Λόγω των ημερών, επιβάλλεται πιστεύω καταρχήν να στραφούμε προς τα πίσω κάνοντας μια σύντομη αναφορά στα νηπιακά βήματα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας του νεοελληνικού κράτους, τόσο στη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα όσο και στα πρώτα χρόνια του ελεύθερου βίου του. Είναι πράγματι να απορεί κανείς πώς οι τότε κυβερνώντες εύρισκαν το χρόνο να σκεφτούν για την προστασία των αρχαιοτήτων ακόμη και όταν η έκβαση της ίδιας της επανάστασης όχι μόνον δεν είχε κριθεί αλλά κινδύνευε με κατάρρευση και ενώ είχαν να αντιμετωπίσουν πολύ πιο πιεστικές ανάγκες και μάλιστα με ανύπαρκτο κρατικό μηχανισμό, άδεια ταμεία, καταστραμμένες πόλεις, χέρσα ύπαιθρο, εξαθλιωμένους κατοίκους. Με σειρά νόμων, διαταγμάτων, εγκυκλίων και συγκεκριμένων μέτρων, προσπάθησαν να διασώσουν ό,τι μπορούσε να διασωθεί από τον μνημειακό πλούτο της χώρας και να περιορίσουν την καταστροφή ή τη φυγάδευσή τους στο εξωτερικό. Αυτά τα γεγονότα δεν θα έπρεπε όμως να αποτελούν σήμερα απλώς και μόνον γνώσεις ιστορικές, αλλά πολύτιμη εμπειρία. Αν οι εκάστοτε πολιτικοί και διοικητικοί προϊστάμενοι της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας γνώριζαν την ως τώρα διαδρομή της, αυτό θα ήταν πολλαπλά χρήσιμο. Ο χρόνος δεν έχει αλλάξει τόσο ριζικά τον τρόπο αντιμετώπισης της πολιτιστικής μας κληρονομιάς όπως ίσως πιστεύουν μερικοί χωρίς να το πολυσκεφτούν. Ετσι π.χ. αν οι αρμόδιοι γνώριζαν τον προβληματισμό που είχε αναπτυχθεί στο δεύτερο μισό του 19ου αι. για το αν έπρεπε ή όχι να κτισθεί πάνω στο βράχο της Ακρόπολης αρχαιολογικό μουσείο, ίσως να ήταν διαφορετική η τύχη του νέου Μουσείου Ακρόπολης. Το ότι σήμερα έχουν δικαιωθεί εκείνοι που υποστήριζαν τότε ότι το μουσείο δεν θα έπρεπε να κτιστεί πάνω στον ιερό βράχο, δεν ωφελεί. H ζημιά έχει γίνει και μάλιστα με ανεπανόρθωτο τρόπο. Το χειρότερο είναι ότι τα ίδια λάθη επαναλαμβάνονται και πάλι.


Θα στραφώ όμως από το παρελθόν στο παρόν, επειδή οσονούπω επίκειται νέος οργανισμός του Υπουργείου Πολιτισμού και ίσως αλλαγή του νόμου για την προστασία των Αρχαιοτήτων. Στα χέρια μου έπεσε τυχαία μια πρόταση του Υπουργείου Πολιτισμού για το νέο του Οργανισμό και, όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, προαναγγέλλεται ότι θα αποτελέσει πρότυπο για την ελληνική δημόσια διοίκηση, ότι είναι καινοτόμος καθώς «αλλάζει τόσο τη διοικητική διάρθρωση όσο και τη φιλοσοφία λειτουργίας του Υπουργείου» και ότι «βάζει τέλος στην ασυδοσία και την κατασπατάληση δημόσιων εσόδων». Γίνεται ακόμη λόγος για αποκέντρωση και περιφερειακή ανάπτυξη καθώς εκχωρούνται «αρμοδιότητες στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο διοίκησης», επιπλέον για αναδιοργάνωση, αξιοκρατία, αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητα. Και εκτός από αυτές τις γενικότητες, που πάνω κάτω επαναλαμβάνονται σε κάθε πρόταση για νέο οργανισμό οποιουδήποτε Υπουργείου, υπάρχουν και ορισμένες πιο συγκεκριμένες προτάσεις, όπως η θεσμοθέτηση δυο επιπέδων διοίκησης· το πρώτο της κεντρικής διοίκησης και το δεύτερο αποτελούμενο από δέκα περιφερειακές υπηρεσίες που θα εξειδικεύουν και θα εφαρμόζουν την πολιτιστική πολιτική. Επίσης προβλέπεται ίδρυση Πολιτιστικής Ακαδημίας, που θα έχει σκοπό την εκπαίδευση και την επιμόρφωση των στελεχών του Υπουργείου, όπως και Γενικής Διεύθυνσης Μουσείων για την καλύτερη ανάπτυξη και προβολή του πολιτισμού μας.


Δεν θα σταθώ στο αν συμφωνώ ή διαφωνώ με κύρια ή επιμέρους θέματα των παραπάνω προτάσεων. Αυτό ίσως γίνει σε ένα επόμενο κείμενο. Θεωρώ όμως ότι στη χώρα μας το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι αλλού. Δεν πάσχουμε τόσο από έλλειψη νομοσχεδίων όσο από τον τρόπο εφαρμογής τους, όταν αυτά εφαρμόζονται. Ενας κανονισμός που αφορά στην Αρχαιολογική Υπηρεσία ακόμη και αν είναι άριστος, αν εφαρμοστεί από μια μέτρια ή αλαζονική πολιτική ηγεσία, αν το επιστημονικό προσωπικό είναι ανεπαρκές και η διοίκηση ανίκανη, είναι καταδικασμένος να έχει κακά αποτελέσματα, πολύ περισσότερο βέβαια αν και ο ίδιος είναι προβληματικός. Και ενώ η πολιτική ηγεσία του υπουργείου αλλάζει συχνά, τα στελέχη της Υπηρεσίας είναι αυτά που καλούνται να προσφέρουν έργο με συνέχεια. Επομένως αν δεν ληφθεί μέριμνα για τη στελέχωση της υπηρεσίας με καταρτισμένο προσωπικό – η υπηρεσία αυτή έχει την ιδιομορφία ότι απαιτεί από τα στελέχη της ταυτόχρονα επιστημονικό και διοικητικό έργο – αξιοκρατικά επιλεγμένο και όχι με κριτήρια κομματικά, προσωπικά κ.ά., αν επιπλέον δεν γίνεται ουσιαστικός έλεγχος στα πεπραγμένα των αρχαιολογικών Εφορειών και Μουσείων, κανένα νομοσχέδιο δεν πρόκειται να πετύχει τους επιδιωκόμενους στόχους.


Υποθέτω ότι η σημερινή ηγεσία για να καταλήξει στις παραπάνω προτάσεις θα έχει συμβουλευτεί πρόσωπα που αποδεδειγμένα γνωρίζουν τα αρχαιολογικά πράγματα του τόπου, διαθέτουν επαγγελματικό και ηθικό κύρος και τυγχάνουν της αναγνώρισης των συναδέλφων τους. Καταγράφεται στα θετικά του αρμόδιου υφυπουργού να δοθούν οι προτάσεις αυτές, πριν καταλήξουν στη Βουλή, στους αρμόδιους φορείς, και καταρχήν στα ίδια τα στελέχη της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας που έχουν την ευθύνη για τη μέριμνα και προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας. Ωστόσο η Πολιτεία οφείλει να ζητήσει τη γνώμη και των άλλων φορέων που σχετίζονται άμεσα με τον μνημειακό πλούτο της χώρας, όπως π.χ. είναι τα αρμόδια Τμήματα των Πανεπιστημίων, ρόλος των οποίων είναι να εκπαιδεύουν τους εν δυνάμει νέους αρχαιολόγους, η Αρχαιολογική Εταιρεία, τα λιγοστά σχετιζόμενα με το χώρο κρατικά ερευνητικά κέντρα. Δεν υπερβάλλω αν υποστηρίξω ότι μερικές φορές δίνεται η εντύπωση ότι οι παραπάνω φορείς αντιμετωπίζονται από την Πολιτεία ως οργανισμοί ξένων κρατών. Επειδή η χώρα μας είναι μικρή έχει ανάγκη της υποστήριξης όλου του έμψυχου δυναμικού της. H Πολιτεία πρέπει λοιπόν να ζητήσει τη γνώμη των παραπάνω φορέων, χωρίς αυτό να της στερεί το δικαίωμα να συμβουλεύεται και πρόσωπα της εμπιστοσύνης της, ασχέτως αν οι καταλληλότεροι συχνά δεν βρίσκονται ανάμεσα στους φίλους, γνωστούς και οπαδούς μας.


Ο κ. Μιχάλης A. Τιβέριος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.