Οταν πριν από επτά περίπου χρόνια ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι είχε καταγάγει την πρώτη σημαντική εκλογική του νίκη, δόθηκε το έναυσμα για έναν ευρύτερο προβληματισμό σε σχέση με την εξέλιξη της πολιτικής στις ευρωπαϊκές χώρες. Ξαφνικά κατέρρευσαν οι μύθοι ότι η στέρεα παράδοση του παλαιού κόσμου εμπόδιζε τάχα τα ευρωπαϊκά πολιτικά συστήματα να ευθυγραμμισθούν προς τα μετανεωτερικά υπερατλαντικά πρότυπα. Και κατέστη σαφές ότι η πολιτική δεν μπορεί πια να είναι αυτό που ορισμένοι αμετανόητοι φαντάζονταν ότι μπορούν να συντηρήσουν. Φυσικά, οι ενδιαφερόμενοι άντλησαν τα συμπεράσματα. Αναγνωρίστηκε γενικά ο καταλυτικός ρόλος των ΜΜΕ, διευρύνθηκε η εμβέλεια της επιστήμης της πολιτικής επικοινωνίας, αναβαθμίστηκαν τα επαγγέλματα των πολιτικών συμβούλων και ψιμυθιολόγων και μοιραία το ύφος και το περιεχόμενο του πολιτικού λόγου αναπροσαρμόστηκαν με κριτήριο τους μέσους όρους ανοχής και αντοχής του αποχαυνωμένου τηλεθεατή. Ακόμη και όσοι κατάγγελλαν τη «μεντιοκρατία» ως μείζονα απειλή για τη δημοκρατία αναγκάστηκαν να υποκύψουν στον περιρρέοντα πολιτικό πραγματισμό: ως υπέρτατης έστω σημασίας εμπόρευμα, η πολιτική πρέπει να προσαρμόζεται στη ραγδαία μεταβαλλόμενη ζήτηση. Και έτσι αναγκάζεται να δρα σύμφωνα με τις επιταγές της τεχνολογίας και της επιστήμης.


* Το νέο προφίλ του ηγέτη


Επτά χρόνια αργότερα, η έκπληξη έχει απλώς μεταμορφωθεί σε πλήξη. Ελάχιστοι είναι εκείνοι που ελπίζουν ότι η πολιτική μπορεί μεσοπρόθεσμα να ανακτήσει την παραδοσιακή της κρουστότητα. Στον σημερινό κόσμο, επίμαχα είναι μόνο τα εικονογραφήσιμα διακυβεύματα και τέτοια είναι μόνο εκείνα που προσφέρονται σε ανώδυνες συνθηματολογίες. Οι τάσεις άλλωστε είναι οικουμενικά σαφείς. Ασχετα από το ζήτημα της ικανότητάς τους, ο Κλίντον, ο Μπους, ο Σρέντερ, ο Μπλερ εκφράζουν ένα νέο προφίλ πολιτικού ηγέτη που πουλάει κυρίως την τηλεοπτική του επίδοση. Αυτοί είναι ακριβώς οι ηγέτες που κερδίζουν τις περισσότερες εκλογές. Πρέπει να μιλούν, αλλά δεν χρειάζεται να λένε: κανένας δεν ακούει. Πρέπει να ανακοινώνουν, αλλά δεν χρειάζεται να πληροφορούν: τίποτε δεν επιδέχεται διάψευση ή επαλήθευση. Πρέπει να εξαγγέλλουν, αλλά δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογούν: κανένας δεν πείθεται ούτε θέλει να πείθεται. Προσαρμόζονται ασμένως προς την αδιαφορία και την ανία ενός κοινού που τους εγκαλεί προς την πλήρη απονεύρωση του πολιτικού λόγου. Εφεξής, όπως οι δημόσιοι δισταγμοί, έτσι και οι επί της οθόνης σύνθετοι συλλογισμοί απαγορεύονται. Ο τηλεοπτικά αποτελεσματικός λόγος πρέπει να είναι ελλειπτικός, συγκεκομμένος και παιδικά απλουστευμένος. Και το απλούστερο όλων των επιχειρημάτων είναι η επιτυχημένη, ελκυστική, μελετημένα απρόβλεπτη και κατ’ επίφασιν «αυθόρμητη» τηλεοπτική παρουσία, ένα «χάρισμα» το οποίο, αντίθετα από ό,τι πίστευε ο Μαξ Βέμπερ, είναι κυρίως ένα χάρισμα αυτοσκηνοθεσίας.


Τα συμπτώματα αυτά τεκμηριώνουν όμως απλώς την αύξουσα αναξιοπιστία της πολιτικής. Και, στο σημείο αυτό, η δυναμική των πραγμάτων είναι προφανής: από τη μια μεριά, η πολιτική αποστασιοποίηση και αδιαφορία των ευρύτερων μαζών. Η σύγκλιση των πολιτικών διακυβευμάτων και των ευθειών ταξικών αντιπαραθέσεων έχει παντού οδηγήσει στην αποδιοργάνωση των παραδοσιακών μορφών πολιτικής στράτευσης. Από την άλλη, και ίσως ακόμη σημαντικότερο, οι πολίτες εθίζονται στην ιδέα ότι η πολιτική αντιπαράθεση είναι κατά κύριο λόγο ένα πάγκοινο δημόσιο παιχνίδι που δεν μπορεί να παίζεται παρά με τους ίδιους όρους με τους οποίους παίζονται όλα τα παιχνίδια εξουσίας, δηλαδή δίχως όρους. Ολοι λοιπόν καλούνται να συμμετάσχουν στο παιχνίδι αυτό αδιακρίτως και από κοινού: είτε ως στρατευμένοι ζηλωτές του κοινού καλού είτε ως επίμονοι καταναλωτές αιώνιων αξιών είτε ως ιδιοτελείς φορείς οικονομικών συμφερόντων είτε ως απορημένοι πλήττοντες θεατές είτε ως εξωστρεφείς και βίαιοι χούλιγκαν, τα μέλη του ελεύθερου «λαού» παίζουν, ψηφίζουν και αποφασίζουν ή, αντιθέτως, απογοητευμένοι από το ατελέσφορο του όλου εγχειρήματος, διαλέγουν να πάνε για ψάρεμα.


* Ιδιωτικό και δημόσιο συμφέρον


Ετσι όμως αποδυναμώνεται η ηθική και κανονιστική ιδιαιτερότητα του εν γένει πολιτικού υποσυστήματος. Η ψήφος δεν εμφανίζεται πια ως πράξη υπέρτατης δημόσιας ευθύνης, αλλά ως δήλωση ευκαιριακής ιδιωτικής συμμετοχής σε ένα ηθικά αδιάφορο παιχνίδι. Και σε τέτοια πλαίσια είναι εντελώς λογικό να ηχούν ως άνευ αντικειμένου ή ίσως και ως ακατανόητα τα επιχειρήματα που στρέφονται γύρω από τη διαφθορά, τη σύγχυση εξουσιών και την καταστρατήγηση των έννομων διαδικασιών. Ως πρόσφατα το ίδιο το αναμφισβήτητο γεγονός ότι ο Μπερλουσκόνι είναι αμφιβόλου παρελθόντος εκατομμυριούχος, ιδιοκτήτης σειράς τηλεοπτικών καναλιών και υπόδικος για κακουργηματικές πράξεις θα αρκούσε για την άμεση πολιτική του καταβαράθρωση. Ως φορέας ιδιωτικών συμφερόντων δεν θα «άρμοζε» να κατέχει ύπατα πολιτικά αξιώματα. Εστω προς το θεαθήναι, η «σχετική αυτονομία του πολιτικού» όφειλε να διατρανώνεται συνεχώς.


Σήμερα, όπως αποδείχθηκε στις κάλπες, η σύγχυση των ρόλων έχει πάψει όχι μόνο να απασχολεί αλλά ίσως και να προκαλεί σεβασμό. Το παιχνίδι είναι ανοικτό σε όλους και σε όλα. Η παραδοσιακή διάκριση ανάμεσα στα ιδιωτικά συμφέροντα και στο δημόσιο συμφέρον αφορά λοιπόν μόνο εκείνους για τους οποίους ύψιστη αρετή είναι η τήρηση των νόμων και ο σεβασμός των ορίων. Αυτό ακριβώς όμως είναι αυτό που έχει πάψει να ισχύει. Τα όρια υπάρχουν για να τα διαρρηγνύουν οι τολμηροί. Οπως δε τα διάφορα «Λοφτ Στόρι» επισημοποιούν τη δημοσιότητα και τη θεατρικότητα της το πάλαι ποτέ απαραβίαστης ιδιωτικότητας χάριν του φιλοθεάμονος κοινού, έτσι και ακριβώς με την ίδια έννοια δεν υπάρχει πια κανένας λόγος τα κατ’ επίφασιν δημόσια πράγματα να μη συγχέονται με τα ιδιωτικά, χάριν ενός κοινού που δέχεται πια τα πάντα ως «φυσικά». Το παιχνίδι της εξουσίας εμφανίζεται καθολικό. Και υπό τους όρους αυτούς, η γυναίκα του Καίσαρα δεν χρειάζεται καν πλέον να φαίνεται τίμια.


Αρκεί βέβαια, όπως ακριβώς συμβαίνει με τα υπόλοιπα δημόσια πρόσωπα ανάλογης εμβέλειας ­ τηλεπαρουσιαστές, ηθοποιούς, τραγουδιστές και αθλητές ­, οι πολιτικοί ήρωες να μπορούν να εμφανίζονται ιδεολογικά κενοί, εμφανισιακά ελκυστικοί, χιουμοριστικά αφοπλιστικοί και δυναμικά τσαμπουκαλήδες. Η υπ’ αριθμόν ένα δημόσια αρετή δεν είναι πια η συνέπεια, η χρηστότητα ή, έστω, η αποτελεσματικότητα. Είναι η πειστικά σκηνοθετημένη αποφασιστική βούληση του ικανού και δυνατού. Ξαναγυρίζουμε ακάθεκτοι στον Καρλ Σμιτ. Η πολιτική είναι παιχνίδι εξουσίας, και μάλιστα καθολικής εξουσίας. Ουαί, λοιπόν, μόνο τοις ηττημένοις.


* Θέαμα και πολιτική


Ετσι, φαίνονται καθαρά τα όρια της «αντ-μπερλουσκόνιας» επιχειρηματολογίας. Από τη στιγμή που η πολιτική εμφανίζεται «φυσιολογικά» διαβρωμένη από το χρήμα και την έλλειψη δισταγμών, και ακόμη πιο πολύ από τη στιγμή που η διάβρωση και η διαφθορά εμφανίζονται τελικώς αδιάφορες, το αίτημα των «καθαρών χεριών» δεν έχει άλλους αποδέκτες από εκείνους για τους οποίους η πολιτική δεν μπορεί ποτέ να είναι παιχνίδι. Δεν είναι μόνο η αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του Ντελ Πιέτρο, αλλά η ουσία του λόγου του που δεν μπορεί πια να έλκει παρά μόνο τους ήδη πεπεισμένους. Λίγοι ενδιαφέρονται για μια θεσμική και ηθική καθαρότητα, η οποία είτε θεωρείται «αδύνατη» είτε φαντάζει ξεπερασμένη είτε αποδεικνύεται απλώς πληκτική. Η πολιτική δεν χρειάζεται να πείθει, αρκεί να γοητεύει και να υπόσχεται συνέχεια του θεάματος επί της οθόνης.


Αυτός είναι ίσως και ο λόγος για τον οποίον η πρωτοφανής και συντονισμένη σε ευρωπαϊκό επίπεδο επίθεση κατά του Μπερλουσκόνι έπεσε τελικά στο νερό. Ισως να συνέβαλε το επιχείρημα ότι «η διεθνής της συκοφαντίας» φάνηκε σε πολλούς Ιταλούς ως απαράδεκτη ανάμειξη των ξένων στα εσωτερικά τους ζητήματα. Αλλά σημαντικότερο ίσως ακόμη να υπήρξε το γεγονός ότι η επίθεση έγινε στο όνομα της αρετής ενός «άλλου», υποτίθεται, πολιτικού κόσμου. Του κόσμου των κουρασμένων κομματικών σχηματισμών, του κατεστημένου δημοκρατικού πολιτικού προσωπικού και των παραδοσιακών εξουσιών. Στην ουσία όμως αυτός είναι ο κόσμος που έφερε τον Μπερλουσκόνι στην εξουσία, τότε αλλά και πάλι τώρα. Η διαχρονική αναξιοπιστία του κόσμου αυτού είναι εκείνη που κατέστησε έωλη την καθαρή πολιτική επιχειρηματολογία. Και τα επανειλημμένα κρούσματα διαφθοράς και διαπλοκής είναι εκείνα που αποδυνάμωσαν τον περί αξιών, αρετής και καθαρότητας λόγο. Η δημοκρατική πολιτική ως αξιόπιστο και γενικής εμβέλειας υποσύστημα δεν μπορεί όμως να ανανήψει εν μια νυκτί. Και πάλι, θα πρέπει να περιμένουμε.


Ο κ. Κωνσταντίνος Τσουκαλάς είναι καθηγητής της Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.