Οι επέτειοι συχνά οδηγούν σε πληθωρισμό άρθρων και εκδηλώσεων χωρίς να αποφέρουν πάντα νέες προσεγγίσεις ή επανεκτιμήσεις προσώπων, κειμένων ή φαινομένων. Η εβδομηκοστή επέτειος από την έκδοση του Ελεύθερου Πνεύματος (1929) από τον Γιώργο Θεοτοκά αποτελεί νομίζω την ευκαιρία όχι για να επαναλάβουμε τα γνωστά και τετριμμένα αλλά για να ξαναδούμε από κάποια χρονική και κριτική απόσταση τι το νέο έφερε αυτό το κείμενο.


Το Ελεύθερο Πνεύμα αποτέλεσε και αποτελεί το σταθερό σημείο αναφοράς για όλους σχεδόν τους μελετητές των πνευματικών και ιδεολογικών εξελίξεων στον Μεσοπόλεμο. Και τούτο είναι αξιοσημείωτο αν σκεφτούμε ότι πρόκειται για κείμενο γραμμένο από έναν εικοσιτετράχρονο. Κανένα άλλο ελληνικό κριτικό ή δοκιμιακό έργο, δημοσιευμένο σε τέτοια νεαρή ηλικία, δεν απασχόλησε τόσο τη νεοελληνική διανόηση και νομίζω ότι αυτό καθεαυτό το γεγονός συνιστά ασυνήθιστο επίτευγμα για έναν συγγραφέα. Το Ελεύθερο Πνεύμα είναι ίσως το πιο νεανικά ορμητικό, το πιο ευρωπαϊκά προσανατολισμένο και το πιο ριζοσπαστικό στην αντιμετώπιση του παρελθόντος ελληνικό δοκίμιο.


Σήμερα μπορεί να κρίνεται αυστηρά για την απόρριψη του Καβάφη ή ακόμη και της ηθογραφίας, αλλά αν σταθούμε στις υπερβολές και στους ενθουσιασμούς αυτού του δοκιμίου, θα παραβλέψουμε την κοσμοθεωρία την οποία προϋποθέτει. Ο,τι έχει σημασία δεν είναι το να κρίνουμε αναδρομικά τις εκτιμήσεις του όσο να εντοπίσουμε τον θεωρητικό του πυρήνα και να εξετάσουμε ως ποιο βαθμό αυτός καθορίζει τις κριτικές απόψεις του Θεοτοκά. Μπορεί το δοκίμιο να απηχεί ιδέες του Andre Gide και του Stefan Zweig ή να βγαίνει μέσα από το καμίνι του πολέμου, ωστόσο δεν παύει να είναι ένα δοκίμιο που εκφράζει μια συγκεκριμένη φιλοσοφία για τη ζωή, την κοινωνία και την τέχνη.


Οι νέοι διανοούμενοι


Η φιλοσοφία αυτή είναι κατά βάση ατομοκεντρική εφόσον η απελευθέρωση της ατομικότητας είναι το πρίσμα και το κριτήριο μέσα από το οποίο ο Θεοτοκάς αντιμετωπίζει τον εθνικό χαρακτήρα, την πολιτική, την τέχνη, το μυθιστόρημα και τη λογοτεχνική παράδοση. Αναφερόμενος στους νέους διανοουμένους που πήγαιναν να σπουδάσουν στο εξωτερικό, υποστηρίζει ότι έχαναν το κριτικό τους πνεύμα μόλις αντίκριζαν την υπεροχή της Δύσης, θαύμαζαν χωρίς συζήτηση ό,τι τους πρόσφερε η ξένη ζωή και καταντούσαν δουλικοί μιμητές. «Δεν κατόρθωναν», γράφει, «να ελευθερώσουν την ατομικότητά τους και να αναπτύξουν την πρωτοβουλία τους, μα γινόντανε, για όλη τη ζωή τους, δουλικοί μαθητές της ξένης χώρας που τους σπούδασε».


Η απελευθέρωση της ατομικότητας σήμαινε για τον Θεοτοκά πνεύματα ελεύθερα και ευλύγιστα, χωρίς προκαταλήψεις ή φανατισμούς. Οι ελληνικοί εγκέφαλοι, κατά την κρίση του, πάσχουν από τη μανία του απόλυτου, του οριστικού και του ασάλευτου, γυρεύοντας «την απόλυτη Αλήθεια, δηλαδή μια φυλακή». Οταν εκδηλωθεί κάποια διαφωνία, επισημαίνει ο ίδιος, η πρώτη δουλειά των Ελλήνων είναι να αρνηθούν τη σοβαρότητα και τη σημασία του αντιπάλου, πράγμα που συνεπάγεται ότι «τον αρνούνται και ως άτομο», ως ξεχωριστή οντότητα που μπορεί να έχει δική του γνώμη. Η αναγνώριση λοιπόν της ατομικότητας αντιπροσωπεύει εν προκειμένω αναγνώριση της ετερότητας και άρνηση της μισαλλοδοξίας.


Ο Θεοτοκάς τονίζει την ατομικότητα της προοπτικής, την αποδοχή της πολυμορφίας και της πολυσχιδούς σύνθεσης θεωρώντας τον εθνικό χαρακτήρα συναίρεση ατομικοτήτων. Ο καθένας, υποστηρίζει, κοιτάζει τα πάντα «μέσα από την ατομική ιδιοσυγκρασία του», διακρίνοντας μονάχα ορισμένες πλευρές και αγνοώντας άλλες ίσως σπουδαιότερες. Μέσα από την ανάδειξη και τον σεβασμό της ατομικής γνώμης και της προσωπικής στάσης ευνοείται ο διάλογος, αναδεικνύεται η άπειρη πολυμορφία της πραγματικότητας και καταπολεμάται ο πνευματικός μιλιταρισμός. Ο εθνικός χαρακτήρας δεν νοείται ως κάτι το αρραγές και αμετάλλακτο αλλά ως σύμπλεγμα ετερόκλητων ατομικοτήτων και πολύμορφων αντιθέσεων. «Αν με ρωτούσε ένας ξένος», γράφει, «ποιος από τους συγγραφείς μας αντιπροσωπεύει καλύτερα τον νεοελληνικό χαρακτήρα, θα απαντούσα, με τη μέθοδο του Αλμπέρ Τιμπωντέ, με ένα σύμπλεγμα από αντιθέσεις: Κοραής – Σολωμός – Ψυχάρης – Παλαμάς – Δραγούμης. Ισως πρόσθετα σ’ αυτόν τον κατάλογο και το όνομα του Καβάφη». Διαβλέπουμε εδώ μια σύλληψη του εθνικού χαρακτήρα αλλά και της πραγματικότητας ανοιχτή, συνθετικά αντιθετική και ευεπίφορη σε αναθεωρήσεις και αλλαγές και τούτο διότι αφετηρία του Θεοτοκά είναι η ατομικότητα και η διαφορά της μονάδας μέσα στο σύνολο και όχι η συμπαγής ομοιομορφία ή η οργανική ομοιογένεια του συνόλου.


Τέχνη και υποκειμενικότητα


Η έμφαση στην ατομικότητα που διαπνέει το Ελεύθερο Πνεύμα οδηγεί σε μια θεωρία της τέχνης βασισμένης στο υποκείμενο. Είναι πιστεύω η πρώτη φορά στα νεοελληνικά γράμματα που μια καλλιτεχνική και κριτική θεωρία βασισμένη στην υποκειμενικότητα του συγγραφέα εκφράζεται τόσο κατηγορηματικά και καθολικά. Ο Θεοτοκάς αρνείται τους αντικειμενικούς κανόνες στην τέχνη ή τον ωφελιμιστικό της σκοπό, όπως, κατά την άποψή του, τον πρόβαλλαν οι μαρξιστές και οι εθνικιστές. Σε μια εποχή που ακόμη ζούσε στη βαριά σκιά του θετικισμού, ο Θεοτοκάς επανέρχεται στη ρομαντική σύλληψη της τέχνης ως πλεονάσματος εσωτερικών δυνάμεων και ως ξεχειλίσματος ψυχής. Για τον Θεοτοκά το έργο τέχνης είναι ένα θαύμα που δεν χωρεί σε συστηματικές κατατάξεις ή σε αντικειμενικούς κανόνες των φανατικών του επιστημονισμού. Είναι η εξωτερίκευση της ψυχής μιας ξεχωριστής και αυτοδύναμης ατομικότητας, που υπερβαίνει τον κοινό παρονομαστή.


«Το αναρχικό πλεόνασμα δυνάμεων εξωτερικεύεται και πραγματοποιείται σε έργο (αχτινοβόλημα, έκφραση, καθρέφτισμα της εσωτερικής ζωής μιας ξεχωριστής ατομικότητας) σύμφωνα με τη δική του λογική, που δεν είναι η κοινή λογική, σύμφωνα με τη δική του ηθική, που δεν είναι η κοινή ηθική, σύμφωνα με τον δικό του ρυθμό και τις δικές του ανάγκες, που δεν είναι ρυθμός και ανάγκες των γύρω ανθρώπων. Ο μόνος τρόπος να καταλάβουμε το έργο είναι να πλησιάσουμε την ψυχή του δημιουργού».


Με την έμφαση στο ατομικό δαιμόνιο, ο Θεοτοκάς αντιπαραθέτει την ψυχή στη λογική, το αναρχικό εσωτερικό πλεόνασμα στους εξωτερικούς προσδιορισμούς (περιβάλλον, έθνος, τάξη), την κοινωνική ωφελιμιστική αντίληψη της τέχνης στο ξεχείλισμα εσωτερικών δυνάμεων. Ο στενά ρεαλιστής λογοτέχνης, τονίζει, περιορίζεται στη φωτογραφική επιφάνεια, αγνοεί την κρυμμένη ψυχή, ενώ ο πραγματικός ποιητής ξεπερνά την ορατή πραγματικότητα και την αποκρυσταλλωμένη λογική, γίνεται μυθοπλάστης και μάγος γιατί «ανατρέπει τις αναλογίες, σπάνει τους εξωτερικούς κανόνες, ξαναπλάθει αυθαίρετα την πραγματικότητα για να εξαγάγει το βαθύτερο νόημά της».


Αξιολογικό κριτήριο


Η υπέρβαση του ρεαλισμού και της πραγματικότητας τον οδηγεί στην αναζήτηση και στην ανάδειξη του μυστικού βάθους του ατόμου, στην άρνηση των κανόνων και των λογικών σχημάτων, καίτοι ο ίδιος ως πεζογράφος έχει χαρακτηριστεί καρτεσιανός και δεν απέφυγε τις λογικές κατασκευές. Η καλλιτεχνική θεωρία του Θεοτοκά στο Ελεύθερο Πνεύμα κορυφώνεται και συνοψίζεται στο ακόλουθο αξίωμα: «Το έργο τέχνης τείνει να εκφράσει το βαθύτερο νόημα της ζωής μέσα από μια ατομικότητα. Υπακούει στον ιδιαίτερο νόμο αυτής της ατομικότητας γιατί δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τη ζωή που του προσφέρει αυτή. (…) Το έργο τέχνης, ξεχείλισμα εσωτερικής ζωής, είναι το πιο ατομικιστικό φαινόμενο».


Με κριτήριο αυτή την καλλιτεχνική αρχή απορρίπτει τον στενό ρεαλισμό της ηθογραφίας θεωρώντας την αντικειμενική γιατί «στερείται σε τέτοιο σημείο από τον παλμό μιας ατομικότητας ώστε σχεδόν τίποτε δεν την συνδέει με τον άνθρωπο που τυπώνει το όνομά του στο ξώφυλλο». Αντίθετα, επισημαίνει «τον παλμό της μεγάλης ατομικότητας του Παλαμά που γεμίζει τον «Δωδεκάλογο» ή τον παλμό της ατομικότητας του Δραγούμη». Από αυτές τις κρίσεις προκύπτει ότι η ατομικότητα ανάγεται σε αξιολογικό κριτήριο που αντιδιαστέλλει τη ρουτίνα και τη μετριότητα της ηθογραφίας από το ανώτερο και υψηλό όραμα ζωής. Πουθενά στην ελληνική ηθογραφία, γράφει, δεν συναντούμε «τον ανεξάρτητο ήρωα, με ιδιαίτερη ατομικότητα, ιδιαίτερο εσωτερικό κόσμο, ιδιαίτερη πρωτοβουλία, που ζει τη δική του ζωή, χειραφετημένος από τον συγγραφέα του».


Το κριτήριο της ατομικότητας υπεισέρχεται και στο εργαστήρι του μυθιστοριογράφου, γιατί η δημιουργία ζωντανών προσώπων αποβαίνει η λυδία λίθος κάθε αληθινού και άξιου μυθιστοριογράφου: «Η ψυχολογία του δημιουργού, του αληθινού δραματουργού, του αληθινού μυθιστοριογράφου, είναι η δημιουργία ζωντανών ανθρώπων. (…) Ο συγγραφέας που δεν κατορθώνει να εμφυσήσει στα πρόσωπά του την πνοή της ιδιαίτερης ζωής, τον παλμό της ιδιαίτερης ατομικότητας, δεν κατορθώνει τίποτα». Τα μυθιστορηματικά πρόσωπα δίχως έκδηλη ατομικότητα για τον Θεοτοκά είναι μηδενικά, μια άποψη που την κράτησε ως το τέλος της ζωής του.


Χωρίς ουσιαστική συνέχεια


Από τα παραπάνω πιστεύω ότι φαίνεται καθαρά πως ο βασικός καθοδηγητικός άξονας της σκέψης του Θεοτοκά στο Ελεύθερο Πνεύμα είναι το ιδεώδες της δημιουργικής και αδέσμευτης ατομικότητας. Ετσι, αν δεχθούμε τον χαρακτηρισμό του δοκιμίου του ως μανιφέστου, χαρακτηρισμό που πρωτοχρησιμοποίησε ο Louis Roussel το 1930, θα πρέπει να διευκρινίσουμε και για τι είδους μανιφέστο πρόκειται. Κατά τη γνώμη μου, το Ελεύθερο Πνεύμα αποτελεί την πιο ολοκληρωμένη και δυναμική εκδήλωση του ατομικισμού στην Ελλάδα. Οχι ενός εγωπαθούς και ναρκισσιστικού ατομικισμού, αλλά τη διακήρυξη μιας φιλελεύθερης σύλληψης της κοινωνίας αποτελούμενης από αυτοδύναμα και αυθυπόστατα άτομα με ανεξαρτησία σκέψης και επιλογής, που συνοδεύεται παράλληλα από τη θεώρηση της τέχνης ως αποστάγματος μιας βασανισμένης ψυχής και μιας ξεχωριστής ατομικότητας.


Η γενιά του ’30 οικειοποιήθηκε και εκμεταλλεύτηκε τη διάθεση ρήξης και τον νεανικό ενθουσιασμό που εκφράζει αυτό το κείμενο. Μπορεί να αποτέλεσε, όπως υποστήριξε ο Κ. Θ. Δημαράς, «το πρώτο τεκμήριο αυτογνωσίας της», δεν νομίζω όμως ότι λειτούργησε ποτέ ως μανιφέστο αρχών της. Αφενός γιατί ελάχιστοι εκπρόσωποί της ανήγαγαν το Ελεύθερο Πνεύμα σε κείμενο αναφοράς και αφετέρου γιατί ιδιαίτερα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο διαφαίνεται στο έργο και στη σκέψη του Θεοτοκά, αλλά και άλλων της γενιάς του, μια γενικότερη στροφή προς το λαϊκό, το ιστορικό και το συλλογικό. Ούτε ο ίδιος ως συγγραφέας εφάρμοσε πάντοτε με συνέπεια τις αρχές που τολμηρά διακήρυξε στο δοκίμιό του και ως εκ τούτου, παρά το γεγονός ότι συζητήθηκε αρκετά, το Ελεύθερο Πνεύμα ως μανιφέστο του ατομικισμού δεν γνώρισε επιγόνους ούτε γονιμοποίησε κριτικές συνειδήσεις. Παρέμεινε ένα μανιφέστο χωρίς πραγματικούς οπαδούς και χωρίς ουσιαστική συνέχεια.


Ο κ. Δημήτρης Τζιόβας είναι καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Birmingham της Βρετανίας.