Αναζητώντας ερείσματα στο είδος εκείνο της τηλεοπτικής δημοσιογραφίας που βυθίζει την καθημερινότητα των Ελλήνων στον βούρκο, η κυβέρνηση πολιτεύεται υποστηρίζοντας πως καταγγέλλει τη βία. Εντάξει. Ομως τη βία την καταγγέλλουν όλοι. Το θέμα είναι τι την προκαλεί; Και εδώ ανακύπτει ένα βασικό ερώτημα: Θα μιλήσουμε επιτέλους σοβαρά για το πρόβλημα της διάχυτης παραβατικότητας ή θα επιμείνουμε στην ξύλινη θεωρία των μεμονωμένων συμβάντων και της δήθεν ελληνικής ιδιαιτερότητας- που, όπως ανεκδιήγητα υποστηρίχτηκε, οφείλεται σε μια sui generis παραβατικότητα της Μεταπολίτευσης;

Πρώτη βασική διαπίστωση είναι πως ούτε η αστυνομική βία είναι μεμονωμένη (σταχυολογώ: «ζαρντινιέρα», «πράσινα παπούτσια», σύμπλευση αστυνομικών με νεοναζί, καταιγιστική χημική καταστολή ειρηνικών διαδηλώσεων), ούτε βεβαίως οι οπαδοί των δυναμικών δράσεων αποτελούνται πλέον μόνον ή κυρίως από «κουκουλοφόρους». Δεν πρόκειται για «μειοψηφίες βιαιοπραγούντων αναρχικών», όπως γράφτηκε, αλλά για κοινωνική εξέγερση. «Αλλιώς»όπως με οξυδέρκεια εξήγησε ο Λεωνίδας Κύρκος- «δεν μπορεί να εξηγηθεί το εύρος τους, το βάθος τους, η σφοδρότητα των συγκρούσεων, η γεωγραφική τους επέκταση, το πάθος και ο συγχρονισμός τους». Αυτό που οι καθεστωτικοί φορείς (προεξάρχουσας της σκληρωτικής Αριστεράς) δεν φαίνονται ικανοί να αντιληφθούν είναι οι αιτιώδεις μηχανισμοί αυτής της διευρυμένης συγκρουσιακότητας. Και σε ό,τι μεν αφορά την κυβέρνηση τα πράγματα είναι ερμηνεύσιμα. Το ενδιαφέρον της για τη νεολαία είναι άλλωστε παρεμπίπτον και αρνητικό: εστιάζεται στο πώς θα αποδεχτεί όσα της επιβλήθηκαν και επιβάλλονται- περαιτέρω εγκατάλειψη της δημόσιας παιδείας, ανασφάλιστη και εκ περιτροπής εργασία, περιθωριοποίηση.

Ομως η διεύρυνση της βίας εξίσου έντονα κατοπτρίζει και τη χρεοκοπία των αυτόκλητων κοινωνικών και πολιτικών ταγών: της «ορθοφρονούσης» διανόησης και όλων εκείνων των μηχανισμών που διαπρύσια καταγγέλλουν τη βία όχι για να την αντιμετωπίσουν αλλά για να πλήξουν τη μαχητική διεκδικητικότητα που διαισθάνονται ότι τους απειλεί. Ολων εκείνων των θεσμικών φορέων που σχεδιάζουν πορείες για τις πορείες- ως λάφυρα για την προβολή τους και το δικαίωμα να μιλούν στο όνομα όσων στην πραγματικότητα εκμεταλλεύονται· αυτών που προσεγγίζουν τις μαζικές δράσεις όχι ως μέσο παρεμπό δισης και μετασχηματισμού ενός ελλειμματικού συστήματος αλλά ως φετίχ ή αναγκαίο κακό.

Ομως οι συλλογικές δράσεις δεν έχουν στόχο τον κατευνασμό του πλήθους- όπως ανεπίγνωστα υπαινίσσονται λαλίστατοι τηλεπαρουσιαστέςαλλά τη ριζική αλλαγή του τρόπου με τον οποίο το πολιτικό σύστημα επεξεργάζεται τις ανάγκες και τα αιτήματα της κοινωνίας. Οσο αυτό δεν γίνεται αντιληπτό (ως στόχος και διεκδικητική πρακτική) τόσο οι προϋποθέσεις της παραβατικότητας θα πολλαπλασιάζονται.

Οι καταβολές της βίαιης συμπεριφοράς είναι λοιπόν διττές: Από τη μία υπάρχει ο καθ΄ ημάς νεοφιλελευθερισμός: περικοπές, ιδιωτικοποιήσεις, αδιαφανής μεταφορά πόρων στα μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα- όπως έγραψε, ο Αθανάσιος Φωκάς, «η διαπλοκή, η διαφθορά, η ατιμωρησία… τα κυκλώματα». Αποτέλεσμά τουςκαι παρά τον διαταξικό χαρακτήρα της η νεολαιίστικης εξέγερσης- είναι η δημιουργία ενός στρώματος μακροχρόνια αποκλεισμένων από τα υλικά και συμβολικά αγαθά της εποχής μας. Οσο περισσότερα τα αγαθά (και όσο πιο προκλητική η προβολή τους) τόσο μεγαλύτερη η υλική στέρηση και η βίωση του κοινωνικού αποκλεισμού.

Από την άλλη όμως η βία έρχεται να καλύψει και το καταθλιπτικό πολιτικό κενό που αφήνουν πίσω τους όσες από τις αντιπολιτευόμενες ηγεσίες είναι επιλήσμονες των καθηκόντων τους. Ηγεσίες που ενώ είναι δομικά επιφορτισμένες με την ανάδειξη των κακώς κειμένων παραβλέπουν τον ρόλο τους γενόμενες μέρος του προβλήματος αντί της λύσης.

Στο πλαίσιο του μαθήματος της Εισαγωγής στην Πολιτική Επιστήμη στο Πάντειο Πανεπιστήμιο ξεκίνησε ένας ζωντανός ηλεκτρονικός διάλογος ανάμεσα στους φοιτητές, πρωτοετής έγραψε χαρακτηριστικά: «Αυτό που κυριαρχεί εδώ και λίγες μέρες στην Ελλάδα είναι η γενικευμένη αγανάκτηση η οποία, ενώ στρέφεται ενάντια στα κακώς κείμενα της δημοκρατίας, είναι ταυτόχρονα και άμεσο απότοκό τους». Η μεγάλη πρόκληση της πολιτικής- που, παρά τις ανεπίγνωστες μεμψιμοιρίες, στις μέρες μας διαστέλλεται με γεωμετρική πρόοδο- είναι να μετατρέψει αυτή την αγανάκτηση σε δύναμη δημιουργίας.

Ο κ. Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Life Μember του Πανεπιστημίου του Cambridge (CLΗ) και γραμματέας της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης.