Στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ιδρύεται, επιτέλους, Τμήμα Αραβοτουρκικών και Ασιατικών Σπουδών που είχε από καιρό ζητηθεί. Στη β´ κατεύθυνση θα υπαχθούν ειδικές σπουδές κινεζικής και ιαπωνικής γλώσσας, φιλολογίας και πολιτισμού. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη επιχειρηματολογία, για να εξηγήσει κανείς πόσο αναγκαία είναι η επαφή τής Ελλάδος και των ελληνικών πανεπιστημίων με χώρες που παίζουν και θα παίζουν όλο και περισσότερο καθοριστικό ρόλο διεθνώς, εννοώ την Κίνα και την Ιαπωνία. Το να γνωρίζεις τον πολιτισμό των χωρών αυτών (γλώσσα, ιστορία, λογοτεχνία, τέχνη, οικονομία, πολιτική κ.λπ.) και να καταστήσεις σ’ αυτές γνωστό τον δικό σου, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις μιας ουσιαστικής γνωριμίας και συνεργασίας, είναι κάτι που έχει ωριμάσει ώστε να μπορεί να αντιμετωπισθεί πιο συστηματικά, και μάλιστα στο επίπεδο των πανεπιστημιακών σπουδών, οι οποίες αποτελούν τη βάση για πολλά άλλα. Στο παρόν κείμενο θα περιορίσω τον λόγο ενδεικτικά στην Ιαπωνία, σκιαγραφώντας την προσέγγιση και τους προβληματισμούς τους ως προς τις κλασικές σπουδές. Πηγές μου (πέραν των συζητήσεών μου με Ιάπωνες πανεπιστημιακούς) είναι κυρίως τρία κείμενα: α) Chiaki Matsudaira: Japanese attitude towards the Classics (Πρακτικά Α´ Διεθνούς Ανθρωπιστικού Συμποσίου εν Δελφοίς, εκδ. Ελλην. Ανθρωπιστικής Εταιρείας, Αθήνα 1971, σ. 150-558), β) Shigetake Yaginuma: Α brief history of Classical Studies in Japan (ιταλικό περιοδικό Kleos 2, 1997, σ. 312-18), γ) Forty Years of the «Journal of Classical Studies». Εκδοση τής «Κλασικής Εταιρείας τής Ιαπωνίας» (Τόκυο: Iwanami Shoten 1998, 423 σελ.).


Οσο κι αν ξενίζει το γεγονός, είναι γνωστό ότι η Ιαπωνία άνοιξε τις πύλες της προς την Ευρώπη μόλις από τα μέσα τού 19ου αιώνα με το πολιτιστικό και κοινωνικοϊδεολογικό κίνημα τού εκσυγχρονισμού (για την ακρίβεια το 1868, με την έναρξη τής βασιλείας τού αυτοκράτορα Meigi). Από τότε, κυρίως, αρχίζει βαθμηδόν μια ουσιαστική γνωριμία των Ιαπώνων με τον «έξω κόσμο», και ιδιαίτερα με την Ευρώπη. Εννοιες και λέξεις όπως φιλοσοφία, ιδέα, έννοια, φύση, απόλυτο, ανθρωπισμός, δημοκρατία κ.ά. είναι μέχρι τότε άγνωστες στην Ιαπωνία. Γνώριζαν κυρίως τον Βουδισμό (6ος αι.) και τον Κομφουκιανισμό (7ος αι.), φιλοσοφικοθρησκευτικά συστήματα που χρειάστηκαν πολλοί αιώνες για να αφομοιωθούν και να προσαρμοσθούν στην ιαπωνική σύλληψη τού κόσμου, καταλήγοντας σ’ έναν «πολιτισμό της αιδούς» («shame culture», κατά τον όρο τής Αμερικανίδας ανθρωπολόγου Ruth Benedict: The Chrysanthemum and the Sward, 1946) με επίκεντρο έννοιες όπως αιδώς, συστολή, τιμή, ατίμωση κ.λπ. (πρβλ. το ελληνικό φιλότιμο, τα εγκλήματα τιμής κ.τ.ό.).


Την καθυστέρηση στην εισαγωγή και καλλιέργεια των κλασικών σπουδών στην Ιαπωνία πέρα από την επιφυλακτικότητα και την καχυποψία προς ό,τι ξένο, εν προκειμένω προς τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, ενίσχυσε και η μεγάλη διαφορά και δυσκολία στη γνώση τής ελληνικής και τής λατινικής γλώσσας και τής γραφής τους. Παρά ταύτα, το 1893 ένας Γερμανός κλασικός φιλόλογος με ειδίκευση στη φιλοσοφία, ο Raphael von Koeber (1848-1923) γίνεται ο πρώτος καθηγητής στο αυτοκρατορικό πανεπιστήμιο τού Τόκυο. Από τον κύκλο των μαθητών του αναδύεται ένας προικισμένος φιλόλογος και φανατικός Ελληνας (φορούσε πάντα χλαμύδα!), ο Hidenaka Tanaka (1886-1974), ο οποίος γίνεται ο πρώτος ειδικός καθηγητής τής κλασικής φιλολογίας στο αυτοκρατορικό πανεπιστήμιο τού Κυότο το 1941. Νέα έδρα κλασικής φιλολογίας ιδρύεται στο Πανεπιστήμιο τού Τόκυο μετά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ βαθμηδόν ιδρύονται και άλλες θέσεις-έδρες σε άλλα πανεπιστήμια.


Σημαντική ώθηση στις κλασικές σπουδές έδωσαν η ίδρυση τής «Κλασικής Εταιρείας τής Ιαπωνίας» (Classical Society of Japan) το 1952 και το «Περιοδικό Κλασικών Σπουδών» που άρχισε να εκδίδεται από το 1953 (με άρθρα στην Ιαπωνική αλλά και σε ευρωπαϊκές γλώσσες και με περίληψη πάντοτε στην Αγγλική). Η Εταιρεία αυτή αριθμεί σήμερα περί τα 600 μέλη, ενώ 400 με 500 φοιτητές αρχίζουν κάθε χρόνο να σπουδάζουν κλασικά στην Ιαπωνία, έστω κι αν τελικά συνεχίζουν μόνο περί τους 100. Η μεγάλη έκπληξη για όποιον θελήσει να γνωρίσει καλύτερα τι συμβαίνει με τις κλασικές σπουδές στην Ιαπωνία βγαίνει κι από ένα απλό ξεφύλλισμα τού προαναφερθέντος τόμου «Σαράντα χρόνια τού Περιοδικού Κλασικών Σπουδών» (1958-1997). Ενας πλήθος από πρωτότυπες μελέτες, με φανερή γνώση των συζητουμένων προβλημάτων και τής βιβλιογραφίας και με τεκμηρίωση από τα κείμενα των αρχαίων συγγραφέων περιλαμβάνονται σ’ αυτόν τον τόμο. Πρόκειται για μελέτες που αφορούν κυρίως σε θέματα φιλολογίας, φιλοσοφίας, ιστορίας και γλώσσας και που βρίσκονται στο επίπεδο των αντίστοιχων μελετών σε μεγάλα ευρωπαϊκά ή αμερικανικά περιοδικά. Ας σημειωθεί ότι μεταφράσεις τού συνόλου των ελληνικών τραγωδιών υπάρχουν σε τρεις διαφορετικές εκδόσεις (κατά τα έτη 1959-60, 1964-65 και 1991-92), ενώ 5 τόμοι μετάφρασης των «Ηθικών» τού Πλουτάρχου έχουν εξαντληθεί με κυκλοφορίες μέχρι 25.000 αντίτυπα ο κάθε τόμος.


Εχει ενδιαφέρον -αλλά δεν το επιτρέπει ο χώρος- να εξετάσουμε πώς βλέπουν τα μηνύματα των κλασικών Ιάπωνες μελετητές, προερχόμενοι από έναν πολιτισμό που διαφέρει πολύ από αυτόν τής Ευρώπης. Εχει λεχθεί ότι τους πολιτισμικούς σου γονείς, αντίθετα προς τους βιολογικούς, μπορείς και τους επιλέγεις. Αναζητώντας πολιτισμικές συγγένειες, επιρροές και συγκλίσεις «οι Ιάπωνες μπορεί να θεωρήσουν τους εαυτούς τους ως πολιτισμικούς απογόνους των Ελλήνων και των Ρωμαίων», όπως γράφει ο Shigetake Yaginuma, των Ελλήνων και των Ρωμαίων που είναι ή έχουν επιλεγεί να είναι πολιτισμικοί γονείς και πρόγονοι των Ευρωπαίων.


Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής Γλωσσολογίας, πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.