Είναι δύσκολο ο μαθητής να αποχαιρετά τον δάσκαλό του. Και ο αποχαιρετισμός γίνεται ακόμη πιο δύσκολος όταν ο θάνατος έρχεται τόσο ξαφνικά και αδόκητα. Από την άλλη πλευρά, θυμάμαι την οδύνη με την οποία ο πατήρ Francis Dvornik, διάσημος βυζαντινολόγος και σλαβολόγος, αποχαιρέτησε τον σπουδαίο έλληνα μαθητή του Χρήστο Σούλη, που πέθανε πολύ νέος επίσης, το 1966, τονίζοντας ότι πρόκειται για ιδιαίτερα πικρό καθήκον που καλείται να πράξει ένας δάσκαλος, γιατί φυσιολογικά ο τελευταίος περιμένει το αντίστροφο από τους μαθητές του ως ελάχιστη οφειλή…


Ο Παναγιωτάκης είχε γεννηθεί στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1935. Εκεί τελείωσε και τις γυμνασιακές του σπουδές. Μεταξύ 1953 – 1959 σπούδασε με υποτροφία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Είναι αξιοσημείωτο ότι άρχισε να δημοσιεύει ενώ ήταν ακόμη μαθητής στο Γυμνάσιο· τότε είχε την πράγματι πολύ καλή τύχη να γνωριστεί με τον κύκλο της Εταιρείας Κρητικών Ιστορικών Μελετών όπως τον Ανδρ. Καλοκαιρινό, τον Ν. Πλάτωνα, τον Μεν. Παρλαμά, τον Ν. Σταυρινίδη (για να αναφέρω εδώ μόνον εκείνους που έχουν φύγει κιόλας από κοντά μας), να διαβάζει στη βιβλιοθήκη Ξανθουδίδη στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου, όπου πρωτοσυνάντησε τον Στυλ. Αλεξίου, και να τυπώνει τα πρώτα του μελετήματα σε πολύ γνωστά επιστημονικά περιοδικά της Κρήτης («Κρητική Εστία» και «Κρητικά Χρονικά») αλλά και της πρωτεύουσας («Νέα Εστία»). Συνέχισε να δημοσιεύει τακτικότατα κατά τη διάρκεια των πανεπιστημιακών του σπουδών. Είχαν πλέον διαφανεί οι δύο πόλοι των επιστημονικών του ενδιαφερόντων, το Βυζάντιο από τη μια πλευρά και η Κρήτη με τη φιλολογία και την ιστορία της από την άλλη, με έμφαση στην κρητική λογοτεχνία της ακμής. Χαρακτηριστικό της ωριμότητας και της πληρότητάς του ως επιστήμονα είναι ότι με τη λήψη του πτυχίου του υπέβαλε αμέσως στο Πανεπιστήμιο Αθηνών τη διδακτορική του διατριβή με τίτλο «Θεοδόσιος ο Διάκονος και το ποίημα αυτού «Αλωσις της Κρήτης»». Πρόκειται για λαμπρό έργο, στο οποίο εκδίδεται και σχολιάζεται εξαντλητικά το εγκωμιαστικό αυτό ποίημα, μια από τις βασικές πηγές για την ανακατάληψη από τον Νικηφόρο Φωκά της Κρήτης από τους Αραβες (961). Εχουν περάσει σχεδόν σαράντα χρόνια από τη δημοσίευση της εν λόγω διατριβής και ο Θεοδόσιος Διάκονος δεν έχει χάσει τίποτε από το κύρος και τη φρεσκάδα του, παραμένοντας βιβλίο βασικό για τα βυζαντινά πράγματα του 10ου αιώνα.


Το 1962 ο Παναγιωτάκης πήγε για μεταπτυχιακές σπουδές στο Λονδίνο ως υπότροφος του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών. Παρέμεινε εκεί μία τριετία σπουδάζοντας και αναδιφώντας τα βυζαντινά χειρόγραφα στη βιβλιοθήκη του Βρετανικού Μουσείου καθώς και σε πολλές άλλες βιβλιοθήκες. Κεντρική θέση στις τότε έρευνές του είχε η προετοιμασία της κριτικής έκδοσης του βυζαντινού ιστορικού του 10ου αιώνα Λέοντος του Διακόνου. Μέρος της εργασίας του αυτής υπέβαλε το 1965 στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών ως διατριβή επί υφηγεσία και την επόμενη χρονιά αναγορεύτηκε υφηγητής. Το υποχρεωτικό μάθημα που έδωσε στο Πανεπιστημίο πριν από την εκλογή του είχε ως θέμα τον βυζαντινό ποιητή Γεώργιο Πισίδη (6ος αι.)· εκεί τον συνάντησα πρώτη φορά. Μόλις τον άκουγες, αμέσως σχημάτιζες την εντύπωση ότι ένας καινούργιος άνεμος έπνεε στο Πανεπιστήμιο, κάτι που σε γέμιζε με αισιοδοξία.


Η δικτατορία των συνταγματαρχών φρόντισε γρήγορα να αλλοιώσει τα όνειρα εκείνα. Ο Παναγιωτάκης είχε εκλεγεί παμψηφεί το 1968 καθηγητής της Μεσαιωνικής Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων αλλά η δικτατορία ακύρωσε την εκλογή του. Τότε ο Παναγιωτάκης αναγκάστηκε να ξενιτευτεί· έγινε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Τέξας και λίγο αργότερα φιλοξενήθηκε στο φημισμένο βυζαντινολογικό κέντρο Dumbarton Oaks της Ουάσιγκτον. Το 1970 το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων τον επανεξέλεξε παμψηφεί καθηγητή· τον Οκτώβριο του ίδιου έτους ο Παναγιωτάκης επέστρεψε στην Ελλάδα και άρχισε να διδάσκει.


Από νωρίς ήταν φανερό ότι η ερευνητική δραστηριότητα του Παναγιωτάκη στρεφόταν προς τον χώρο του Υστερου Μεσαίωνα και της Αναγέννησης και σε περιοχές που η ελληνική επιστήμη δεν κάλυπτε ως τότε. Το πρωτοποριακό άρθρο του «Ιταλικές Ακαδημίες και Θέατρο. Οι Stravaganti του Χάνδακα», που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Θέατρο» το 1966, έδινε στις κρητολογικές σπουδές εντελώς διαφορετική προοπτική, συνδέοντάς τες με τις αντίστοιχες σπουδές της ιταλικής και, γενικότερα, της ευρωπαϊκής ιστορίας του 16ου και 17ου αιώνα. Ενα μεγάλο του μελέτημα που ακολούθησε με τίτλο «Ερευναι εν Βενετία» (περ. Θησαυρίσματα 1968), κλασικό πλέον είδος του, ανασκεύασε πολλές από τις τότε επικρατούσες θεωρίες και αντιλήψεις για την κοινωνία και την πνευματική ζωή της Κρήτης κατά την τελευταία περίοδο της Βενετοκρατίας, ενώ η διάλεξη που έδωσε στο Δ’ Κρητολογικό Συνέδριο (Ηράκλειο 1976) με τίτλο «Ο ποιητής του Ερωτοκρίτου», προκάλεσε μεγάλες συζητήσεις αλλά έθεσε πρώτη φορά σε επιστημονική βάση το πρόβλημα της ταυτότητας του Βιτσέντζου Κορνάρου.


Ακολούθησε πλειάδα εργασιών που έδειχνε τις συνήθεις, για εκείνους που τον γνώριζαν από κοντά, αρετές του όπως νηφαλιότητα, οξύνοια, διαύγεια, υψηλή ποιότητα, άριστη γνώση των πηγών και της βιβλιογραφίας, λαμπρό γλωσσικό εργαλείο καθώς και μεγάλο γνωστικό εύρος. Ορισμένοι μόνον από τους άξονες γύρω από τους οποίους περιστράφηκαν οι πάντα γόνιμοι προβληματισμοί και αναζητήσεις του Παναγιωτάκη ήταν η κρητική περίοδος της ζωής του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, ο σπουδαίος φιλόλογος, καθηγητής στη Γενεύη και φίλος του Καλβίνου Φραγκίσκος Πόρτος, ο κρητικός συνθέτης του 16ου αι. Φραγκίσκος Λεονταρίτης (τον οποίον ξέθαψε κυριολεκτικά από τα βενετικά αρχεία) κ.ά. Ετσι, η εκλογή του από την Ακαδημία Αθηνών το 1987 στη θέση του διευθυντή του Ελληνικού Ινστιτούτου Βενετίας (όπου διαδέχτηκε τον Μ. Ι. Μανούσακα) ήταν και δίκαιη και φυσιολογική.


Αν το Ινστιτούτο Βενετίας έδρεψε άφθονους καρπούς από την επιστημονική και διοικητική καθοδήγηση του νέου διευθυντή (συνεχής εκδοτική δραστηριότητα, σύνδεση με ευρωπαϊκά κέντρα έρευνας, διεθνή συνέδρια κ.ά.π.), το νεοσύστατο Πανεπιστήμιο Κρήτης ήταν ο χώρος που απορρόφησε μεγάλο μέρος της δραστηριότητας του Παναγιωτάκη· δεν αποτελεί ίχνος υπερβολής αν ειπωθεί ότι ο ίδιος, μαζί με τον Μανούσακα και τον Γρ. Σηφάκη, έστησαν κυριολεκτικά το νέο αυτό ανώτατο ίδρυμα της χώρας, το οποίο περιέβαλαν με μεγάλη φροντίδα από κάθε πλευρά (ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις, νεοσύστατοι θεσμοί, σπουδαία βιβλιοθήκη, προσωπικό κ.ά.). Οπως και με την περίπτωση του Ινστιτούτου Βενετίας, έτσι και η μετάκληση του Παναγιωτάκη στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, που πραγματοποιήθηκε σε πανηγυρική ατμόσφαιρα το 1988, ήταν όχι μόνον αναμενόμενη και απόλυτα δίκαιη αλλά είχε και τον χαρακτήρα της οφειλής.


Εκείνο που χαρακτήριζε απόλυτα τον Παναγιωτάκη, πέρα από τις πολυσχιδείς ερευνητικές αλλά και διοικητικές του ικανότητες, ήταν η στενή σχέση που ανέπτυσσε με τους μαθητές του. Γεννημένος δάσκαλος, είχε το χάρισμα να ανακαλύπτει τους νέους επιστήμονες, με τους οποίους σφυρηλατούσε ουσιαστικούς δεσμούς και στους οποίους μάθαινε τα πάντα (σύνταξη επιστημονικού δελτίου, σύστημα παραπομπών, τεχνική έκδοσης κειμένου ή εγγράφου, οργάνωση επιστημονικής εργασίας κλπ.). Δεν άφηνε τίποτε στην τύχη· διόρθωνε λ.χ. τα κείμενα των μαθητών του λέξη λέξη άπειρες φορές έως ότου έκρινε ότι είχαν φτάσει πλέον σε επιθυμητό επιστημονικό επίπεδο. Η συνεργασία μαζί του είχε τα χαρακτηριστικά υψηλού επιστημονικού μαθήματος, περιβεβλημένου με ήθος, κύρος και σοφία. Είναι λοιπόν ευνόητο ότι απέκτησε πάρα πολλούς και αφοσιωμένους μαθητές, πολλοί από τους οποίους έχουν ήδη στελεχώσει πανεπιστήμια και ερευνητικά ιδρύματα της χώρας, γεγονός που τον έκανε δικαιολογημένα υπερήφανο.


Ο αιφνίδιος θάνατος του Νικόλαου Παναγιωτάκη αφήνει τεράστιο ομολογουμένως κενό και είναι από τις ελάχιστες φορές που η διαπίστωση αυτή είναι τόσο αληθινή. Το να συγκεντρωθούν τα κατάλοιπά του, να εκδοθούν οι πάμπολλες ανέκδοτες επιστημονικές (βυζαντινολογικές, προς τις οποίες είχε και πάλι στραφεί τελευταία, και κρητολογικές) αλλά και λογοτεχνικές του συμβολές (όπως η μετάφραση της «Τρικυμίας» του Σαίξπηρ) είναι το ελάχιστο ίσως που επιβάλλεται να γίνει για έναν επιστήμονα θαυμαστού διαμετρήματος και μεγάλης καρδιάς…


Ο κ. Αθανάσιος Μαρκόπουλος είναι καθηγητής της Βυζαντινής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.