Αν ξεκινήσουμε από την παραδοχή ότι η εικόνα της σύγχρονης Ελλάδας στο εξωτερικό χρειάζεται το λιγότερο ενίσχυση και επαναπροσδιορισμό, τότε η ίδρυση με ελληνική χορηγία της έδρας «Ελευθέριος Βενιζέλος» στη London School of Economics (LSE) ήταν μια επιτυχημένη κίνηση. Και αν σε αυτήν την παραδοχή προσθέσουμε και την άλλη, την εξίσου απτή και αναγκαία, ότι ανήκουμε στις χώρες των οποίων τα στελέχη και οι εμπειρογνώμονες χρειάζονται οπωσδήποτε ένα πτυχίο από καλό ξένο πανεπιστήμιο, τότε η ίδρυσή της ήταν επιπλέον άκρως απαραίτητη κίνηση. (Βεβαίως, το ότι αποδεχόμαστε πλήρως και χωρίς προβληματισμούς την πενία του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος και την αδυναμία του να «σταθεί» μέσα σε ένα βιογραφικό σημείωμα είναι ένα άλλο θέμα που ουδέναν μοιάζει να απασχολεί).


* Το χρονικό της χορηγίας


Πριν από τρία χρόνια ξεκίνησε όλη η διαδικασία που κατέληξε προσφάτως στην εκλογή του καθηγητή που θα αναλάβει την έδρα, του κ. Λουκά Τσούκαλη (καθηγητή στη Νομική Αθηνών, στο Ευρωπαϊκό Κολέγιο της Μπρυζ και διευθυντή κατά το παρελθόν του Ελληνικού Κέντρου Ευρωπαϊκών Μελετών). Τότε, περί το 1994, επιτροπή καθηγητών από τη LSE (ανάμεσά τους ο διευθυντής του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου του Πανεπιστημίου κ. Χ. Ματσίν και ο καθηγητής Κοινωνιολογίας κ. Ν. Μουζέλης) ήρθε στην Ελλάδα για να ανακοινώσει σε πιθανούς χορηγούς την πρόθεση του πανεπιστημίου να ιδρύσει μέσα στο Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο του το Ελληνικό Παρατηρητήριο με αντικείμενο τη μελέτη και τη διδασκαλία της σύγχρονης Ελλάδας. Το Ελληνικό Παρατηρητήριο θα ήταν ένα από τα έξι συνολικά «κέντρα» του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου.


Εκτός από το Ισπανικό Παρατηρητήριο, που έχει την επωνυμία Κέντρο Σύγχρονων Ισπανικών Μελετών και λειτουργεί ήδη εδώ και δύο χρόνια, το πανεπιστήμιο προβλέπει τη δημιουργία αναλόγων για την Ιταλία, την Πορτογαλία, τη Γαλλία και τη Γερμανία. Ευήκοα ώτα βρέθηκαν για την πρόταση των εκπροσώπων της LSE· κατ’ αρχάς και κυρίως από την πλευρά του υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Ν. Γκαργκάνα, ο οποίος και ξεκίνησε όλη την αναζήτηση του κεφαλαίου. Η μέθοδος αυτή χρηματοδότησης – χορηγίας δεν είναι διόλου ασυνήθιστη στον διεθνή πανεπιστημιακό χώρο: εξασφαλίζεται από τους χορηγούς το απαραίτητο ποσό, το οποίο στη συνέχεια επενδύεται ώστε τα κέρδη από την επένδυση αυτή να καλύπτουν το προβλεπόμενο κόστος.


Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το απαιτούμενο ποσόν, που αντιπροσωπεύει κατά τον προγραμματισμό του πανεπιστημίου 25 φορές το κόστος για μισθό καθηγητή και γραμματέως, συγκεντρώθηκε κυρίως από ελληνικούς τραπεζικούς οργανισμούς: Τράπεζα της Ελλάδος, Εθνική, Εμπορική και Ιονική. Συνέβαλαν στη συνέχεια και άλλες τράπεζες (Αγροτική και Εργασίας) καθώς και το ελληνικό υπουργείο Παιδείας με το ποσόν των 30 εκατομμυρίων, αλλά και ορισμένοι ιδιώτες. Το κεφάλαιο αυτό ανήλθε σε 660 εκατ. δρχ. και θα καλύπτει εσαεί τα βασικά κατ’ αρχήν έξοδα της έδρας. Ποσό διόλου υπερβολικό, που μοιάζει ακόμη χαμηλότερο αν το συγκρίνει π.χ. κανείς με το κόστος της εφήμερης διάρκειας τελετής ενάρξεως του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος Στίβου!


* Πέραν των στενών ορίων


Μπορεί να μην είναι η πρώτη φορά που ελληνική τράπεζα στηρίζει οικονομικά νεοελληνικές σπουδές (η Τράπεζα Πίστεως επιχορηγεί ελληνική έδρα στην Οξφόρδη), αλλά οπωσδήποτε είναι η πρώτη φορά που δημιουργείται και μάλιστα σε ένα τόσο διεθνώς έγκυρο πανεπιστήμιο κέντρο που θα ασχολείται όχι με τα ελληνικά γράμματα αλλά με τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Από 1ης Μαρτίου 1998 ο εκλεγείς καθηγητής κ. Λ. Τσούκαλης θα εγκατασταθεί στη LSE. Μαζί του στο τμήμα οι ήδη διδάσκοντες στο πανεπιστήμιο κκ. Σπ. Οικονομίδης (ο οποίος διδάσκει στο Τμήμα Διεθνών Σχέσεων) και Ηλ. Μόσσιαλος (Τμήμα Υγείας).


Περί τους 200 υπολογίζονται οι έλληνες φοιτητές στο πανεπιστήμιο και περί τους 20 οι ελληνικής καταγωγής διδάσκοντες. Ωστόσο πρόθεση προφανώς του νέου τμήματος δεν είναι η κατάρτιση προγράμματος που θα αφορά στενά το ελληνικό στοιχείο αλλά, αντιθέτως, η προσπάθεια να προσελκύσει κατά το δυνατόν η Ελλάδα το ενδιαφέρον των ξένων ερευνητών και από την άλλη πλευρά να διευρυνθεί η οπτική μέσα από την οποία εξετάζονται τα ελληνικά θέματα.


Αυταπάτες δεν υπάρχουν: το ενδιαφέρον για τη μελέτη της Ελλάδας, μιας χώρας τόσο μικρής εκτός όλων των άλλων, μπορεί να προκληθεί μόνο αν τα ελληνικά θέματα, η ελληνική κοινωνία, η χώρα, τοποθετηθούν μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, προφανώς το ευρωπαϊκό, και μέσα σε αυτό να εξετασθεί. Αλλιώς, το πεδίο του αντικειμένου αλλά και το φάσμα των ερευνητών θα είναι εξαιρετικά περιορισμένα. Ο εθνοκεντρισμός εξάλλου είναι απευκταίος για τον πρόσθετο λόγο ότι το συγκεκριμένο πανεπιστήμιο, η London School of Economics, είναι ακριβώς γνωστό και περίφημο και ως ένα από τα πλέον «διεθνή» εκπαιδευτικά ιδρύματα.


Διδασκαλία και έρευνα (και θεωρητική και εφαρμοσμένη): τα σεμινάρια που θα οργανωθούν (και σε αυτά συχνά θα καλούνται επιστήμονες και από άλλα ιδρύματα ή και προσωπικότητες από όλους τους συναφούς αντικειμένου χώρους) θα αφορούν φοιτητές είτε προπτυχιακούς που θα ενδιαφέρονται να επιλέξουν μαθήματα που έχουν αντικείμενο τη σημερινή Ελλάδα είτε μεταπτυχιακούς που θέλουν να ειδικευτούν σε ελληνικά θέματα.


Καθηγητές της LSE (μεταξύ αυτών και ο κ. Ν. Μουζέλης), ο καθηγητής της έδρας κ. Λ. Τσούκαλης και από την Ελλάδα ο κ. Ν. Γκαργκάνας θα μετέχουν στο εποπτικό συμβούλιο, το οποίο θα συνέρχεται τουλάχιστον άπαξ του έτους για να παρακολουθεί την εξέλιξη του τμήματος και να εγκρίνει τρόπον τινά το πρόγραμμά του πριν από την έναρξη κάθε ακαδημαϊκού έτους. Ο Οκτώβριος του 1998, με την αρχή της μεθεπόμενης πανεπιστημιακής χρονιάς, θα σημάνει και τη χρονική αφετηρία για το Ελληνικό Παρατηρητήριο.


Το να αποκτήσουμε ως χώρα πρόσωπο στον διεθνή εκπαιδευτικό χώρο, πρόσωπο τόσο ενδιαφέρον ώστε να αξίζει να ερευνηθεί και να μελετηθεί, δεν είναι από τα θαύματα που γίνονται στη διάρκεια ενός έτους. Η ίδρυση του Παρατηρητηρίου με την οργάνωση της LSE και με τη χορηγία των ελληνικών τραπεζών πρέπει να αξιολογηθεί ως μια σημαντική χειρονομία, ως μια πρώτη χειρονομία που απαιτεί πολλές ακόμη χορηγίες και πολύ καλή οργάνωση ώστε να μπορέσει να αποδώσει. Αν περιορισθούμε στην παροιμία «κάθε αρχή και δύσκολη», θα πρέπει να είμαστε ικανοποιημένοι. Αν αναλογιστούμε σε ποιο σημείο βρίσκεται η εκπαίδευση στην Ελλάδα και τον βαθμό αδιαφορίας μας προς αυτή την εκπαίδευση, ε, τότε, η πόρτα που ανοίγει για μας στη LSE είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία. Αρκεί να έχει συνέχεια.