Στην εκπνοή του 20ού αιώνα και ενώ στο διάστημα της τελευταίας 15ετίας εμφανίστηκαν στην ελληνική οικονομική ζωή πλήθος νέες και δυναμικές εν πολλοίς επιχειρήσεις, τα λεγόμενα νέα επιχειρηματικά «τζάκια», υπάρχουν αρκετές βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις που είτε έχουν κλείσει ή σύντομα πρόκειται να γιορτάσουν την πρώτη εκατονταετία της ζωής τους. Είναι κάποιες γνωστές και άγνωστες επιχειρήσεις που συνεχίζουν την οικονομική δραστηριότητά τους, οι περισσότερες μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, ενώ στα ίδια αυτά χρόνια κάποιες άλλες περισσότερο γνωστές έπαψαν να υπάρχουν. Στην καταγραφή της ιστορίας τους, η οποία επί της ουσίας αποτελεί ιστορία της ελληνικής οικονομίας, αποβλέπει η έρευνα του «Βήματος της Κυριακής».



«Το βέβαιον δε είναι ότι πρώτοι οι Αραβες κατά τον 15ο αιώνα μ.Χ. μετεχειρίσθησαν τον καφέν ως οικιακόν ποτόν. Πόθεν όμως ούτοι επενόησαν την χρήσιν τούτου είνε άγνωστον. Κοινώς αποδίδεται η ανακάλυψις εις Αραβα καμηλοβοσκόν, όστις παρετήρησεν ότι οσάκις αι κάμηλοι βόσκουσαι έτρωγον εκ των καρπών της κοφφέας, την νύκταν εκυριεύοντο υπό αϋπνίας και ήσαν ζωηρότεραι.


Εκ δε τούτου λαβών αφορμήν ηγούμενος μοναστηρίου τινός μετεχειρίσθη επιτυχώς τους καρπούς τούτους, ήτοι τον καφέν, ίνα εμποδίση τους μοναχούς του να κοιμώνται. Εκ τούτου οι Αραβες λαβόντες αφορμήν, εδίδαξαν πρώτοι την οικιακήν χρήσιν του καφέ» έγραφε ο γιατρός Ι. Πύρλας στην «Πραγματεία περί του καφέ» που εξέδωσε το 1848 στην Αθήνα ­ πρόκειται για την πρώτη γνωστή στην ελληνική βιβλιογραφία έκδοση για τον καφέ.


Η διάδοση του καφέ όμως στην Ελλάδα έχει και αυτή τη δική της ιστορία και όπως είναι φυσικό είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον χώρο όπου σερβιριζόταν, το περιώνυμο πλέον καφενείο.


Ο ίδιος συγγραφέας γράφει λοιπόν ότι «Εις την ελευθέραν Ελλάδα αγνοούμεν θετικώς πότε εγνώσθη ο καφές, είναι δε πολύ πιθανόν ότι πρωίμως εγνώσθη, διότι οι Τούρκοι πολλάκις κατακτήσαντες την χώραν διεκοίνωσαν τον καφέν εις τινάς των κατοίκων. Επί Τουρκίας η χρήσις τούτου περιωρίζετο εις τας τουρκικάς οικίας, μόνον δε εκ των εγχωρίων οι κατοικούντες εν ταις πόλεσιν εγνώριζον τούτον και τον μετεχειρίζοντο, διότι και καφενεία ήσαν και καφεπώλαι υπήρχον μονοπωλούντες τον καφέν.


Εις τους χωρικούς ο καφές ήτο άγνωστος, ήρχισαν και ούτοι να τον μεταχειρίζωνται μετά την απελευθέρωσιν της Ελλάδος, ερχόμενοι εις τας πόλεις, διότι φύσει ο δούλος απελευθερωθείς φιλεί να προσλαμβάνει τα του δεσπότου έθιμα, και τούτο διότι φύσει ο μικρός μιμείται όνπερ αναγνωρίζει μεγαλείτερον, νυν δε ο καφές είναι πασίγνωστος, και εις τινά των χωρίων και καφενεία εσυστήθησαν».


* Τα καφενεία


Ετσι τα καφενεία για πολλές δεκαετίες «είχον κάποια διαφορετικήν σημασίαν από τα σημερινά, και ελαμβάνοντο υπόψη παρ’ όλων των κυβερνήσεων και των πολιτικών κομμάτων, διότι εκεί μέσα εχαλκεύετο η κοινή γνώμη» έγραφε ο Θ. Α. Βελλιανίτης τον Ιούλιο του 1892 (Εθνικόν Ημερολόγιον Κ. Σκόκου, 1893).


Και προσθέτει ότι «Προ της επαναστάσεως υπήρχον εν τη πρωτευούση μερικά καφενεδάκια πλησίον του μεγάλου Τζαμίου και παρά την βρύσιν του Βορρεά. Είδον άλλοτε μία ωραιοτάτην εικόνα, εις εν εκ των παλαιών συγγραμμάτων του Δυπρέ, παριστώσαν καφενείον της εποχής εκείνης: μικρόν, κακοφώτιστον, με μικρά παράθυρα, με ρυπαρά βεβαίως δάπεδα, ήτο απαράλλακτον με τα καφενεία εκείνα άτινα κατέστρεψεν η πυρκαγιά η αποτεφρώσασα την παλαιάν Αγοράν και τα οποία δύναται τις να ίδη σήμερον εις τας τουρκικάς μικροπόλεις».


Οταν το 1919 τα τρία από τα επτά παιδιά της οικογένειας Λουμίδη από την Κάρυστο, Αντώνιος, Νικόλαος και Ιάσων, αποφάσισαν με δανεικά χρήματα να ανοίξουν στον Πειραιά, στην οδό Ρετσίνας 12, το πρώτο μικρό κατάστημα γενικού εμπορίου. Οι μόνες γνώσεις που διέθεταν περί του καφέ ήταν του Νικολάου, που από το 1913 δούλευε ως υπάλληλος σε ένα αθηναϊκό καφεκοπτείο. Τότε τα βασικά όργανα των «θεριακλήδων» ­ χαρακτηρισμός που αποδίδεται από τον περασμένο αιώνα στους καφεπότες ­ ήταν το χειροκίνητο καβουρδιστήρι και ο μπρούντζινος χειρόμυλος.


Στα τρία αδέλφια Λουμίδη ανήκουν τα πρωτεία της προώθησης στο λιανεμπόριο του αλεσμένου καφέ και του πρώτου «δικτύου» των κατ’ οίκον διανομών. Είναι χαρακτηριστική η εξέλιξη της δουλειάς του μικρού μαγαζιού της οδού Ρετσίνας 12. Η πώληση του καφέ στις γειτονιές και στις συνοικίες του Πειραιά αρχικά γινόταν με το περίφημο «ζεμπίλι», αργότερα με ποδήλατο και όταν πλέον η δουλειά ανοίγει πολύ η διανομή γινόταν με την «ιππήλατο άμαξα», δηλαδή σούστα με άλογο.


* Το πρώτο κατάστημα


Ηταν τέτοια η αγωνία, ο αγώνας και η ανέχεια των τριών αδελφών, που ο Ιάσων απέκτησε ένα μεταχειρισμένο ποδήλατο για τις ανάγκες της διανομής, αφού «βγήκε στη γύρα» και με σχολική τσάντα στον ώμο πούλησε 2.500 εικόνες του άρτι αποθανόντος βασιλέως Αλεξάνδρου. Το ίδιο διάστημα ο περίφημος παπαγάλος κάνει την εμφάνισή του ως «σήμα κατατεθέν» του καφέ Λουμίδη. Η σύλληψη της ιδέας, πρωτοποριακή την εποχή εκείνη, ήταν αρκετά απλή αλλά και έξυπνη: ο παπαγάλος είναι το πουλί που τρέφεται και με σπόρους καφέ.


Το δεύτερο κατάστημα δεν θα αργήσει να έρθει. Είναι και αυτό στον Πειραιά, στην οδό Τσαμαδού 5. Δύο χρόνια αργότερα, το 1928, οι αδελφοί Λουμίδη «ανεβαίνουν» στη Θεσσαλονίκη, δημιουργώντας το τρίτο τους κατάστημα στη γωνία των οδών Αγίου Μηνά και Ελευθερίου Βενιζέλου. Η ανάπτυξη των δραστηριοτήτων όμως στην αγορά της Βόρειας Ελλάδας οφείλεται στον Ιάσονα Λουμίδη, ο οποίος από το 1930 εγκαταστάθηκε στη συμπρωτεύουσα.


Την ίδια χρονιά που η δραστηριότητά τους επεκτείνεται στη Βόρεια Ελλάδα ανοίγουν ένα ακόμη κατάστημα στην Αθήνα, σε ένα ιστορικό για τον καφέ σημείο, στη θέση που παλαιότερα βρισκόταν το ιστορικό καφενείο του Χαύτα, του αλεξανδρινού χαρτοπαίκτη, στο καφενείο του οποίου σύχναζαν οι παλαίμαχοι αγωνιστές της Επανάστασης τον περασμένο αιώνα, δηλαδή στα Χαυτεία.


Η φήμη και η αίγλη που αποκτούν τα καφεκοπτεία Λουμίδη είναι εντυπωσιακή ακόμη από τα τέλη της δεκαετίας του 1920. Συμμετέχουν στη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης και αποσπούν διακρίσεις και βραβεία στις διοργανώσεις των ετών 1929, 1930, 1931, 1932, 1936 και 1938. Το 1931 μάλιστα αποσπούν διακρίσεις στις διεθνείς εκθέσεις της Μπολόνιας και της Νίκαιας. Οι μερακλήδες καταναλωτές ζητούν πλέον «τον καφέ με το πουλί».


Τον Ιανουάριο του 1938, στην οδό Σταδίου 38, δίπλα από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας, εγκαινιάζεται το πέμπτο κατάστημα της αλυσίδας πλέον, που έμεινε γνωστό κυρίως στον κόσμο της διανόησης με την επωνυμία «Το Πατάρι». Στο γνωστό λοιπόν πατάρι του καταστήματος με τα μικρά τραπέζια και τις καρέκλες, και τα μεγάλα παράθυρα προς τη Σταδίου, σύχναζαν γνωστά ονόματα της τέχνης και των γραμμάτων. Ο χώρος του μάλιστα ήταν κατατετμημένος έτσι ώστε στην αριστερή πλευρά ήταν το στέκι των ηθοποιών, επιθεωρησιογράφων και δημοσιογράφων, ενώ στο βάθος κάθονταν συνήθως οι συγγραφείς.


Ως τον πόλεμο του 1940 στη Θεσσαλονίκη λειτουργούσαν τρία καταστήματα και στη διάρκεια της Κατοχής, που καφές πλέον δεν υπήρχε, στα καταστήματα καβουρδίζονταν οτιδήποτε άλλο, χαρούπια, βελανίδια, σάπια φιστίκια και φουντούκια. Για να μη χαλάσει η φήμη του «Παπαγάλου», το «υποκατάστατο» ονομαζόταν «Φοίνιξ». Η Κατοχή όμως τελειώνει και αμέσως μετά καφές υπάρχει, αλλά επιβάλλεται δελτίο και η μαύρη αγορά οργιάζει. Με το Σχέδιο Μάρσαλ η εταιρεία αποκτά ορισμένα από τα αυτοκίνητα που της είχαν επιταχθεί στον πόλεμο και ξαναρχίζει τη λειτουργία της και τις διανομές του καφέ.


Η βορειοελλαδίτικη δραστηριότητα της εταιρείας από το 1948 αυτονομείται και ο Αλέξανδρος Λουμίδης μαζί με τα παιδιά του ανεξαρτητοποιούνται. Ο Ιάσων Λουμίδης επιστρέφει στην Αθήνα και αναλαμβάνει το κατάστημα των Χαυτείων. Το 1958 είναι μια χρονιά-τομή στην εξέλιξη του εμπορικού σήματος Λουμίδη, αφού δημιουργείται η εταιρεία Ελληνική Βιομηχανία Σοκολάτας – Κακάο ΕΠΕ και το 1966 η δεύτερη γενιά, αποτελούμενη από πέντε παιδιά, αναλαμβάνει την επιχείρηση. Η εταιρεία ανασυγκροτείται παραγωγικά, δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη διαφημιστική προώθηση των προϊόντων της, με ποικίλους τρόπους και το 1970 η επιχείρηση μετατρέπεται σε ανώνυμη εταιρεία. Το 1973 γίνεται η τρίτη επένδυση στον τομέα της σοκολάτας και δημιουργείται το εργοστάσιο στα Οινόφυτα.


Από τα μέσα όμως της δεκαετίας του 1960 η εταιρεία αρχίζει και αντιμετωπίζει προβλήματα στον τομέα του καφέ και ως το 1987 που η πλειονότητα των μετοχών της περνάει στην πολυεθνική Nestle (ο «αρραβώνας» έγινε το 1971) προσπάθησε να τα αντιμετωπίσει, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Η διατίμηση του προϊόντος επί σειρά ετών ήταν η «χαριστική βολή». Στα μέσα του 1990 η μεταβίβαση πλέον αφορούσε το 100% των μετοχών και πριν από δύο χρόνια η Λουμίδης ΑΕ έπαψε να υπάρχει και ως νομική μορφή, αφού απορροφήθηκε από τη Nestle Ελλάς ΑΕ.


Ετσι έμεινε πλέον μόνο το εμπορικό του σήμα, το γνωστό διαφημιστικό σλόγκαν «έκαστος στο είδος του και ο Λουμίδης στους καφέδες», και ο παπαγάλος του, για να θυμίζουν τα «μεράκια» των «θεριακλήδων» του αιώνα που τελειώνει…