόνια αργότερα θα τον βάλει στον χάρτη της παγκόσμιας ναυτιλιακής βιομηχανίας ως… διαχειριστή-φαινόμενο. Το 1965 αισθάνεται ότι ο κύκλος του στη Ηome Lines έχει πλέον κλείσει και έτσι παίρνει τη μεγάλη απόφαση να αποχωρήσει. Τότε για πρώτη φορά κατεβαίνει στον Πειραιά προκειμένου να αναλάβει τη γενική διεύθυνση της Sun Line του Μπάμπη Κιοσέογλου. Τι άλλο να περιμένει κανείς από ένα ορφανό παιδί του πολέμου; Εχει κάνει πλέον τα πάντα και τώρα θα γίνει γενικός διευθυντής σε μια μεγάλη εταιρεία σύμφωνα με τα δεδομένα της εποχής.

Του Περικλή Παναγόπουλου όμως δεν του έφταναν όλα αυτά και έτσι το 1971 αποχωρεί από τη Sun Line έχοντας πάρει τη μεγάλη απόφαση να φτιάξει τη δική του εταιρεία, τη Royal Cruise Lines. Μεγαλουργεί παρουσιάζοντας ένα άγνωστο ως τότε προφίλ, αυτό του διαχειριστή που ξέρει καλά το αντικείμενό του, και κάνει όλα όσα δεν μπορούσε στις εταιρείες όπου είχε εργαστεί έως τότεως διευθυντής μεν, υπάλληλος δε. Σύντομα η Royal Cruise Lines διαθέτει τρία κρουαζιερόπλοια, εκ των οποίων τα δύο ήταν νεοναυπηγημένα για λογαριασμό της και το τρίτο μεταχειρισμένο.

Η πληρότητα αυτών των τριών πλοίων είναι κάτι το μοναδικό και κανένας δεν φαίνεται ικανός στη διεθνή βιομηχανία των κρουαζιεροπλοίων να τον ανταγωνιστεί αυτή τη χρονική στιγμή. Η Royal Cruise Lines βρίσκεται στο ζενίθ και ο Περικλής Παναγόπουλος την πουλάει σε Νορβηγούς και συγκεκριμένα στην Closter αντί του ποσού-μαμούθ την εποχή εκείνη των 300 εκατ. δολαρίων.

Η παγκόσμια ναυτιλιακή βιομηχανία μένει άφωνη. Πώς το έκανε αυτό; Γιατί πούλησε μια εξαιρετική εταιρεία με εκπληκτικές επιδόσεις; Ο διεθνής ναυτιλιακός Τύπος, που πάντα διατηρούσε προνομιακή σχέση με τον έλληνα διαχειριστή από την εποχή της Ηome Lines, ήδη μιλάει για τη «πώληση του αιώνα» στη ναυτιλία. Και όντως με τα δεδομένα της εποχής το ποσό των 300 εκατ. δολαρίων ήταν εξωπραγματικό.

Η σωστή τιμή
Στις ερωτήσεις όλων γιατί πούλησε, ο Περικλής Παναγόπουλος απαντά με απόλυτη φυσικότητα ότι τα πάντα μπορούν να πωληθούν όταν η τιμή είναι αυτή που πρέπει, παρουσιάζοντας τότε μια νέα εκδοχή του χαρακτήρα του που κανένας δεν γνώριζε· αυτήν ενός επιχειρηματία που δεν δένεται με τα πράγματα. Η οπτική αυτή τον βοήθησε όλα αυτά τα χρόνια να αποστασιοποιείται ακόμη και από τις δικές του ενέργειες και να μπορεί να τις κρίνει με εντιμότητα.

Αυτό το χαρακτηριστικό του τον έκανε αναγκαίο στη ναυτιλιακή βιομηχανία, γιατί η φωνή του ήταν απαλλαγμένη από το βάρος των επιχειρηματικών του κινήσεων. Με απίστευτη άνεση ο Περικλής Παναγόπουλος μπορούσε να αποστασιοποιηθεί αρθρώνοντας έναν λόγο που αφορούσε το όλον της ναυτιλίας και όχι μόνον τα δικά του στενά συμφέροντα, λέγοντας ακόμη και πράγματα που δεν τον συνέφεραν ως επιχειρηματία. Αυτή η έντιμη στάση απέναντι στη ναυτιλία εκτιμήθηκε και εξακολουθεί να εκτιμάται βαθιά από τους συναδέλφους του, αλλά και από τους ανταγωνιστές του.

Αμέσως μετά τη Royal Cruise Lines ο Περικλής Παναγόπουλος έβαλε μπροστά το νέο φιλόδοξο σχέδιό του, σύμφωνα με το οποίο μπορούσε να μεταφέρει ένα σημαντικό μέρος της κουλτούρας της κρουαζιέρας στην ακτοπλοΐα. Αυτή η μεταφορά τεχνογνωσίας απαιτούσε νέα πλοία και αυτά τα νέα πλοία έπρεπε να έχουν άλλο ένα χαρακτηριστικό: έπρεπε να ταξιδεύουν γρήγορα, γρηγορότερα από τα άλλα, διότι αυτό θα ήταν το κύριο ανταγωνιστικό τους όπλο, τουλάχιστον τον πρώτο καιρό.

Ετσι γεννήθηκε η ιδέα των Superfast Ferries που δρομολογήθηκαν στις γραμμές Ελλάδας- Ιταλίας μειώνοντας σχεδόν κατά 16 ώρες τον χρόνο του ταξιδιού, προσφέροντας συγχρόνως ανέσεις και ένα επίπεδο υπηρεσιών που την εποχή εκείνη μόνο σε κρουαζιέρα μπορούσες να συναντήσεις.

Πολλοί έλεγαν ότι επρόκειτο για ένα πείραμα και μάλιστα ιδιαίτερα τολμηρό. Ολοι έδειχναν να ανησυχούν για την τύχη του εγχειρήματος- εκτός από εκείνον, που είχε και κάθε λόγο να ανησυχεί. Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία είχε αποκόψει τελείως τη σύνδεση της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης με τη Μεσόγειο και την Ανατολή. Κανένας δεν μπορούσε να διέλθει πλέον με ασφάλεια από την περιοχή της πρώην Γιουγκοσλαβίας, ούτε το οδικό δίκτυο αλλά ούτε και τον Δούναβη. Η μόνη διέξοδος ήταν η διαδρομή μέσω Ιταλίας και ο Περικλής Παναγόπουλος υπήρξε κάτι περισσότερο από… Αγγλος στο ραντεβού του με την απόλυτη επιτυχία. Τα Superfast ήταν εκεί, στην Πάτρα, και περίμεναν.

Σύντομα ο Περικλής Παναγόπουλος αναδείχθηκε στον απόλυτο κυρίαρχο των γραμμών ΕλλάδαςΙταλίας υποχρεώνοντας όσους ήθελαν να τον ακολουθήσουν σε αυτή την ξέφρενη κούρσα να σπεύσουν στα ναυπηγεία για νέες και σύγχρονες μονάδες, διότι όσοι προσπαθούσαν να τον ανταγωνιστούν με τον υπάρχοντα στόλο τους δεν είχαν καμία απολύτως τύχη.

Ο άσπονδος ανταγωνιστής
Τότε οι μόνοι που έδειξαν ετοιμότητα και κυρίως θάρρος να σταθούν απέναντί του ήταν οι Μινωικές Γραμμές και για να είμαστε πιο ακριβείς ο Παντελής Σφηνιάς, ο οποίος αναδείχθηκε στον νούμερο ένα άσπονδο ανταγωνιστή του τα επόμενα χρόνια. Κατά καιρούς ο Περικλής Παναγόπουλος είχε κληθεί να αντιμετωπίσει πολλούς και διαφορετικούς ανταγωνιστές. Κανένας όμως δεν ήταν όπως ο Παντελής Σφηνιάς. Ειδικά την περίοδο κατά την οποία ο Παντελής Σφηνιάς είχε αναπτύξει ιδιαίτερα στενές σχέσεις με το ΠαΣοΚ, την ίδια περίοδο δηλαδή που είχε βάλει σε εφαρμογή το σχέδιό του για τη δημιουργία του «μετρό του Αιγαίου», ο Περικλής Παναγόπουλος ήταν όπως το θηρίο στο κλουβί. «Εγώ είμαι εφοπλιστής και δεν μπορώ να σχολιάζω τις κινήσεις ναυτικών πρακτόρων» έλεγε όταν του ζητούσε κάποιος να αναφερθεί στις κινήσεις του Παντελή Σφηνιά. Από την πλευρά του ο Παντελής Σφηνιάς φρόντιζε κατά καιρούς να ρίχνει λάδι στη φωτιά δηλώνοντας ότι «δεν φοβάται κανέναν», προσθέτοντας ότι «δεν θα είχε κανένα πρόβλημα να καθήσει στο ίδιο τραπέζι με τον κ.Παναγόπουλο».

Ο κ. Παναγόπουλος πάλι άφηνε να εννοηθεί ότι ο Παντελής Σφηνιάς ήταν ένα φαινόμενο των καιρών. Ενας εμιγκρές της ακτοπλοΐας που δεν είχε καμία σχέση με τον χώρο, διότι εκμεταλλευόταν τις συνθήκες χωρίς να διακινδυνεύει τίποτε.

Με την απόσταση του χρόνου που μας χωρίζει από τις εποχές εκείνες θα μπορούσε να πει κανείς ότι με κάποιο περίεργο τρόπο ο ένας έτρεφε τον εγωισμό του άλλου. Ο ένας έδινε λόγους στον άλλο να τροφοδοτεί έναν αέναο κύκλο αντιπαραθέσεων και υπερβολών, αλλά και κινήσεων και αποφάσεων που άλλαξαν για πάντα την ελληνική ακτοπλοΐα.

«Το βασίλειο του Ηρακλείου»
Ο Περικλής Παναγόπουλος όμως δεν σταμάτησε στη Superfast Ferries. Πάντα τον ενδιέφερε η εσωτερική ακτοπλοΐα και ακόμη περισσότερο τον ενδιέφερε η Κρήτη. Ηθελε να δρομολογήσει πλοίο του στην Κρήτη, κάτι που φάνταζε πολύ δύσκολο εκείνη την εποχή. Είχε όμως σκεφθεί τα πάντα. Αν τον άφηναν, θα έμπαινε στο σπίτι των κυριότερων ανταγωνιστών των, των Μινωικών Γραμμών. Αν δεν τον άφηναν, όπως και έγινε, τότε θα εξέθετε την κυβέρνηση, καταδεικνύοντας έτσι ότι κάτι σάπιο υπάρχει στο «βασίλειο του Ηρακλείου».

Σταθερά όλη αυτή την περίοδο ο Περικλής Παναγόπουλος αναφερόταν στην ανάγκη πλήρους απελευθέρωσης των ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών, επισημαίνοντας ότι μόνο ο ανταγωνισμός μπορούσε να προσφέρει ανάπτυξη για τα νησιά και έναν σύγχρονο στόλο.

Οι εξελίξεις με το ναυάγιο του «Εξπρές Σαμίνα» τον δικαίωσαν με τον πιο τραγικό τρόπο και κυρίως με έναν τρόπο που δεν ευχόταν ούτε στον χειρότερο εχθρό του, τον Παντελή Σφηνιά. Οσα ακολούθησαν κατόπιν στην ελληνική ακτοπλοΐα φαίνονταν ότι δεν μπορούσαν να τον ικανοποιήσουν.

Συνέχισε βεβαίως με την Βlue Star Ferries να προσφέρει υπηρεσίες υψηλού επιπέδου στην εσωτερική ακτοπλοΐα, αλλά μάλλον αισθανόταν ότι ο τρόπος με τον οποίο επιτεύχθηκε ο στόχος της απελευθέρωσης των ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών δεν δικαίωνε πλέον αυτή την επιλογή.

Αντιθέτως τη φόρτιζε αρνητικά. Πίσω της υπήρχαν οι νεκροί του «Εξπρές Σαμίνα» και η αυτοκτονία του Παντελή Σφηνιά. Ο Περικλής Παναγόπουλος ήξερε ότι θα χρειάζονταν χρόνια για να ξεπεραστεί το σοκ και ήδη είχε χαθεί πολύτιμος χρόνος.

Αν και απογοητευμένος από τον τρόπο με τον οποίο οι κυβερνήσεις διαχειρίζονταν την ελληνική ακτοπλοΐα, ο κ. Παναγόπουλος δεν θέλησε να χάσει το επιθετικό επιχειρηματικό πνεύμα του, το οποίο φρόντιζε να τονώνει κατά καιρούς με την εξαγορά μετοχών άλλων ακτοπλοϊκών εταιρειών. Ακόμη και μεγαλομέτοχος των Μινωικών Γραμμών έφτασε να γίνει.

Οταν ξύπνησαν οι παλαιές έριδες
Ενα πρωινό, όταν πια η υγεία του είχε κλονισθεί ανεπανόρθωτα, χαμήλωσαν οι τόνοι και το… ον που δεν κάνει ποτέ λάθος έδωσε τη θέση του στον άνθρωπο Παναγόπουλο, που ένιωσε την ανάγκη να δει τα πράγματα λίγο πιο αποστασιοποιημένα.

Οταν θέλησε να πάρει τις αποφάσεις του παλαιές έριδες μέσα στην οικογένεια ξύπνησαν. Τα παιδιά του απομακρύνθηκαν από αυτόν. Ο γιος του Αλέξανδρος αποχώρησε με μια προίκα 140 εκατ. ευρώ- κατ΄ άλλους 150 εκατ. ευρώ- προς αναζήτηση νέων ευκαιριών στη βιομηχανία της κρουαζιέρας που εξαιτίας του πατέρα του είχε αγαπήσει από μικρός.

Η κόρη του Ειρήνη παρέμεινε δίπλα του στη Μagna Μarine, μια εταιρεία διαχείρισης φορτηγών πλοίων, αλλά και οι δικές της σχέσεις με τον πατέρα της ήταν κλονισμένες. Η απαγωγή του Περικλή Παναγόπουλου συνέπεσε με μια περίοδο κατά την οποία πατέρας και κόρη είχαν αρχίσει να έρχονται ξανά κοντά ο ένας στον άλλο.

Ολα αυτά συνέβησαν μετά την απόφασή του να πουλήσει, για άλλη μια φορά, τον όμιλο Αttica, τη Superfast Ferries και την Βlue Star Ferries στη Μarfin του κ. Ανδρέα Βγενόπουλου τον Φεβρουάριο του 2008. Ακόμη και αυτή η πώληση, όμως, η οποία επιβλήθηκε από άλλους λόγους, μη επιχειρηματικούς, μόνο ως μία ακόμη απόδειξη του επιχειρηματικού ταλέντου του μπορεί να εκληφθεί· και αυτό διότι κανένας τώρα πια δεν μπορεί να διακρίνει πού τελειώνει το επιχειρηματικό ον που ονομάζεται Περικλής Παναγόπουλος και πού ξεκινά ο άνθρωπος που βιώνει την ύπαρξή του με όλες τις αδυναμίες της. Σχέσεις στην κόψη του ξυραφιού
Ηαπόφαση του Περικλή Παναγόπουλου πριν από χρόνια να πάρει διαζύγιο από την πρώτη σύζυγό του υπήρξε η αρχή των συγκρούσεων με τα παιδιά του. Οταν παντρεύτηκε τη νυν σύζυγό του Κατερίνα οι σχέσεις του με τον Αλέξανδρο και την Ειρήνη έφθασαν σε οριακό σημείο και πολλές φορές κινήθηκαν στην κόψη του ξυραφιού. Ακόμη και οι πολύ δύσκολες στιγμές της ομηρείας του, αυτές τις ημέρες, δεν κατάφεραν να γεφυρώσουν το χάσμα μεταξύ των παιδιών του και της δεύτερης συζύγου του Κατερίνας. Η απόσταση που χωρίζει τον Αλέξανδρο Παναγόπουλο, την αδελφή του Ειρήνη Παναγοπούλου και τη νυν σύζυγό του ήταν κάτι περισσότερο από ευδιάκριτη όλες αυτές τις ημέρες. Και το σημαντικότερο; Κανένας τους δεν ένιωσε την ανάγκη να κρύψει έστω και για λίγο το πρόβλημα. Από την περασμένη Δευτέρα το πρωί έως και τώρα ακόμη δεν είναι ξεκάθαρο ποιος επικοινωνεί με τους απαγωγείς του Περικλή Παναγόπουλου. Αρχικά ειπώθηκε ότι τις διαπραγματεύσεις τις έχει αναλάβει ο Αλέξανδρος, ο οποίος επέστρεψε εσπευσμένα από την Ισπανία όπου βρισκόταν για επαγγελματικούς λόγους. Την Τρίτη και την Τετάρτη οι πληροφορίες υποστήριζαν ότι τις διαπραγματεύσεις δεν τις κάνει μόνος του ο Αλέξανδρος, αλλά μαζί με την κυρία Κατερίνα Παναγοπούλου. Την Πέμπτη δεν υπήρχε πουθενά ο Αλέξανδρος. Μόνη η κυρία Παναγοπούλου εμφανιζόταν να διαπραγματεύεται με τους απαγωγείς την απελευθέρωση του συζύγου της. Τόσο τα παιδιά του, όμως, όσο και η σύζυγός του υπέφεραν το ίδιο από αυτό το τραγικό συμβάν.