Τον Ιούνιο του 1979, δύο χρόνια μετά τον θάνατό της, η τέφρα της σκορπίστηκε στον Σαρωνικό, όπως το είχε ζητήσει. Η Καικιλία – Σοφία – Αννα – Μαρία Καλογεροπούλου, κατά κόσμον Μαρία Κάλλας, επέστρεψε στην πατρίδα της.


Γεννημένη στη Νέα Υόρκη, τη χρονιά όπου η οικογένειά της μετανάστευσε στις ΗΠΑ (Δεκέμβριος του 1923), η Κάλλας ήταν το τρίτο παιδί του φαρμακοποιού από τον Μελιγαλά Γεώργιου Καλογερόπουλου και της Ευαγγελίας (το γένος Δημητριάδη) από τη Στυλίδα. Ηταν μόλις 14 ετών όταν επέστρεψε στην Ελλάδα μαζί με τη μητέρα της. Την ίδια χρονιά έγινε δεκτή δωρεάν από τον Μανώλη Καλομοίρη στο Εθνικό Ωδείο. Στην τάξη της Μαρίας Τριβέλλας η Κάλλας είχε δασκάλους της τον Γεώργιο Καρακαντά (μελόδραμα) και την Ηβη Πανά (πιάνο). Μετά φοίτησε στο Ωδείο Αθηνών με καθηγήτρια τη φημισμένη ισπανίδα υψίφωνο Ελβίρα ντε Ιντάλγκο, χωρίς όμως να πάρει τελικά δίπλωμα, επειδή δεν είχε παρακολουθήσει τα μαθήματα κανονικά.


Το 1940 προσελήφθη από την Εθνική Λυρική Σκηνή. Το 1945 πήγε στη Νέα Υόρκη και δύο χρόνια αργότερα την πρόσεξε ο ιταλός τενόρος Τζιοβάνι Τζενατέλο και της πρότεινε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην «Τζοκόντα» του Πονικέλι. Εκεί γνώρισε τον βιομήχανο Τζιοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι, ο οποίος εκτός από σύζυγός της (1949-1959) έγινε και μάνατζέρ της. Παράλληλα γνώρισε τον αρχιμουσικό Τούλιο Σεραφίν, που την έπεισε να στραφεί προς το μπελκάντο. Ο Σεραφίν έγινε ο μεγάλος της δάσκαλος, εκείνος που τη μύησε στα μυστικά του τραγουδιού· ο ρόλος του στην πορεία της ήταν καθοριστικός.


Οι σταθμοί της καριέρας της: Μετά την «Τζοκόντα», η Μαρία Κάλλας συνέχισε με τη «Νόρμα» και τους «Πουριτανούς» του Μπελίνι, τον «Ναμπούκο» του Βέρντι, τον «Σικελικό Εσπερινό» του Βέρντι, την «Αρμίντα» του Ροσίνι, τη «Μήδεια» του Κερουμπίνι. Επιφυλακτική ως τότε μαζί της η Σκάλα του Μιλάνου τής ανοίγει τις πόρτες το 1951. Η αποκλειστική θητεία της στο μεγαλύτερο λυρικό θέατρο του κόσμου θα διαρκέσει επτά χρόνια, με πέντε και έξι έργα κάθε χρονιά, πολλά από τα οποία παρουσιάζονται για πρώτη φορά.


Ακολουθούν οι συνεργασίες της με τους σκηνοθέτες Φράνκο Τζεφιρέλι και Μαργαρίτα Βάλμαν, ενώ τη διευθύνουν ο Λέοναρντ Μπέρνσταϊν, ο Κάρλο – Μαρία Τζουλίνι και ο Χέρμπερτ φον Κάραγιαν. Την ίδια εποχή γνώρισε και τον Λουκίνο Βισκόντι, τον σκηνοθέτη που θα της διδάξει την υποκριτική και που θα εκλεπτύνει τα εκφραστικά της μέσα. Από τις πέντε συνεργασίες τους ξεχωρίζει η «Τραβιάτα» του Βέρντι, που άφησε εποχή με την αισθητική της. Στο μεταξύ άρχισε τις ηχογραφήσεις και τις εμφανίσεις της σε όλο τον κόσμο. Το 1956 εμφανίζεται στη Μετροπόλιταν Οπερα.


Ανοδος και πτώση: Το 1954 η ως τότε ευτραφής Μαρία Κάλλας υφίσταται μια εξαντλητική δίαιτα και αποκτά την πολυπόθητη σιλουέτα. Μαζί όμως με το αδυνάτισμα παρατηρείται και ένα «αδυνάτισμα» στην απόδοσή της. Αλλωστε η Κάλλας έφθανε πάντα σε φωνητικές ακρότητες και εξαντλούσε τις δυνατότητές της, γεγονός που της κόστισε μια πρόωρη παρακμή στη φωνή της. Βέβαια πολλοί είναι εκείνοι που θεωρούν ότι αυτή η αυτοκαταστροφική της τόλμη οδήγησε στο «φαινόμενο» Κάλλας, ένα φαινόμενο μοναδικής ποικιλίας στο ρεπερτόριο. Η τύχη τα έφερε έτσι ώστε να πραγματοποιήσει τις πιο λαμπρές της εμφανίσεις εκείνη την εποχή· όπως το ρεσιτάλ του 1957 στο Ηρώδειο, που ήταν ένας θρίαμβος.


Το καλοκαίρι του ’57 στη Βενετία, σε μια δεξίωση προς τιμήν της, γνώρισε τον Αριστοτέλη Ωνάση. Αυτή η συνάντηση, καταλυτική για τη ζωή της, επέδρασε αρνητικά στην καριέρα της. Το ’59 εγκαταλείπει τον Μενεγκίνι για να ζήσει με τον έλληνα μεγιστάνα. Το 1960 θα τραγουδήσει για τελευταία φορά στη Σκάλα, ενώ την ίδια χρονιά θα ερμηνεύσει τη «Νόρμα» στην Επίδαυρο και το ’61 τη «Μήδεια».


Το 1965 εγκαταλείπει τη σκηνή για πάντα και τρία χρόνια μετά την εγκαταλείπει ο Ωνάσης (για να παντρευτεί την Τζάκι Κένεντι). Το 1969 ερμηνεύει τη Μήδεια στην ομώνυμη ταινία του Πιερ Πάολο Παζολίνι. Παρά τα πολλά της σχέδια τίποτα δεν πραγματοποιήθηκε, εκτός από ορισμένες ηχογραφήσεις.


Τα τελευταία χρόνια: Στις αρχές του ’70 της προτάθηκε να διδάξει στη Μουσική Σχολή Τζούλιαρντ της Νέας Υόρκης· τα μαθήματά της ονομάστηκαν «λυρική παράδοση» και στόχο είχαν τη μετάδοση της πείρας της. Το 1972 σταματά τη διδασκαλία και την ίδια χρονιά ξαναρχίζει τη συνεργασία με τον Ντι Στέφανο, φίλο από τις παλιές καλές ημέρες. Ηχογραφούν και δίνουν ρεσιτάλ. Το ’73 εμφανίσθηκαν στο Αμβούργο και το ’74 στην Ιαπωνία. Επειτα επέλεξε την απομόνωση στο διαμέρισμά της στο Παρίσι.


Ενας ένας οι φίλοι και οι αγαπημένοι της φεύγουν από τη ζωή. Στα 53 της χρόνια, στις 16 Σεπτεμβρίου του 1977, μια καρδιακή προσβολή θα σημάνει και το δικό της τέλος.


Η Μαρία Κάλλας δεν κατέγραψε απλώς στο βινύλιο τη φωνή της. Σε κάθε νέα ηχογράφησή της «μετέφερε» μαζί με τον γνώριμο ήχο της και το μεγαλείο των δραματικών ερμηνειών της. Οι ηχογραφήσεις της είναι σχεδόν ολοκληρωμένες παραστάσεις, αφού το μόνο που τους λείπει για να αποτελούν θεατρικά ντοκουμέντα είναι η εικόνα. Ολα τα άλλα, η δραματικότητα, η υποκριτική ένταση, η αίσθηση, η ψυχή που πάλλεται, βρίσκονται εκεί και παραπέμπουν σε μια ζωντανή παράσταση, από αυτές που κάποτε προσέφεραν στους θεατές σπάνιες στιγμές συγκίνησης και απόλαυσης, και στην καλλιτέχνιδα την αποθέωση.


Η παρουσία της υψιφώνου στη δισκογραφία είναι πλούσια. Ευτυχώς το φαινόμενο Κάλλας ήταν τόσο ισχυρό ώστε δεν επέτρεψε στις δισκογραφικές εταιρείες να του κλείσουν τις πόρτες, όπως συνέβη με άλλες μεγάλες καλλιτέχνιδες, που οι θριαμβευτικές τους πορείες σώζονται μόνο από ζωντανές, πειρατικές συχνά, ηχογραφήσεις. Ετσι, η ερμηνεύτρια έχει ηχογραφήσει πλήθος ρεσιτάλ καθώς και 33 όπερες, κάποιες από αυτές δύο φορές. Η επιλογή ανάμεσα σε όλους αυτούς τους δίσκους που διατίθενται στο εμπόριο είναι ιδιαίτερη δύσκολη. Σε καθεμία από αυτές τις ηχογραφήσεις η Κάλλας δίνει και κάτι διαφορετικό, κάτι που πάντα έχει ενδιαφέρον, ξεκινώντας από τις πρώτες ηχογραφήσεις της ως τις τελευταίες της, δηλαδή από την περίοδο όπου η φωνή της ήταν από κάθε άποψη εντυπωσιακή ως τις ημέρες όπου αντιμετώπιζε τα γνωστά προβλήματα.


«Το Βήμα» προτείνει επιλεκτικά μερικές από τις δισκογραφικές στιγμές της Μαρίας Κάλλας. Από εκεί και πέρα, ο ενδιαφερόμενος μπορεί να αναζητήσει και άλλες, να προχωρήσει περισσότερο, σε μια από τις πιο ενδιαφέρουσες «περιπέτειες» στον κόσμο της μουσικής: στην ανακάλυψη, στη γνωριμία μιας τέχνης που ξεκινά από την ψυχή και την καρδιά.


Η πρώτη επαγγελματική ηχογράφηση της «Νόρμα» του Μπελίνι που έκανε η Κάλλας το 1954 παρουσιάζει την καλλιτέχνιδα σε πλήρη φωνητική άνθηση. Σε έναν από τους κορυφαίους ρόλους της καριέρας της, αυτόν την ιέρειας των Δρυΐδων, η Μαρία Κάλλας κυριαρχεί δυναμικά, πλαισιωμένη από τη (μεγάλη σε ηλικία για τον ρόλο της Ανταλτζίζα αλλά εξαιρετική πάντα) μεσόφωνο Εμπε Στινιάνι, τον τενόρο Μάριο Φιλιπέσκι και τον βαθύφωνο Νικόλα Ρόσι Λεμένι. Διευθύνει ο Τούλιο Σεραφίν, ο οποίος καθοδηγεί την καλλιτέχνιδα και στη δεύτερη επαγγελματική ηχογράφηση της «Νόρμα», το 1960: εδώ η φωνή έχει εμφανείς αδυναμίες, η ερμηνεία όμως είναι μεγαλειώδης και πιο ώριμη, όπως πολλοί μουσικοκριτικοί έχουν επισημάνει, από ό,τι στην παλαιότερη ηχογράφηση. Δίπλα της ο τενόρος Φράνκο Κορέλι, η μεσόφωνος Κρίστα Λούντβιχ και ο βαθύφωνος Νίκος Ζαχαρίου («ο καλύτερος από τους Οροβέζο», όπως πρόσφατα είχε επισημάνει το αγγλικό περιοδικό «Οπερα»), συμπληρώνουν ένα άριστο πρωταγωνιστικό κουαρτέτο.


Δίπλα στη «Νόρμα», άλλος ένας κορυφαίος ρόλος της Κάλλας υπήρξε η «Μήδεια» του Κερουμπίνι. Μοναδική επαγγελματική ηχογράφηση του ρόλου είναι αυτή του 1957, πάλι με τον Σεραφίν στο πόντιουμ. Ας μην ξεχνάμε όμως και τις «ζωντανές» του 1958 από το Ντάλας, με τον Νικόλα Ρεσίνιο να διευθύνει, τον Τζον Βίκερς ως Ιάσονα και τον Ζαχαρίου ως Κρέοντα, και του Κόβεντ Γκάρντεν το 1959, με τους προαναφερόμενους συντελεστές. Τον Ζαχαρίου εξάλλου συναντάμε, μεταξύ άλλων, και στην ηχογράφηση της «Σονάμπουλα» (την ομορφότερη μάλλον που έγινε ποτέ) του Μπελίνι, το 1957 υπό τη διεύθυνση του Αντονίνο Βότο, και στην «Μποέμ» του Πουτσίνι που διηύθυνε ο Βότο το 1956 με τους Κάλλας (σε έναν ρόλο που ποτέ δεν έπαιξε στη σκηνή), Τζιουζέπε ντι Στέφανο και Αννα Μόφο, και στον «Κουρέα της Σεβίλλης» (1957), όπου δίπλα στη Ροζίνα της Κάλλας Φίγκαρο είναι ο Τίτο Γκόμπι και Αλμαβίβα ο Λουίτζι Αλβα.


Τα φωνητικά πυροτεχνήματα που θέλει η παράδοση είναι εντυπωσιακά στη «Λουτσία Ντι Λάμερμουρ» του Ντονιτσέτι, άλλη μια μεγάλη στιγμή στην καριέρα της ελληνίδας υψιφώνου. Η Λουτσία της Κάλλας όμως, πέρα από άψογη τεχνικά και εντυπωσιακή, είναι και ένα πραγματικό ρεσιτάλ υποκριτικής. Πολλές οι ζωντανές ηχογραφήσεις που διατίθενται στην αγορά. Ξεχωρίζει αυτή που διηύθυνε ο Χέρμπερτ φον Κάραγιαν το 1955 στο Βερολίνο, με τους Ντι Στέφανο, Ζαχαρίου και Ρολάντο Πανεράι στο πλευρό της καλλιτέχνιδος. Σε καλύτερο ήχο υπάρχουν και οι δύο στούντιο ηχογραφήσεις του ρόλου, το 1953 και το 1959, και οι δύο υπό την μπαγκέτα του Σεραφίν.


Το 1955 ο Λουκίνο Βισκόντι σκηνοθέτησε μια ιστορική σήμερα παράσταση της «Τραβιάτα» του Βέρντι στη Σκάλα του Μιλάνου. Οι ερμηνείες των Κάλλας, Ντι Στέφανο και Ετόρε Μπαστιανίνι σώζονται χάρη στη ζωντανή ηχογράφηση που έγινε. Δύο χρόνια νωρίτερα η Κάλλας είχε κάνει τη μοναδική της επαγγελματική ηχογράφηση του ρόλου, με τον Φραντσέσκο Αλμπανέζε ως Αλφρέντο. Εκείνη την ίδια χρονιά είχε ηχογραφήσει και την «Τόσκα» του Πουτσίνι, για πρώτη φορά, με τους Ντι Στέφανο και Γκόμπι. Το 1964, που ηχογράφησε ξανά τον ρόλο, πάλι με τον Γκόμπι αλλά με τον Κάρλο Μπεργκόντσι στη θέση του Ντι Στέφανο, η φωνή ήταν σε κακή κατάσταση, το αποτέλεσμα όμως είναι και πάλι μαγικό. Αυτή η «Τόσκα» είναι μια από τις τελευταίες αγωνιώδεις προσπάθειες της Κάλλας να ξανατραγουδήσει (εκείνη την εποχή έκανε και τις τελευταίες εμφανίσεις της στο παλκοσένικο). Σχεδόν χωρίς φωνή, καταφέρνει να καθηλώσει τον ακροατή με τη δύναμη της ψυχής και του ταλέντου, που προσπαθούσε να εκφραστεί ακόμη και τότε που δεν διέθετε τα μέσα.


Αν και για τους περισσότερους μεγάλους ρόλους της μπήκε στα στούντιο (πολύ όμορφες είναι οι ερμηνείες της στην «Τζοκόντα» του Πονκιέλι ­ ηχογραφήσεις του 1952 και 1959 ­, στους «Πουριτανούς» του Μπελίνι ­ ηχογράφηση του 1953 ­ και στον Τροβατόρε» του Βέρντι ­ ηχογράφηση του 1956 υπό τη διεύθυνση του Κάραγιαν), υπήρξαν και ρόλοι που, αν και αποτέλεσαν μεγάλες επιτυχίες, σώζονται μόνο χάρη σε ζωντανές ηχογραφήσεις. Ανάμεσά τους ξεχωριστή θέση κατέχουν η «Αννα Μπολένα» του Ντονιτσέτι, με την Τζουλιέτα Σιμιονάτο (Σκάλα, 1957), ο «Μάκβεθ» του Βέρντι (Σκάλα, 1952), ο «Πειρατής» του Μπελίνι (Κάρνεγκι Χολ, 1959), καθώς και η «Εστιάδα» του Σποντίνι (Σκάλα, 1954).


Φυσικά, πέρα από τις ολόκληρες όπερες ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα ρεσιτάλ της καλλιτέχνιδος, τα ζωντανά αλλά και τα ηχογραφημένα στο στούντιο. Η ΕΜΙ, η Centra, η Melodram, η Arcadia και πολλές άλλες εταιρείες διαθέτουν στα δισκοπωλεία πλήθος ρεσιτάλ της Μαρίας Καλλας, στα οποία ερμηνεύει άριες από τις δημοφιλέστερες όπερες ξετυλίγοντας μέσα από αυτά όλη την τέχνη της, από το μπελκάντο ως τον βερισμό, από τον Μότσαρτ ως τον Βάγκνερ, από τον Κερουμπίνι ως τον Πουτσίνι. (Προσοχή, όμως, συχνά το ίδιο ρεσιτάλ διατίθεται από περισσότερες της μιας εταιρείες). Τα λευκώματα


Η μυθολογία της ντίβας επιτρέπει αρκετές διαφορετικές προσεγγίσεις της προσωπικότητάς της: με σεβασμό που καταλήγει σε σοβαρή βιογραφική μελέτη· ή με ελαφρότητα που εστιάζεται στη χλιδή του περίγυρου και καταλήγει σε φθηνό ρομάντζο. Συχνά δε επιχειρείται μια καταγραφή με ισόποσες δόσεις σοβαρότητας και κουτσομπολιού. Η διεθνής βιβλιογραφία για τη Μαρία Κάλλας περιλαμβάνει τίτλους για όλα τα γούστα. Στην ελληνική εκδοτική αγορά πάντως αυτή τη στιγμή κυκλοφορούν τρία πολυτελή λευκώματα που, παρά το κοινό όνομα αναφοράς στον τίτλο, παρουσιάζουν εντελώς διαφορετικά στοιχεία για τη ζωή και το έργο της μεγάλης υψιφώνου. Κυκλοφορεί λοιπόν η βιογραφία και πλήρης εργογραφία με τίτλο «Μαρία Κάλλας / Οι μεταμορφώσεις μιας τέχνης» του Βασίλη Νικολαΐδη, μια μονογραφία «Μήδεια Κάλλας» για έναν ρόλο που ερμήνευσε «σχεδόν φετιχιστικά» από τον Νίκο Μπακουνάκη και η πολύ σημαντική καταγραφή του Πολύβιου Μαρσάν «Μαρία Κάλλας / Η ελληνική σταδιοδρομία της / Χρονικό».


Το βιβλίο του σκηνοθέτη Βασίλη Νικολαΐδη κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1982 από τον «Κέδρο», με πρόλογο του Γιάννη Τσαρούχη και καλλιτεχνική επιμέλεια του Αλέξη Κυριτσόπουλου. Επανακυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μπάστας – Πλέσσας με εμπλουτισμένο το υλικό του το 1995, με πρόλογο του Νίκου Ζαχαρίου «Η Κάλλας που έζησα». Το βιβλίο χωρίζεται σε τέσσερα μέρη, εκ των οποίων το πρώτο αποτελεί ένα συνοπτικό αλλά περιεκτικό βιογραφικό κείμενο. Το δεύτερο σύντομο μέρος του βιβλίου αναφέρεται στη φωνή της Κάλλας, ενώ το τρίτο αναλυτικό τμήμα παρουσιάζει τους ρόλους της και τις μεταμορφώσεις της. Περιγράφονται, χωρισμένοι σε χρονικές περιόδους, οι ρόλοι που τραγούδησε στο κοινό και γίνεται λόγος για εκείνους που ηχογράφησε χωρίς να τους ερμηνεύσει επί σκηνής. Στην τελευταία ενότητα, με τίτλο «Η Κάλλας και οι άλλοι», περιλαμβάνονται κείμενα επωνύμων ­ κάποια γραμμένα ειδικά για την έκδοση ­ καθώς και πολλές φωτογραφίες με διασημότητες της εποχής. Να σημειώσουμε ότι το λεύκωμα περιλαμβάνει περίπου 500 ­ συχνά σπάνιες ­ φωτογραφίες αρχείων.


Η μονογραφία του Νίκου Μπακουνάκη αναφέρεται στον ρόλο που ερμήνευσε η Μαρία Κάλλας κατ’ επανάληψη επί δέκα χρόνια, από το 1953 στη Φλωρεντία ως το 1962 στη Σκάλα του Μιλάνου. Πρόκειται για μια εμπεριστατωμένη πρωτότυπη έρευνα που βασίζεται σε πρωτογενές υλικό, η οποία κυκλοφόρησε με συνεργασία των εκδόσεων Καστανιώτη και του Μεγάρου Μουσικής. Αξιοποιεί σπάνια ντοκουμέντα από το αρχείο Μινωτή – Παξινού του Ελληνικού Λογοτεχνικού Ιστορικού Αρχείου. Παράλληλα αντλεί στοιχεία από δημοσιεύματα εφημερίδων της Ιταλίας, της Αγγλίας, των ΗΠΑ και του εγχώριου Τύπου. Το βιβλίο δεν αποτελεί μία ακόμη βιογραφία της Μαρίας Κάλλας ­ κάτι που σύμφωνα με τον ερευνητή δεν θα είχε κανένα νόημα ­, αλλά είναι ένα είδος case study που διερευνά τη βιογραφική ταύτιση της ηρωίδας με την καλλιτέχνιδα, το πολύπλευρο πορτρέτο του ρόλου και την ερμηνευτική προσέγγιση της ντίβας, που στάθηκαν αφορμή για συνειρμικές συγκρίσεις του μύθου και της πραγματικής ζωής.


Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο ενότητες: την αμιγώς ερευνητική και την εικαστική. Στο πρώτο μέρος διερευνώνται οι σχέσεις της Κάλλας με κλασικούς λυρικούς ρόλους, επικεντρώνοντας ασφαλώς στον ρόλο της Μήδειας. Περιγράφεται η υποδοχή του κοινού και της κριτικής και γίνεται μια τοποθέτηση για τη «Μήδεια» του Κερουμπίνι σε σχέση με την εξέλιξη της όπερας. Το δεύτερο μέρος επιχειρεί να συμπληρώσει το «κινηματογραφικό κενό» των παραστάσεων της «Μήδειας». Το φωτογραφικό υλικό από τις εμφανίσεις της Κάλλας στο Ντάλας, στο Λονδίνο, στην Επίδαυρο και στο Μιλάνο «σκηνοθετείται», αποτυπώνοντας σκηνή προς σκηνή, πράξη προς πράξη, όλο το έργο.


Μέσα από τη διαδοχική παρουσίαση των εικόνων ανασυντίθεται η παράσταση που δεν καταγράφηκε οπτικά σε σελιλόιντ. Η έκδοση συμπληρώνεται από τα σχέδια για τα σκηνικά που είχε φιλοτεχνήσει ο Γιάννης Τσαρούχης για την παράσταση του Ντάλας. Τέλος, σε ειδικό παράρτημα παρουσιάζεται «η γεωμετρία της παράστασης» μέσα από το σημειωματάριο σκηνοθεσίας του Αλέξη Μινωτή.


Από τις εκδόσεις Γνώση κυκλοφόρησε το 1983 η καταγραφή του οφθαλμίατρου Πολύβιου Μαρσάν για την ελληνική σταδιοδρομία της Μαρίας Κάλλας από το 1937 ως το 1945. Πρόκειται για μία ενημερωμένη συλλογή στοιχείων όπου περιγράφονται τα πρώτα χρόνια της καριέρας της Μαριάννας Καλογεροπούλου (πραγματικό όνομα της Κάλλας). Παρουσιάζονται τα προγράμματα των πρώτων μαθητικών συναυλιών, φωτογραφίες και κριτικές της εποχής. Γίνονται αναφορές στις σπουδές και διασαφηνίζεται η σύγχυση που υπάρχει γύρω από ορισμένες ημερομηνίες. Δημοσιεύονται για πρώτη φορά στοιχεία, όπως τι τραγούδησε η Κάλλας στις μαθητικές επιδείξεις, τα πρώτα ρεσιτάλ και ποιους ρόλους ­ επτά τον αριθμό ­ ερμήνευσε στη Λυρική Σκηνή από το 1941 ως το 1945. Ο Μαρσάν παραθέτει ­ με ευγενική διάθεση ­ τα λάθη της διεθνούς βιβλιογραφίας σχετικά με τη λιγότερο γνωστή, ως την έκδοση του συγκεκριμένου έργου, περίοδο της ζωής της Κάλλας. Η μελέτη ολοκληρώνεται με μια σύντομη αναδρομή στις κατοπινές εμφανίσεις στην Ελλάδα, από το 1957 ως το 1964, στην Αθήνα, στην Επίδαυρο και στη Λευκάδα. Στο ίδιο τμήμα αναδημοσιεύονται άρθρα και κριτικές από τις εφημερίδες της εποχής.