Με επιτόκια επιπέδου στεγαστικών δανείων ρίχνονται στη μάχη του ανταγωνισμού στην καταναλωτική πίστη οι εμπορικές τράπεζες. Το τελευταίο διάστημα προβάλλονται στον Τύπο διαφημιστικά μηνύματα για καταναλωτικά δάνεια με επιτόκιο 5% τα οποία, ωστόσο, δεν χορηγούνται σε όλους τους πελάτες αλλά μόνο σε όσους μπορούν να παράσχουν εγγυήσεις, δηλαδή να προσημειώσουν την ακίνητη περιουσία τους. Πρόκειται για τα home equity loans, σύμφωνα με την ορολογία τους στην αμερικανική και βρετανική αγορά, τα οποία έκαναν την εμφάνισή τους στην Ελλάδα μετά την τροποποίηση του θεσμικού πλαισίου που αφορά τη δανειοδότηση των ιδιωτών πριν από λίγα χρόνια. Τα δάνεια με προσημείωση ακινήτου χορηγούνται με επιτόκια ως και 50% μειωμένα σε σχέση με τα «συμβατικά» καταναλωτικά δάνεια. Αυτό συμβαίνει διότι μειώνεται για τις τράπεζες ο πιστωτικός κίνδυνος, καθώς σε περίπτωση μη αποπληρωμής του δανείου έχουν τη δυνατότητα να κατάσχουν το ακίνητο που προσημειώθηκε. Πόσο, όμως, συμφέρει η λήψη ενός τέτοιου δανείου; Αν και εκ πρώτης όψεως οι όροι εξόφλησης φαίνονται ιδιαίτερα προνομιακοί, η τελική απόφαση πρέπει να ληφθεί έπειτα από σοβαρή μελέτη και σύγκριση όλων των δυνατοτήτων δανειοδότησης του νοικοκυριού. Τραπεζικά στελέχη που ειδικεύονται στις χορηγήσεις καταναλωτικής πίστης επισημαίνουν ότι η απάντηση στην παραπάνω ερώτηση δεν είναι μονοδιάστατη και ο υποψήφιος δανειολήπτης πρέπει να εξετάσει, πρώτον, τους παράγοντες που επηρεάζουν το κόστος δανεισμού και, δεύτερον, τον κίνδυνο που αναλαμβάνει.

Για παράδειγμα, ένα νοικοκυριό επιθυμεί να δανειοδοτηθεί με το ποσόν των 30.000

ευρώ και να το αποπληρώσει σε πέντε έτη, έχοντας δύο επιλογές: Αν λάβει το δάνειο με την προσημείωση το επιτόκιο θα διαμορφωθεί σε 5%, ενώ αν λάβει το παραδοσιακό καταναλωτικό δάνειο το ύψος του επιτοκίου θα είναι σημαντικά υψηλότερο και θα ανέρχεται σε 9,5%. Εκτός όμως από το επιτόκιο, το ύψος της μηνιαίας δόσης επηρεάζεται και από τα έξοδα που πρέπει να καταβληθούν στην τράπεζα. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση του home equity δανείου είναι υποχρεωμένος να καταβάλει εκτός από τα έξοδα φακέλου έξοδα νομικού και τεχνικού ελέγχου του ακινήτου τα οποία ανέρχονται με συντηρητικούς υπολογισμούς σε 400 ευρώ και έξοδα προσημείωσης (συνήθως 1% επί του ποσού του δανείου) τα οποία στο συγκεκριμένο παράδειγμα ανέρχονται σε 300 ευρώ. Στην περίπτωση της προσημείωσης, λοιπόν, το δάνειο που θα κληθεί ο δανειολήπτης να αποπληρώσει ανέρχεται λόγω επιβάρυνσης των εξόδων σε 30.700 ευρώ και η μηνιαία δόση διαμορφώνεται σε 580 ευρώ.

Από την άλλη, αν επιλέξει το καταναλωτικό δάνειο χωρίς προσημείωση ο δανειολήπτης θα κληθεί να πληρώσει έξοδα φακέλου 100 ευρώ. Ετσι το τελικό ποσόν που δανείζεται αγγίζει τα 30.100 ευρώ και η μηνιαία δόση τα 632 ευρώ- 52 ευρώ ακριβότερα σε σχέση με το πρώτο δάνειο. Ενώ το επιτόκιο του καταναλωτικού δανείου με προσημείωση είναι σχεδόν το μισό, η αντίστοιχη μείωση στο ύψος της μηνιαίας δόσης ανέρχεται περίπου σε 8%. Δεν παύει βέβαια ο δανειολήπτης που προσημείωσε το ακίνητό του να έχει κέρδος, το οποίο στο συγκεκριμένο παράδειγμα ανέρχεται ετησίως σε 624 ευρώ και σε 3.120 ευρώ στην πενταετία αποπληρωμής. Ετσι το ερώτημα στο οποίο καλείται να απαντήσει ο λήπτης του δανείου προτού επιλέξει το πρόγραμμα που του ταιριάζει είναι το εξής: «Αξίζει να δεσμεύσω το σπίτι μου για πέντε χρόνια ώστε να πληρώσω 3.120 ευρώ λιγότερα; Υπάρχει περίπτωση να τύχει μια έκτακτη οικονομική δυσκολία και να κινδυνέψω να χάσω το σπίτι μου». Η απάντηση στο παραπάνω δίλημμα είναι υποκειμενική και εξαρτάται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, αλλά και την ιδιοσυγκρασία κάθε πελάτη.