Ο Βίκτωρ Κλέμπερερ δεν είναι τόσο γνωστός όσο ο ξάδερφός του, ο διάσημος διευθυντής ορχήστρας Οττο Κλέμπερερ. Η ζωή και το έργο του όμως παρουσιάζουν ξεχωριστό ενδιαφέρον. Εβραίος στην καταγωγή, ο Βίκτωρ Κλέμπερερ είναι Γερμανός. Ο ίδιος όμως αισθάνεται ευρωπαίος πολίτης και σπουδάζει γαλλική λογοτεχνία στη Γενεύη, στο Παρίσι, στο Βερολίνο και στο Μόναχο, όπου το 1914 υποστηρίζει τη διατριβή του με αντικείμενο τη σκέψη του Μοντεσκιέ. Παρά ταύτα, ο Κλέμπερερ κατατάσσεται εθελοντής στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, γιατί κρίνει ότι έχει καθήκον να υπερασπισθεί την πατρίδα του. Με το τέλος του πολέμου προσλαμβάνεται στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου και στη συνέχεια εκλέγεται καθηγητής της γαλλικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Δρέσδης. Εκεί τον πετυχαίνει ο ναζισμός.


Πιστός στην ανθρωπιστική του παιδεία και αρνούμενος να πιστέψει ότι η ναζιστική θηριωδία θα εγκατασταθεί για τα καλά στη Γερμανία, ο πεισματάρης Κλέμπερερ αρνείται να μεταναστεύσει. Αλλά οι ελπίδες του θα διαψευστούν: το 1935 θα εκδιωχθεί από το πανεπιστήμιο και θα παραμείνει χωρίς πόρους· θα εξαναγκαστεί στα 55 του χρόνια να εργαστεί ως ανειδίκευτος εργάτης σε μια βιομηχανία. Θα του πάρουν το σπίτι και θα τον αναγκάσουν να εγκατασταθεί σε ένα οίκημα που προορίζεται αποκλειστικά για Εβραίους. Θα τον υποχρεώσουν να πηγαίνει στο εργοστάσιο με τα πόδια, απαγορεύοντάς του να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε άλλο μέσο μεταφοράς. Θα του στερήσουν τη δυνατότητα να έχει ραδιόφωνο, τη δυνατότητα να γίνει συνδρομητής σε εφημερίδες και περιοδικά, καθώς και την πρόσβαση σε δημόσιες και πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες. Θα του απαγορεύσουν να έχει στη βιβλιοθήκη του βιβλία γραμμένα από μη άριους, καθώς και να συντηρεί κατοικίδια ζώα. Το 1938 θα τον μετονομάσουν σε Βίκτωρα-Ισραήλ, ενώ το 1941 θα τον υποχρεώσουν να φέρει το κίτρινο αστέρι.


Ωστόσο, ο Κλέμπερερ δεν οδηγείται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Η τύχη αυτή εξηγείται από το γεγονός ότι είναι παντρεμένος με καθαρόαιμη Γερμανίδα, η οποία ανήκει στην ανώτερη φυλή. Η Εύα Κλέμπερερ αντιστάθηκε σε όλες τις πιέσεις του καθεστώτος και αρνήθηκε να πάρει διαζύγιο από τον άντρα της. Αυτή τον κράτησε, κυριολεκτικά, στη ζωή επί 10 χρόνια, ως το πρωί της 13ης Φεβρουαρίου 1945, όταν το καθεστώς αποφάσισε να άρει τον νόμο που χώριζε τους Εβραίους των «μεικτών γάμων» από τα στρατόπεδα του θανάτου και οι αρχές ασφαλείας καλούν τον Βίκτωρα-Ισραήλ. Αλλά το βράδυ της ίδιας μέρας οι Σύμμαχοι βομβαρδίζουν τη Δρέσδη και ο Κλέμπερερ σώζεται.


Μαζί του όμως διασώζεται και ένα ασυνήθιστο γραπτό, το οποίο εκδίδεται στην Ανατολική Γερμανία το 1947 με τον τίτλο Η γλώσσα του Τρίτου Ράιχ και με τον υπότιτλο Σημειώσεις ενός φιλολόγου. Πρόκειται για ένα βιβλίο, το οποίο συνδυάζει το ύφος του προσωπικού ημερολογίου με τη μορφή της ψύχραιμης επιστημονικής παρατήρησης. Το βιβλίο αντλεί το περιεχόμενό του από το ημερολόγιο που ο Κλέμπερερ κρατάει ήδη πριν από το 1933, όπου οι σημειώσεις αρχίζουν να πυκνώνουν. Αντικείμενο του φιλολόγου στο ημερολόγιο είναι η καταγραφή της καθημερινής χρήσης της γλώσσας από τη στιγμή που οι ναζί κατακλύζουν το κοινωνικό τοπίο και στη συνέχεια κατακτούν την εξουσία. Αλλά το αντικείμενο αυτό δεν ήταν ούτε δεδομένο ούτε προαποφασισμένο από τον φιλόλογο: προέκυψε από μόνο του, κατά κάποιον τρόπο, στο τέλος μιας σειράς μετασχηματισμών.


Στην αρχή, όταν ακόμη η ελπίδα άφηνε περιθώρια αισιοδοξίας, ο Κλέμπερερ σημείωνε εν είδει παρωδίας, όπως γράφει ο ίδιος, τις γλωσσικές ιδιοτροπίες των ηγετών του ναζισμού και των πιστών οπαδών τους. Στη συνέχεια όμως καθώς οι ιδιοτροπίες αυτές απλώνονται στο σώμα της γλώσσας και το μουδιάζουν, ο φιλόλογος τις καταγράφει για να μην τις ξεχάσει: «κάτι σαν κόμποι στο μαντίλι», όπως το λέγει.


Αλλά όταν οι κόμποι αυτοί έγιναν κόμποι στον λαιμό, το ημερολόγιο βρήκε τον στόχο του· έγινε «ένα μέσο νόμιμης άμυνας, ένα SOS που έστελνα στον εαυτό μου όλα αυτά τα θλιβερά χρόνια». Ενα εργαλείο επιβίωσης με δύο λόγια, που ο Κλέμπερερ περιγράφει με ένα μικρό αφήγημα. «Μια μέρα, στο τσίρκο, ένας μικρός ρωτάει τον πατέρα του: Μπαμπά, τι κάνει αυτός ο κύριος με το κοντάρι πάνω στο σκοινί; ­ Κουτέ, δεν βλέπεις ότι το κρατάει; ­ Κι αν το αφήσει να πέσει; ­ Μα αφού σου λέω ότι το κρατάει».


Με άπειρη προσοχή και επινοητικότητα ο Βίκτωρ Κλέμπερερ προφύλαξε το ημερολόγιό του από τις εφόδους της αστυνομίας στο διαμέρισμά του. Κανείς, εκτός από τη γυναίκα του που το ήξερε, δεν είχε υποψιαστεί την ύπαρξή του. Στις σελίδες του σωσίβιου γραπτού, ο φιλόλογος σημειώνει τη νύχτα ό,τι κατάφερε να παρατηρήσει την ημέρα. Καθώς δεν του επιτρέπεται να διαβάσει τα έντυπα που κυκλοφορούν, είναι υποχρεωμένος να αρκεστεί, τις περισσότερες φορές, στον προφορικό λόγο. Αλλά δεν αφήνει ευκαιρία να του ξεφύγει οποιαδήποτε μορφή γραπτού: από τις διαφημίσεις και τις τοιχοκολλημένες ανακοινώσεις ως τις εφημερίδες που χρησιμοποιούνται για περιτύλιγμα. Σημειώνει τις εκφράσεις των εργατών στο εργοστάσιο, τη γλώσσα των αστυνομικών αλλά και τον τρόπο με τον οποίο μιλούν οι Εβραίοι «σ’ αυτό τον ζωολογικό κήπο που μας έχουν εγκαταστήσει». Και το συμπέρασμά του έχει την κοφτή ακρίβεια της φιλολογικής παρατήρησης: «Οι διαφορές στη χρήση της γλώσσας δεν ήταν μεγάλες. Οχι, στην πραγματικότητα δεν υπήρχε καμία διαφορά. Ολοι, οπαδοί και αντίπαλοι, θύτες και θύματα, καθοδηγούνταν από τα ίδια πρότυπα».


Αυτά τα πρότυπα θα αποτελέσουν το αντικείμενο της Γλώσσας του Τρίτου Ράιχ. Πρέπει να διαβάσει κανείς το βιβλίο στο σύνολό του, για να διαπιστώσει την ευστοχία αλλά και τον επίκαιρο χαρακτήρα των αναλύσεων του συγγραφέα, οι οποίες αποτέλεσαν τη μήτρα για όλες τις επόμενες μελέτες που αναζήτησαν τη φυσιογνωμία μιας γλώσσας, όταν αυτή λειτουργεί υπό την πίεση της ιδεολογίας. Η εντύπωσή μου, ωστόσο, είναι ότι δεν πρέπει να βιαστούμε να σφραγίσουμε το έργο με τις σφραγίδες της μακαριότητας και της αθωότητας που συνοδεύουν τους πρωτεργάτες. Και τούτο, γιατί ο Κλέμπερερ δοκιμάζει να ορίσει πρότυπα, αποφεύγοντας τις γενικεύσεις.


Ισως θα ήταν σωστότερο να υποθέσουμε ότι στην προκειμένη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με μεθοδολογική και θεωρητική επιλογή. Από τη σκοπιά αυτή, ο ορθολογισμός του Κλέμπερερ έχει πάντοτε τοπικό χαρακτήρα και στο σημείο αυτό εντοπίζεται, κατά τη γνώμη μου, η αρετή που καθιστά το βιβλίο επίκαιρο. Γιατί τίποτε δεν μοιάζει ευκολότερο από τις γενικεύσεις, σε περιοχές μάλιστα που τούτες δω συνιστούν σχεδόν έναν φυσικό πόλο έλξης, ένα είδος πειρασμού της θεωρίας. Οπως το λέγει ο Βίκτωρ Κλέμπερερ: «Ενας πετυχημένος στίχος σε μια καλλιεργημένη γλώσσα, σε τίποτε δεν αποδεικνύει την ποιητική δύναμη εκείνου που τον βρήκε. Δεν είναι τόσο δύσκολο, σε μια γλώσσα με υψηλό βαθμό καλλιέργειας, να εμφανιστεί κανείς με το ύφος του ποιητή και του στοχαστή».


Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.