Στην προηγούμενη επιφυλλίδα μου (22.2.2004) χαρακτήριζα παράπλευρες εκείνες τις κριτικές απώλειες που προκαλούνται από την προσπάθεια να υποστηριχθεί η ερμηνεία μιας ορισμένης παρανάγνωσης. Ελεγα ότι η παρανάγνωση της ποίησης του Σεφέρη, στην οποία επιδίδονται πολλοί σήμερα στην επιθυμία τους να δείξουν ότι η ποίηση αυτή είναι εθνοκεντρική, είχε ως αποτέλεσμα την αντίρροπη παρανάγνωσή τους και της ποίησης του Καρυωτάκη και του Εγγονόπουλου. Προσέθετα, ωστόσο, ότι οι απώλειες οι σχετικές με τους δύο αυτούς ποιητές κατ’ επίφαση μόνο θα μπορούσαν να θεωρηθούν παράπλευρες, γιατί είναι τόσο σημαντικές όσο και οι σεφερικές.
Το αποκορύφωμα της σεφερικώ τω λόγω παρανάγνωσης του Καρυωτάκη είναι ο χαρακτηρισμός της ποίησής του ως «ελλείπουσας κριτικής συνείδησης της Αριστεράς», τον οποίο έχει διατυπώσει (1996) και προβάλλει με ιδιαίτερη έμφαση ο Κώστας Βούλγαρης. Οι ποικίλες ανταποκρίσεις της Αριστεράς προς το έργο του Καρυωτάκη έχουν βέβαια μακρά ιστορία (βλ. το βιβλίο K. Γ. Καρυωτάκης – 2000 – της Χριστίνας Ντουνιά)· όπως μακρά είναι και η ιστορία της μελέτης της πολιτικής διάστασης αυτού του έργου, ιστορία που τις δύο τελευταίες δεκαετίες διαδραματίζεται στην περιοχή του μύθου. Θα προσπαθήσω να παρακολουθήσω στα κύρια σημεία της την πορεία προς αυτή τη μυθοποίηση.
Ο πρώτος που διακρίνει πολιτική διάσταση σε στίχους του Καρυωτάκη είναι ο Τέλλος Αγρας, που το 1935 χαρακτηρίζει τέσσερα ποιήματά του («Ο Μιχαλιός», «Εις Ανδρέαν Κάλβον», «Στο Αγαλμα της Ελευθερίας, που φωτίζει τον κόσμο», «H πεδιάς και το νεκροταφείον») ως ποιήματα «πολιτικής σάτιρας». Ως τότε η Αριστερά, που περιγράφει τον Καρυωτάκη ως ποιητή της αστικής παρακμής, θα παρατηρήσει μόνο – διά του Αιμίλιου Χουρμούζιου, 1928 – ότι στα τρία πρώτα από αυτά τα ποιήματα, καθώς και στα «Αποστροφή», «Δημόσιοι υπάλληλοι» και «Ολοι μαζί…» (τα οποία θεωρεί της ίδιας τάξεως), ο Καρυωτάκης «κοιτάζει τη ζωή με ανθρώπινο μάτι». Και θα συνεχίσει η Αριστερά να τον θεωρεί ποιητή της αστικής τάξης, απρόθυμο ή ανίκανο να βγει έξω από το περίφραγμά της, ως το 1955-56, όταν στην Επιθεώρηση Τέχνης θα διεξαχθεί η συζήτηση για τα «φαινόμενα ακμής και παρακμής στη νεοελληνική ποίηση». Εκεί θα διατυπωθεί για πρώτη φορά η άποψη από τον Μανόλη Λαμπρίδη – άποψη μαρξιστικά αναθεωρητική – ότι ο Καβάφης και ο Καρυωτάκης «εκφράζουν την παρακμή, μα όχι pro domo της κυρίαρχης τάξης. Εκφράζουν την παρακμή απέξω. Δεν ανήκουν ηθικά στην άρχουσα τάξη. Βρίσκονται αντιμέτωποί της». Αποψη που θα αντικρούσουν οι ορθόδοξοι κριτικοί Μάρκος Αυγέρης, M. M. Παπαϊωάννου και Τάσος Βουρνάς, που επιμένουν ότι ο Καρυωτάκης δεν αρνείται την τάξη του αλλά την εκφράζει ή την κρίνει από μέσα.
Ο Λαμπρίδης δεν συνδέει τον Καρυωτάκη με την Αριστερά. Ωστόσο η θέση του, όπως όλα δείχνουν, γίνεται η γραμματολογική βάση πάνω στην οποία θα οικοδομηθεί σταδιακά η εικόνα ενός αριστερού Καρυωτάκη. Τη βάση αυτή θα ενισχύσει το 1964 ο ίδιος ο Βουρνάς, που, παρότι εξακολουθεί να πιστεύει ότι ο Καρυωτάκης κάνει κριτική της τάξης του «μέσα από τα τείχη της», ανακαλύπτει ότι «από την ποίησή του βγαίνει ο ανθρωποκεντρικός – ουμανιστικός κλάδος της ποίησής μας, που προμηθεύεται το ποιητικό του υλικό από την πραγματικότητα του προοδευτικού μας κινήματος». Με φόντο αυτή τη βάση, η άποψη του Βύρωνα Λεοντάρη (1973) ότι ο Καρυωτάκης είναι «κοινωνικός ποιητής και συγχρόνως ποιητής της εσωτερικής περιπέτειας», παρότι προσεκτικά διατυπωμένη, αφού περιορίζει το κοινωνικό στοιχείο της ποίησής του στην «κριτική του κοινωνικού είναι της νεώτερης ελληνικής ποίησης», θα ενθαρρύνει την ιδέα ενός πολιτικού ποιητή Καρυωτάκη. H οποία θα βρει μια διατύπωσή της (και μάλιστα εμφατική) στην πεποίθηση του Τίτου Πατρίκιου (1979) ότι με τη σάτιρά του ο Καρυωτάκης γίνεται «ο πρώτος ποιητής που εισάγει άμεσα την πολιτική, ακόμη και τη διεθνή, στη νεώτερη ποίηση» (άποψη που επαναλαμβάνεται άκριτα έκτοτε).
Ολα αυτά, πιστεύω, θα προτρέψουν τον Βουρνά να κάνει (1980) ένα βήμα προς την αριστεροποίηση του Καρυωτάκη με τη διαπίστωσή του – την οποία θα επαναλάβει το 1988 – ότι «με το έργο του και την υπαλληλική συνδικαλιστική του δραστηριότητα ο Καρυωτάκης πλησίασε πολλές φορές τους στόχους της Αριστεράς» (το 1986 είχαν ανακαλυφθεί, από τη Γεωργία Δάλκου και τον Γιάννη Παπακώστα, νέα στοιχεία γι’ αυτή τη δραστηριότητα του ποιητή).
Την εποχή αυτή με την πορεία της αριστεροποίησης του Καρυωτάκη διασταυρώνεται ο Σεφέρης. H ανάπτυξη των πολιτισμικών σπουδών και τα προτάγματα της πολυπολιτισμικότητας παρέχουν «επιχειρήματα» σε όσους προσπαθούν να ελευθερωθούν από τη «βαρειά σκιά» του, προτρέποντας στην ανεύρεση εθνοκεντρισμού στο έργο του και επαναφέροντας την παλαιότερη ιδέα των αριστερών ενός συντηρητικού Σεφέρη, η οποία είχε ατονήσει κατά τη διάρκεια της χούντας. H αναζήτηση ενός αντίπαλου προς τον Σεφέρη δέους θα οδηγήσει στον Καρυωτάκη, η εικόνα του οποίου θα αποκαθαρθεί από κάθε μη προοδευτικό στοιχείο και θα αποκτήσει τα χαρακτηριστικά ενός αριστερού ποιητή, τον οποίο «είχε θάψει» η γενιά του ’30.
Θα συνεχίσω στην επόμενη επιφυλλίδα μου.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.