ΟΑνδρέας Π. γεννήθηκε το 1944 στην Αθήνα, όπου και μεγάλωσε. Αγαμος και άεργος. Γραμματικές γνώσεις Ε´ Γυμνασίου. Το 1974 φονεύει τον πατέρα του πνίγοντάς τον με ένα σχοινί. Αναφερόμενος στη χρονική περίοδο πριν από τον φόνο λέει: «Τις μέρες πριν σκοτώσω το μακαρίτη είχα υπερένταση, είχα χάσει τον ύπνο μου, δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Φοβόμουνα ότι οι δικοί μου θα στείλουν αστυνομικούς να με κλείσουν ξανά στο ψυχιατρείο. Στο ψυχιατρείο ήταν μια φρίκη. Ηθελα να τους ξεκάνω όλους επειδή δε με θέλανε». Για την ημέρα του φόνου αναφέρει: «Πήγα στο εργοστάσιο του πατέρα μου να πάρω χρήματα. Ο λογιστής με κοίταξε υποτιμητικά. Αρνήθηκε να μου δώσει. Δεν αξίζω λοιπόν τίποτα; Γυρνώ στο σπίτι μου, η αδελφή μου με βλέπει, δε μου λέει καλημέρα. Ηταν φριχτό αυτό. Η μητέρα μου περνά και με κοιτά υποτιμητικά. Δεν αντέχω άλλο πια, σκέφτηκα… και τότε σκέφτηκα να βγάλω από τη μέση το μακαρίτη για να γλιτώσω, για να μην πεθάνω, για να μην είμαι άλλο ένα μηδενικό… έπρεπε να το κάνω και το έκανα… πήρα δύναμη. Τώρα όλοι με υπολογίζουν».


Δεκαεννέα παράφρονες που σκότωσαν αγαπημένα τους πρόσωπα αφηγήθηκαν με την ίδια ψυχραιμία τη δική τους ανάλογη περίπτωση αποτρόπαιου εγκλήματος στην καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Φωτεινή Τσαλίκογλου, όταν εκείνη θέλησε να μελετήσει τη διαπλοκή της τρέλας με την καταστροφή και να εξηγήσει αυτά που φαίνονται εκ πρώτης όψεως ακατανόητα. Τους συνάντησε την περίοδο 1980-1984 στο τμήμα κρατουμένων στο Κρατικό Θεραπευτήριο Ψυχικών Παθήσεων Αθηνών (Δαφνί), στο πλαίσιο της διδακτορικής της διατριβής πάνω στο θέμα, και είχε τρομάξει και η ίδια από την ειδεχθή πράξη που περιέγραφαν με κάθε λεπτομέρεια. «Λες «δεν είναι δυνατόν! Σκότωσε την ίδια του τη μάνα;»». Είκοσι χρόνια αργότερα η συγγραφέας έφτασε σε βαθμό να κατανοήσει καλύτερα αυτή την αδιανόητη εγκληματικότητα και επιχείρησε νέα ανάγνωση των ιστοριών τους με βάση την πρόοδο της επιστημονικής σκέψης και τη δική της ανέλιξη. Ποιον και τι καταστρέφουν τα άτομα με σχιζοφρένεια στις σπάνιες περιπτώσεις που βιαιοπραγούν; Είναι σαφές ότι κινδυνεύει περισσότερο εκείνος που είναι ο πιο αγαπητός. Ισως το ακραίο αυτό έγκλημα έχει μια δική του κρυμμένη λογική, η οποία ως σήμερα μας διέφευγε. Ο ιδιαίτερος ρόλος του θύματος στην εγκληματογένεση φωτίζει καλύτερα τις συνθήκες του εγκλήματος. Πόσο αποκομμένο από την πραγματικότητα που περιβάλλει το άτομο με σχιζοφρένεια είναι το παραλήρημα που οδηγεί στον φόνο; Ακόμη και η κοινή πεποίθηση ότι το άτομο με σχιζοφρένεια είναι ένα επίφοβο, δυνάμει βίαιο άτομο, είναι ένα ατεκμηρίωτο επιστημονικό στερεότυπο που εξακολουθεί ως και σήμερα να εμποδίζει την ένταξη των ψυχικά άρρωστων ατόμων.


Απειλητική ατμόσφαιρα


Συνήθως το άτομο με σχιζοφρένεια έχει την πεποίθηση ότι οι γονείς του κυρίως «τον μισούν», «δεν τον αγαπούν», «θέλουν να τον κλείσουν στο ψυχιατρείο», «θέλουν να τον ξεφορτωθούν από το σπίτι, να τον διώξουν από την οικογένεια». Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, το παραλήρημα είναι ένα είδος επικοινωνιακού μηνύματος και αντανακλά την απειλητική ατμόσφαιρα που βιώνει το άτομο με σχιζοφρένεια στην οικογένεια ή στο ευρύτερο κοινωνικό του περιβάλλον.


Στις περισσότερες περιπτώσεις ο τρόπος με τον οποίο διαπράττεται η ανθρωποκτονία είναι βίαιος, άγριος και αποτρόπαιος. Σε κάποιες περιπτώσεις η υπερφονικότητα εκφράζεται με διαμελισμό του θύματος, ενώ πάντα ασκείται πιο πολλή βία από όση χρειάζεται για να προκληθεί ο θάνατος. Κάτι τέτοιο διαπράττεται και από μη ψυχικά άρρωστα άτομα, αλλά στην περίπτωση του σχιζοφρενούς ανθρωποκτόνου μπορεί να μην είναι τόσο το αποτέλεσμα «παροξυσμού οργής» όσο να οφείλεται στον πανικό και στον φόβο που διακατέχουν τον δράστη μπροστά στην παρουσία του θύματος και στο ενδεχόμενο να μην έχει ολοκληρώσει την πράξη του. Το θύμα (ιδίως όταν είναι η μητέρα) βιώνεται σαν ένα παντοδύναμο, πανίσχυρο ον, απέναντι στο οποίο ο δράστης αισθάνεται έντονα συναισθήματα αδυναμίας και ανεπάρκειας. «Τη χτύπησα πολλές φορές, αμέτρητες, δε θυμάμαι αν ήταν το δικό μου χέρι… Ενιωθα φόβο, φόβο και χτυπούσα. Την ίδια στιγμή που έγινε, εγώ συνήλθα και νόμιζα πως ήταν εφιάλτης» είπε ο Λευτέρης Π. Οσο για την απάθεια μετά τον φόνο, όπου ο Γιώργος Τ. μετά τον φόνο του πατέρα του πηγαίνει στον κινηματογράφο ενώ ο Γιώργος Π. μετά τον φόνο της μητέρας του πηγαίνει βόλτα, δεν είναι «ψυχοπαθητική έλλειψη ενοχής» και δεν υποδηλώνει την απουσία συναισθημάτων αλλά το αδύναμο «εγώ» του δράστη. Πρόκειται για έναν ασυνείδητο αμυντικό μηχανισμό που προστατεύει το αδύναμο «εγώ» από τη διείσδυση στον ψυχισμό τύψεων και ενοχών – ανυπέρβλητα ισχυρό φορτίο πίεσης στον εύθραυστο άνθρωπο.


Ατομα νεαρής ηλικίας


Οι δράστες του δείγματος είναι άτομα νεαρής ηλικίας, κατά μέσο όρο 27,5 ετών. Ολοι είναι άγαμοι και ζουν με τους γονείς τους, από τους οποίους και εξαρτώνται οικονομικά. Η μοναδική περίπτωση σχιζοφρενούς που παντρεύτηκε και χώρισε στη συνέχεια είναι του Ιωσήφ Μ., ο οποίος όμως εξακολούθησε να συγκατοικεί και μετά τον γάμο με τους δικούς του. Προκύπτει με σαφήνεια το χαμηλό μορφωτικό τους επίπεδο, το οποίο συνοδεύεται από ένα αντίστοιχο χαμηλό κοινωνικοοικονομικό επίπεδο. Γιατί είναι όλοι τους άνδρες; Πέραν του ότι η έρευνα έγινε σε μια πτέρυγα αρρένων του Δαφνίου, οι γυναίκες με ανάλογα προβλήματα συνήθως προτιμούν την αυτοκτονία από τον φόνο. Το στοίχημα για όλους μας είναι, κατά τη συγγραφέα, η αντικατάσταση του ψυχιατρείου από ένα πλήρες εναλλακτικό σύστημα υπηρεσιών που θα στηρίζουν τον ψυχικά πάσχοντα στον τόπο κατοικίας και στο κοινωνικό του περιβάλλον. Δεν είναι τυχαίο ότι όλοι οι ανθρωποκτόνοι σχιζοφρενείς είχαν πλούσιο ψυχιατρικό παρελθόν και ολοκληρωτική απουσία ποινικού μητρώου. Κανένα από τα άτομα που εξετάστηκε δεν είχε δοσοληψίες με τη Δικαιοσύνη. Η ανθρωποκτονία αποτελεί το μοναδικό ποινικό αδίκημά τους. Και δεν φροντίζουν να βρουν άλλοθι, έχουν δικαιολογήσει στον εαυτό τους την πράξη τους και αυτό αρκεί. Κατά κάποιον τρόπο βρέθηκαν σε νόμιμη άμυνα. Είναι η ασυλιακή λογική που διαιωνίζεται εκτός των ασύλων και στη λεγόμενη «ανοιχτή» κοινωνία, η οποία αποκλείει, στιγματίζει, ελέγχει οτιδήποτε αποκλίνει από τα δικά της πρότυπα. Φονεύουν για να προστατευθούν από τον φανταστικό τους διώκτη ή από τον δικό τους αφανισμό. «Τη σκότωσα γιατί ήτανε Διάβολος. Μου έκανε μάγια. Ηθελε να πεθάνω. Μου έχανε τον εαυτό μου…» είπε ο μητροκτόνος Νίκος Ν. Το παραλήρημα λειτουργεί σαν μια ασπίδα προστασίας ενάντια στην εκμηδένιση.


Οπως γράφει το ποίημα του Αραγκόν που παρατίθεται στην αρχή του βιβλίου, «Υπάρχουν άνθρωποι που δεν αντέχουν άλλο τη σιωπή. Αφήνουν οτιδήποτε σημάδι για να φανερωθεί ότι πέρασαν από ‘δώ…».