1. Πρίν απο τριάντα περίπου χρόνια, καμαρώναμε (δικαίως) τη ρύθμιση του ενδογλωσσικού-μας προβλήματος. Και δέν πολυδίναμε σημασία σε δύο παρενέργειες: Η μιά ήταν η κάπως φανατική εχθρότητα κατά των παλαιότερων μορφών της Ελληνικής, κι η άλλη ήταν η ανοχή που δείχναμε προς την (νεόπλουτη) τάση να μεταφράζομε απ’ την καθαρεύουσα (παράδειγμα εκείνα τα αμβλώματα: «σε κάθε περίπτωση» – αντί «πάντως», και «στη συνέχεια» – αντί «ύστερα»). Ευτυχώς, το εκκρεμές κινήθηκε λίγο καλύτερα απο την εποχή εκείνη, κι έχομε κάμποσο καταπολεμήσει τις βρεφικές μας ασθένειες – εκτός ίσως απ’ την αρβανίτικη νυφοβία («το Λάκη και το Γιώργο») και την ακυριολεξία («απλά» όταν θέλουν να πούν «απλώς» ή «άμεσα» όταν εννοούν «αμέσως»)· και κάτι λίγα ακόμα, που σταδιακώς θεραπεύονται. (Παραμένει βέβαια το τεράστιο χάσμα ελληνικής Ορολογίας – αλλ’ άς όψονται όσοι επίσημοι του 3ου ΚΠΣ με είχαν φλομώσει στις ψευδείς υποσχέσεις…).


2. Εκείνο όμως που πάει πολύ άσχημα είναι η τεχνητή (γι’ άλλη μια φορά) καταπίεση της γλώσσας, απο εξωγλωσσικές ισχυρές δυνάμεις της αρένας της Οικονομίας – γεγονός το οποίο δέν το έχει ακόμα επισημάνει (αρμοδίως) η Αριστερά! Και αναφέρομαι στην αρχοντοχωριάτικη χρήση της Αγγλικής απ’ την ελληνική Διαφήμιση, κυρίως. (Αρχοντοχωριάτικη deep για deep). Μια, διαγώνια έστω, καταγραφή του φαινομένου θέτει το πρόβλημα.


* Η συντριπτική πλειονότητα «ελληνικών» περιοδικών και φυλλάδων έχει τίτλους αγγλικούς! Ρίξτε μια ματιά στις μπουγάδες των περιπτέρων, και θα καταλάβετε τί εννοώ.


* Κάθε μοδάτος κειμενογράφος διαφημίσεων ή κυρίων άρθρων («editorials», καλέ), ρίχνει και καναδυό αγγλικούς, τεχνικούς δήθεν, όρους ανάμεσα στις αράδες.


* Ο προφορικός λόγος κάμποσων συμπολιτών-μας (νέων, ιδίως – δέν θα το πιστέψετε), έγινε εμπριμέ αγγλικής: «Ημουν στο μήτινγκ και βγήκα για μπρέηκ» – κι όλα τούτα ουχί εξ ανάγκης, βέβαια.


Το φαινόμενο δέν είναι νέο. Το είχαμε και την εποχή της μαντάμ-Σουσού, αλλα τότε καγχάζαμε – τώρα το καταπίνομε αγόγγυστα. Τι διάβολο συμβαίνει;


3. Εχω την εντύπωση οτι τα τούρκικα, μέσα σε πεντακόσια χρόνια τουρκοκρατίας (έναντι πενήντα μόνον ετών αγγλικοκρατίας) δέν είχαν καταφέρει να διεισδύσουν με την ίδια ταχύτητα στα λαϊκά ιδιώματα. Κι επιτέλους, τότε υπήρχε και μια συντεταγμένη αντίσταση: οι Λόγιοι. Σήμερα οι δικοί-μας λόγιοι είναι κακοφημισμένοι (λίγο απο μόνοι-τους, και πιό πολύ απ’ τον ιδεολογικό κονφουζιονισμό του παρόντος). Κι εξ άλλου, τότε η γλώσσα ήταν συνδεδεμένη με την εθνική αυτοσυνειδησία, η οποία θα οδηγούσε στην ποθητή Ελευθερία. Τώρα;


Τώρα, άς αποπειραθούμε μια (εμφανώς ατελή) ανάλυση της αγγλοπλημμύρας: α) Θ’ αφήσω απ’ έξω σήμερα το πρόβλημα της επιστημονικής Ορολογίας. β) Και θ’ αναγνωρίσω οτι για πολλά προϊόντα (ένυλα και άυλα) υπάρχει πράγματι μια ισχυρή προελευσικότητα που θα αιτιολογούσε την ξένη λέξη – παρ’ όλο που (καί σ’ αυτά) η ελληνική γλώσσα την έκανε σωστά τη δουλιά-της: πολλά «ζυμαρικά»-μας εξάγονται ως pasta στην Ιταλία. γ) Εχω όμως προσωπικήν εμπειρία (περιορισμένην έστω) οτι πολλές φορές η έμμονη χρήση της αγγλικής στη Διαφήμιση προέρχεται απο απλή τεχνοκρατική τάση ορισμένων αγγλοτραφών διαφημιστών μας, χωρίς να συνοδεύεται απο ανάλογη έρευνα αγοράς κι απο έλεγχο του τελικού αποτελέσματος της αγγλοτιτλομανίας. δ) Μια τάση, πάντως, που πιθανόν να μήν είναι εμπορικώς αβάσιμη: Ενδέχεται να έχουν υποπτευθεί (και το εκμεταλλεύονται) ένα διάχυτο πλέγμα κατωτερότητας μερίδας των χρηστών, οι οποίοι αρέσκονται στον αγγλικό γλωσσικό μανδύα των «ανεπτυγμένων» – ως υποκατάστατο της δικιάς-τους ελλείπουσας Ανάπτυξης.


Αν τυχόν η τελευταία ετούτη ερμηνεία του φαινομένου ευσταθεί, ζήτω που καήκαμε: Κατι τέτοιο θα ήταν μια πολύ απαισιόδοξη μέτρηση του χαμηλού βαθμού αυτοεκτίμησής μας – γεγονός που θα ερμήνευε κι άλλες αρνητικές επιδόσεις μας (ικανές να κλονίσουν ακόμη και τους λαλίστερους ποπουλίστες αυτού του τόπου). Κι ελπίζω να μή με επαναφέρουν στην τάξη οι αρχιερείς της γλωσσολογίας «αφήστε τη γλώσσα ελεύθερη» – αυτό ακριβώς κι εγώ θέλω: Να επισημάνω τα εξωγενή δεσμά που επιβάλλονται στο καλοδουλεμένο γλωσσικό-μας σώμα, εξαιτίας:


* Της ραστώνης της Πολιτείας, που χάσκει γύρω απ’ το χάσμα της Ορολογίας.


* Της τεχνοκρατικής επίθεσης κάμποσων Διαφημιστών (και εκδοτών!).


* Της ιδεολογικής αδράνειας που επιβάλλεται στον λαό απ’ την Ημι-Παιδεία (των εμφανώς ανεπαρκών σχολείων μας, καθώς και των αποκοιμιστικών του πολιτικού φρονήματος μαξιμαλισμών).


4. Ευτυχώς, η Αντίσταση (καί εδώ – όχι μόνον στον δήθεν «πανεπιστημιακό» χαβαλέ) έχει αρχίσει: Πολλά καταστήματα (ταβέρνες λ.χ.) ξαναβαφτίζονται με χτυπητά ελληνικά ονόματα. Λίγοι αλλ’ αρκετοί Διαφημιστές δέν καταδέχονται πλέον τη φτήνια. Καί, τέλος, υποθέτω βασίμως οτι μια μικτή Δι-υπουργική Επιτροπή του Υπουργείου Παιδείας και του Υπουργείου Ανάπτυξης προετοιμάζει τη λήψη ευρύτερων μέτρων, όπως, α) Διακωμώδηση του νεοσουσουδισμού (μέσω πληρωμένων επεισοδίων, στην Τηλεόραση παρακαλώ), β) Εφαρμογή της νομοθεσίας περι πινακίδων, γ) Ενθάρρυνση της δημιουργίας Συρμού Γλωσσικής Αντίστασης – δηλαδή της περηφάνιας ενος λαού που δέν γουστάρει γλωσσικές πατερίτσες, όταν διαθέτει γερά ποδάρια γυμνασμένα κάμποσους αιώνες τώρα.


Ο κ. Θεοδόσης Π. Τάσιος είναι ομότιμος καθηγητής του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου.