«Θα ήταν βαρετό να είναι κανείς τέλειος…»


Τόπος συνάντησης η Ρώμη. Προσκεκλημένος στην παράσταση που θα έδινε εκεί, κλείσαμε ραντεβού να μιλήσουμε την επόμενη ημέρα. Ηλθε με αθλητική περιβολή. Ευδιάθετος, απλός στους τρόπους του, ζήτησε να πιει κόκα-κόλα λέγοντας με ένοχο χαμόγελο: «Ξέρω ότι απαγορεύεται, κύριε Λάλα, αλλά είναι η μόνη παρανομία που επιτρέπω στον εαυτό μου μερικές φορές. Θα ήθελα να σας εξομολογηθώ πως όταν σταματήσω τον χορό θα μου άρεσε να σας μοιάσω, λίγο, στα κιλά σας». Ο πάγος είχε ήδη σπάσει… Ενας από τους μεγαλύτερους χορευτές, με δεκάδες βραβεία και διακρίσεις σε όλον τον κόσμο, με αξιοζήλευτες συνεργασίες, τον οποίο στην πατρίδα του αποκαλούν «βέλος που σχίζει τον άνεμο», μάς εμπιστεύτηκε τα όνειρά του για το πώς βλέπει τη ζωή του μετά τον χορό.





– Ησασταν υπέροχος χθες βράδυ.


«Σας ευχαριστώ».


– H αίσθηση πάνω στη σκηνή κάθε βράδυ είναι η ίδια;


«H παράσταση είναι η ίδια, αυτό που νιώθουμε εμείς μερικές φορές αλλάζει, ανάλογα με το τέμπο της ορχήστρας, με την ερμηνεία των τραγουδιστών… Ακόμη και ο ρυθμός μας, άλλοτε είναι αργός και άλλοτε γρήγορος… Επειδή κάθε φορά που χορεύουμε το κορμί μας είναι σχεδόν γυμνό, άλλοτε μας βγαίνει πιο έντονο το στοιχείο του πάθους και άλλοτε βγαίνουν από μέσα μας πράγματα πιο λεπτά, πιο εξευγενισμένα. Υπάρχουν φορές που πάνω στη σκηνή μπορεί να νιώθουμε ακόμη και απόμακρα».


– Το κοινό πόσο ρόλο παίζει κατά τη διάρκεια μιας παράστασης;


«Λατρεύω το κοινό όταν νιώθω ότι συμμετέχει. Είναι κάτι που όλοι οι καλλιτέχνες το εκτιμούν. Αυτές τις μέρες που είμαστε εδώ, το κοινό κάθε βράδυ ανταποκρίνεται, είναι σαν να συμμετέχει το ίδιο στις παραστάσεις, και αυτό για μας είναι πάρα πολύ σημαντικό. Προσωπικά χορεύω επειδή αγαπώ πολύ τον χορό. Επομένως το κάνω πρώτα για τον εαυτό μου. Από ‘κεί και πέρα όμως θέλω να το απολαμβάνει και το κοινό. Οπότε, όταν βλέπω τον κόσμο να ανταποκρίνεται χαίρομαι πάρα πολύ, γιατί αυτό για μένα σημαίνει ότι κάνω καλά τη δουλειά μου».


– Πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με τον χορό; Γενικά πώς αποφασίζει κανείς να γίνει επαγγελματίας χορευτής;


«Κατ’ αρχήν να σας πω ότι η μητέρα μου ήταν δασκάλα χορού. Εγώ ξεκίνησα σε ηλικία τεσσάρων ετών, αλλά το άρχισα περισσότερο σαν παιχνίδι. Οπως όλα τα παιδιά σ’ αυτή την ηλικία, μου άρεσε να ακούω μουσική και να χορεύω. Στα οχτώ είπα στη μητέρα μου ότι ήθελα να γίνω χορευτής και τότε με πήγε για πρώτη φορά σε σχολή. Αρχισα να κάνω μαθήματα κλασικού χορού και στα δεκατέσσερα ξεκίνησα πλέον να χορεύω επαγγελματικά. Θεωρώ ότι ήταν κάτι το οποίο το αποφάσισα μόνος μου και από ‘κεί και πέρα, οποτεδήποτε είχα ανάγκη από βοήθεια, η οικογένειά μου ήταν πάντοτε δίπλα μου. Οσες φορές έκανα λάθος, οι δικοί μου αφενός προσπάθησαν να μου δώσουν να το καταλάβω, αφετέρου με βοήθησαν να μάθω από αυτό. Ηταν κάτι το οποίο πάντα μου άρεσε. Για να γίνει κάποιος χορευτής πρέπει να κάνει συνεχώς μαθήματα. Από τη στιγμή που θα μάθει κάποιος κλασικό χορό μπορεί μετά να αρχίσει να πειραματίζεται με διάφορα στυλ, χορογραφίες κλασικές, μοντέρνες… Προσωπικά έχω χορέψει σχεδόν όλους τους κλασικούς ρόλους, έχω συνεργαστεί με όλες τις μεγάλες μπαλαρίνες και έχω εμφανιστεί σε όλα σχεδόν τα θέατρα του κόσμου. Εχω χορέψει από μάμπο και ροκ-εν-ρολ μέχρι τανγκό, που θεωρείται ο κλασικός χορός της Αργεντινής. Εχω χορέψει σχεδόν τα πάντα».


– Αν η μητέρα σας δεν ήταν δασκάλα χορού, εσείς πάλι θα είχατε γίνει χορευτής; Θέλω να πω, γεννιέται κανείς χορευτής;


«Ναι. Δεν ξέρω γιατί… ίσως είναι κάτι το οποίο το φέρουμε εντός μας».


– Και πώς το ανακαλύπτει κανείς αυτό; Υπάρχουν άνθρωποι που γεννιούνται φέροντας μέσα τους κάτι που μπορεί τελικά να μην καταφέρουν ποτέ να το ανακαλύψουν;


«Νομίζω ότι όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται φέροντας μέσα τους κάτι. Απλώς μερικές φορές μπορεί είτε να μην έχουν τον τρόπο να το ανακαλύψουν είτε να μη θέλουν να το ανακαλύψουν, επειδή φοβούνται. Προσωπικά όταν θέλω να κάνω κάτι βρίσκω πάντα τον τρόπο να το κάνω. M’ αρέσει κάθε φορά να μαθαίνω και κάτι καινούργιο. Παίρνω πάντα μόνος μου όλες τις αποφάσεις και βέβαια κάποιες φορές αναπόφευκτα κάνω και λάθη. Θεωρώ όμως ότι και τα δύο φέρουν την «υπογραφή» μου».


– Για ποιον λόγο πιστεύετε ότι κάποιοι άνθρωποι φοβούνται να συναντήσουν το ταλέντο τους;


«Δεν ξέρω… Κάποιους μπορεί να τους επηρεάζει το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζουν και κινούνται, άλλοι μπορεί να είναι κλειστοί ως άνθρωποι… Προσωπικά νιώθω πολύ τυχερός για την οικογένεια μέσα στην οποία γεννήθηκα. Ο παππούς μου, με τον οποίο μεγάλωσα, ήταν Ιταλός και είχε μια ιδιαίτερη αγάπη για την τέχνη. Εν τω μεταξύ στην Αργεντινή την εποχή που ξεκίνησα εγώ, πριν από αρκετά χρόνια, το να γίνει κάποιος χορευτής δεν ήταν και ό,τι πιο αποδεκτό. Ευτυχώς η οικογένειά μου δεν έδινε ποτέ σημασία στο τι θα έλεγε ο κόσμος. Νομίζω ότι μερικοί άνθρωποι νοιάζονται περισσότερο για το τι θα πουν οι άλλοι παρά για το πώς νιώθουν οι ίδιοι».


– Επομένως για σας παίζει ρόλο το περιβάλλον.


«Νομίζω ναι. Βέβαια ο καθένας από εμάς μόνος του αποφασίζει. Σήμερα μάλιστα έχουμε περισσότερο από ποτέ άλλοτε τη δυνατότητα να αποφασίζουμε οι ίδιοι για τα πράγματα που μας αφορούν. Παρ’ όλα αυτά πιστεύω ότι εξακολουθούν να υπάρχουν και άνθρωποι οι οποίοι, αντί να ακολουθήσουν το ταλέντο τους, ακολουθούν τις υποδείξεις των γονιών τους και χάνουν έτσι τον δρόμο τους. Από τα πιο συνηθισμένα φαινόμενα στο Μπουένος Αϊρες ήταν μητέρες οι οποίες ήθελαν να γίνουν οι κόρες τους μπαλαρίνες και τις πίεζαν προς αυτή την κατεύθυνση ενώ τα ίδια τα παιδιά δεν το ήθελαν».


– Αρα το ταλέντο από μόνο του δεν είναι αρκετό για να βρει κάποιος τον δρόμο του στη ζωή;


«Οχι, χρειάζονται πολλά. Αν έχεις ταλέντο και σου λείπει η όρεξη για δουλειά ή η πειθαρχία που πρέπει να χαρακτηρίζει έναν επαγγελματία, τότε μπορεί για ένα-δυο χρόνια να βγεις, να κάνεις εντύπωση ως χορευτής και μετά να εξαφανιστείς. Πρέπει να ξέρει κανείς τι να κάνει και τι να μην κάνει, με ποιον τρόπο να κινηθεί ώστε να δώσει ώθηση στην καριέρα του. Χρειάζεται να πατάς και με τα δυο σου πόδια στη γη και βεβαίως το μυαλό σου να είναι συνεχώς σε εγρήγορση. Επίσης καλό είναι να γνωρίζει κανείς ποιοι και τι είδους άνθρωποι μπορεί να τον βοηθήσουν».


– Ποια είναι η χρησιμότητα αυτού που κάνετε; Για ποιο λόγο δηλαδή να έρχονται οι άνθρωποι να σας βλέπουν;


«Νομίζω ότι ένας λόγος είναι επειδή αγαπάω αυτό που κάνω και προσπαθώ κάθε φορά να δώσω στον κόσμο κάτι διαφορετικό. Προσπαθώ να ωριμάζω ως καλλιτέχνης και να κάνω κάτι περισσότερο από το να εκτελώ απλώς σωστά κάποια βήματα. Τα βήματα είναι το τελευταίο που με απασχολεί. Αυτό που θέλω είναι να κάνω τους ανθρώπους να κλαίνε ή να γελάνε. Με ενδιαφέρει περισσότερο η ουσία της τέχνης και όχι η τεχνική. Κάθε φορά που πρόκειται να παίξω «Ρωμαίο και Ιουλιέτα», παραδείγματος χάριν, προσπαθώ να χτίσω τον ρόλο – διαβάζοντας το βιβλίο, βλέποντας την ταινία, μιλώντας με τους ηθοποιούς που έπαιξαν σε αυτήν, αναζητώντας ανθρώπους που μπορούν να με διδάξουν πράγματα… Νομίζω ότι ένας από τους βασικότερους λόγους για τους οποίους οι άνθρωποι θέλουν να με βλέπουν να χορεύω είναι επειδή προσπαθώ ό,τι κάνω να έχει τον απαιτούμενο επαγγελματισμό. Μερικές φορές, μπορεί μια παράσταση να είναι καλύτερη από τις άλλες – άνθρωποι είμαστε και αυτά συμβαίνουν -, θέλω όμως κάθε φορά που βγαίνω στη σκηνή να δίνω το 100% του εαυτού μου. Και επειδή νομίζω ότι αυτό ο κόσμος το καταλαβαίνει, γι’ αυτό και έρχεται να με δει».


– Τι είναι αυτό που προσφέρει η τέχνη στους ανθρώπους γενικότερα;



«Νομίζω ότι η τέχνη, βοηθώντας τους ανθρώπους να μαθαίνουν πράγματα, τελικά τους απελευθερώνει. Ας πάρουμε ως παράδειγμα την πατρίδα μου, την Αργεντινή. Παλιά στην Αργεντινή κλασικό χορό είχαν τη δυνατότητα να παρακολουθούν μόνο όσοι είχαν πολλά χρήματα και μπορούσαν να πληρώσουν το εισιτήριο για το θέατρο. Αυτό ήθελα να αλλάξει. Σας διαβεβαιώ ότι δούλεψα σκληρά προκειμένου να μπορούν όλοι να παρακολουθήσουν μια παράσταση κλασικού χορού. Και αυτό επειδή πιστεύω ότι ο χορός δεν είναι μόνο γι’ αυτούς που καταλαβαίνουν αλλά και γι’ αυτούς που αγαπούν την τέχνη και είναι σε θέση να τη νιώσουν. Αυτή θεωρώ ότι είναι η σημαντικότερη προσφορά της τέχνης προς τους ανθρώπους, το γεγονός ότι τους δίνει τη δυνατότητα να νιώσουν κάτι διαφορετικό. Αυτήν τη στιγμή μπορεί να δώσω μια παράσταση σ’ ένα στάδιο που χωράει 100.000 ανθρώπους και να το γεμίσω, γιατί ο κόσμος αγαπάει τον χορό, δεν φοβάται να πάει να δει μια παράσταση».


– Πιστεύετε ότι υπάρχει ταλαντούχο κοινό;


«Σαφώς υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι αγαπούν τον χορό και ενδιαφέρονται όχι μόνο για το θέαμα αλλά και για την τεχνική, η οποία χρόνο με τον χρόνο εξελίσσεται. Το επίπεδο συνεχώς ανεβαίνει. Στην εποχή μου – μια που θεωρούμαι πλέον από τους παλαιότερους – υπήρχαν έξι-επτά φόρμες οι οποίες ήταν αρκετές για να προκαλέσουν τον θαυμασμό του κοινού. Σήμερα είναι περισσότερες, 10-20 και υπάρχει κόσμος που παρακολουθεί όλες τις εξελίξεις επειδή αγαπάει τον χορό. Ακόμη και αυτοί όμως, οι άνθρωποι που είναι υποψιασμένοι, πιστεύω ότι αναζητούν κάτι περισσότερο από το κομμάτι που αφορά την τεχνική. Δεν βλέπουν μόνο αυτό. Ο χορός σήμερα έχει αποκτήσει μεγαλύτερη θεατρικότητα. Παλαιότερα βασιζόταν περισσότερο στην κίνηση η οποία, ανάλογα με το είδος του χορού, περιέγραφε και διαφορετικά πράγματα. Ο κλασικός χορός, παραδείγματος χάριν, ήταν περισσότερο αφηγηματικός, μέσω της κίνησης οι χορευτές αφηγούνταν μια ιστορία – «Λίμνη των Κύκνων», «Ωραία Κοιμωμένη»… Ο μοντέρνος χορός έδινε μεγαλύτερη έμφαση στην κίνηση αυτή καθαυτή. Σήμερα ο μοντέρνος χορός έχει γίνει πιο θεατρικός, χαρακτηρίζεται από ένα άνοιγμα, «πατάει» περισσότερο στην εμπειρία. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι αρέσει περισσότερο στον κόσμο. Επειδή δίνει τη δυνατότητα στον θεατή να δει κάτι διαφορετικό, κάτι το οποίο ξεφεύγει από την απλή εκτέλεση κάποιων κινήσεων».


– Γιατί πάει προς τα εκεί ο κόσμος;


«Ακριβώς επειδή θέλει να δει κάτι που να ξεφεύγει από την απλή κίνηση. Αν τον ενδιέφερε αυτό θα πήγαινε να παρακολουθήσει Ολυμπιακούς Αγώνες και όχι μια παράσταση χορού. Είναι εκπληκτικά όσα κάνει ένας αθλητής ο οποίος συμμετέχει σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Νομίζω όμως ότι αυτή είναι η βασική διαφορά της γυμναστικής από τον χορό».


– Είναι ζητούμενο η τελειότητα; Και πόσο εύκολο είναι για κάποιον να την πετύχει;


«Εύκολο δεν νομίζω ότι είναι. Ισως η τελειότητα να χαρακτηρίζει μόνο τις στιγμές που νιώθει κανείς απόλυτα ευχαριστημένος με τον εαυτό του. Κατά τα άλλα το θεωρώ σχεδόν αδύνατον να είναι κανείς τέλειος. Αλλά ακόμη και εφικτό να ήταν, πιστεύω ότι θα ήταν βαρετό».


– Μήπως τις φορές αυτές που νιώθετε απόλυτα ευχαριστημένος με τον εαυτό σας ακόμη και τα λάθη σας γίνονται κομμάτι της τελειότητας;


«Κάποιες φορές ναι. Οχι πάντα, αλλά συμβαίνει. Σήμερα, που για το σώμα μου έχει αρχίσει πια η αντίστροφη μέτρηση, μετά από τόσα χρόνια δουλειάς και από επτά εγχειρήσεις, ίσως αυτά τα λαθάκια που λέτε να είναι όντως κομμάτι μιας τέλειας εμφάνισης. Γενικά πάντως θεωρώ ότι από τη στιγμή που νιώθει κανείς ευτυχισμένος πάνω στη σκηνή, ό,τι και να κάνει, στα μάτια του κοινού φαντάζει τέλειο».


– Πώς νιώθετε σήμερα, που το σώμα σας δεν έχει πλέον τις ίδιες δυνατότητες που είχε κάποτε;


«Από τη μια, είναι δύσκολο μετά από επτά εγχειρήσεις να διατηρούμαι συνεχώς σε φόρμα· από την άλλη όμως σήμερα νιώθω πιο ασφαλής, πιο σίγουρος, πιο χαλαρός πάνω στη σκηνή. Το σώμα μου με υπακούει χωρίς να χρειάζεται να σκέφτομαι τόσο πολύ όσο παλαιότερα. Πάει πλέον από μόνο του. Για να σας δώσω να καταλάβετε, ακόμη και αν μου έκοβαν το κεφάλι, το σώμα μου θα συνέχιζε να κάνει από μόνο του όλα αυτά τα οποία πρέπει να κάνει. Αυτό είναι κάτι που όσο περνάνε τα χρόνια με απελευθερώνει. H πρώτη φορά στη ζωή μου που ένιωσα καλλιτέχνης ήταν μόλις πριν από τρία χρόνια – πρέπει να ήταν το 2000. Προηγουμένως δεν είχα νιώσει ποτέ έτσι. Περισσότερο εργάτης ένιωθα παρά καλλιτέχνης. Βέβαια και σήμερα συνεχίζω να δουλεύω, μόνο που σήμερα νιώθω πιο σίγουρος για τον εαυτό μου και αυτή η αίσθηση μου δημιουργεί ασφάλεια. Τώρα πια, όταν με ρωτάνε οι δημοσιογράφοι αν νιώθω καλλιτέχνης, απαντάω άφοβα «ναι». Μπορεί το σώμα μου να πονάει, αλλά δεν με νοιάζει, γιατί ξέρω ότι θα μπορώ να χορεύω για άλλα τρία-τέσσερα χρόνια. Μετά, θα τρώω, θα πίνω, θα κάνω όλα αυτά που δεν έκανα τόσα χρόνια. Για καλό και για κακό βέβαια έχω πει στους φίλους μου, αν δουν ότι αργώ να κατέβω από τη σκηνή, να με κατεβάσουν με το ζόρι (γέλια)».


– Μήπως όσο περνούν τα χρόνια ανακαλύπτει κανείς ότι τελικά δεν είναι οι δυνατότητες του σώματος αυτές που οδηγούν στο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα; Μήπως η καλή δουλειά ενός χορευτή έχει να κάνει με άλλα πράγματα;


«Οχι, πιστεύω ότι το σώμα του κάθε ανθρώπου έχει τις δικές του δυνατότητες. Πιθανόν στις παραστάσεις που ήμουν πολύ καλός να είχα γίνει ένα με το σώμα μου. Είναι δύσκολο πάντως να ορίσει κανείς τι εστί τελειότητα. Δεν ξέρω… Πιστεύω αυτό που σας είπα και πριν, ότι από τη στιγμή που θα αγγίξει κάποιος την τελειότητα, μετά δεν του μένουν και πολλά να κάνει».


– Αυτό που με ενδιαφέρει δεν είναι η τελειότητα αυτή καθαυτή. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι κατά πόσον οι σωματικές δυνατότητες ενός χορευτή, για παράδειγμα, «ευθύνονται» ή «δεν ευθύνονται» για το καλό αποτέλεσμα της δουλειάς του.


«Πάντα έλεγα ότι η ηλικία των σαράντα είναι το μάξιμουμ στο οποίο μπορεί να φθάσει ένας χορευτής για να είναι καλός. Υπάρχουν χορευτές που έχουν ξεπεράσει αυτό το όριο, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Κάθε φορά που συνεργάζομαι με το American Ballet Theater βλέπω όλα αυτά τα νέα παιδιά να χορεύουν, να πηδάνε, να στροβιλίζονται και ενώ από τη μια μένω έκθαμβος, από την άλλη, όταν έρχεται η ώρα να ανέβω στη σκηνή, λέω «τι κάνω τώρα εγώ εδώ, πώς να τα ανταγωνιστώ αυτά τα παιδιά;». Τελικά όμως πιστεύω ότι εκεί που μπορώ να τα ανταγωνιστώ είναι στον επαγγελματισμό και στην πείρα, η οποία από τους νέους χορευτές λείπει. Μπορεί λοιπόν εγώ αυτή τη στιγμή να μπορώ να εκτελέσω μόνο τέσσερις πιρουέτες τη στιγμή που αυτά τα παιδιά μπορούν είκοσι, αλλά και οι τέσσερις οι δικές μου θα είναι απόλυτες, άψογες. Οι άνθρωποι που έρχονται να παρακολουθήσουν μια παράσταση αυτό το πράγμα το βλέπουν και καταλαβαίνουν πού βρίσκεται η διαφορά. Είναι σαν να είμαι εγώ ο δάσκαλος και αυτά τα παιδιά οι μαθητές. Ο δάσκαλος δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να πηδήσει πιο ψηλά από τον μαθητή, μπορεί όμως ό,τι κάνει να έχει μιαν άλλη ποιότητα. Εχω την αίσθηση ότι αυτό αναζητά τώρα πια και το σώμα μου. Για μένα αυτό είναι τελειότητα».


– Ενας πολύ μεγάλος χορευτής ακόμη και στην παρακμή του ή στο πέσιμό του δεν έχει κάτι το μεγαλειώδες;


«Οχι, θεωρώ ότι όλοι οι μεγάλοι χορευτές, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, μπόρεσαν και άγγιξαν την τελειότητα. Ο Μπαρίσνικοφ διανύει τώρα την έκτη δεκαετία της ζωής του και ακόμη χορεύει. Δεν κάνει βέβαια όλα αυτά που μπορούσε να κάνει παλαιότερα, αλλά με το που ανεβαίνει πάνω στη σκηνή βλέπεις έναν αληθινό καλλιτέχνη, βλέπεις την τελειότητα προσωποποιημένη. Δεν χρειάζεται καν να χορέψει. Και μόνο που περπατάει, το περπάτημά του αποπνέει τέτοια φυσικότητα που μόνο τέλειο μπορεί κανείς να το χαρακτηρίσει. Γι’ αυτό είπα πριν ότι η τελειότητα είναι κάτι σχετικό, το οποίο κρίνεται ανάλογα με τον κάθε καλλιτέχνη. Για μένα, αν μπορεί κάποιος να χορεύει ως τα σαράντα, είναι καλά. Από ‘κεί και πέρα, πρέπει να αφήνουμε χώρο και για τους νέους. Οσο οι παραγωγοί μού ζητούν να δουλεύω, ο κόσμος θα έρχεται να βλέπει εμένα, γιατί εγώ έχω ήδη ένα όνομα. Αν εγώ αποσυρθώ, οι παραγωγοί, οι μάνατζερ, όλοι αυτοί οι άνθρωποι θα ψάξουν να βρουν καινούργια ταλέντα. Με αυτόν τον τρόπο δίνουμε την ευκαιρία και στους νέους χορευτές να χτίσουν μια καριέρα. Εγώ δημιούργησα ήδη μια καριέρα, μου δόθηκε η δυνατότητα να δω σχεδόν όλα τα όνειρά μου να πραγματοποιούνται. Από ‘δώ και πέρα θέλω το διάστημα που μου μένει ώσπου να σταματήσω να περνάω καλά πάνω στη σκηνή. Δεν ξέρω αν το σώμα μου θα αντέξει ως τα σαράντα, αλλά ο στόχος μου είναι αυτός».


– Τι είναι αυτό που κάνει έναν άνθρωπο ο οποίος έχει ήδη πίσω του μια μεγάλη καριέρα να προτιμά, αντί να αποσυρθεί, να ζει την παρακμή του;


«Δεν ξέρω, αυτά είναι πράγματα που δύσκολα μπορεί να τα καταλάβει κανείς. Οπως δύσκολο είναι και το να φύγεις. Οταν όλη σου η ζωή είναι η σκηνή και το κοινό, κάποιοι άνθρωποι δυσκολεύονται αυτά να τα αντικαταστήσουν με κάτι άλλο, να βρουν καινούργια ζωή. Πιο νέος έλεγα ότι ο χορός είναι όλη μου η ζωή. Τώρα πια έχω μάθει ότι ο χορός είναι ένα κομμάτι της ζωής μου το οποίο συνυπάρχει με την οικογένειά μου, με τους φίλους μου, με τη σχολή χορού που έχω στο Μπουένος Αϊρες, με το ίδρυμα το οποίο δίνει την ευκαιρία σε νέους από όλη την Αργεντινή να έρθουν στο Μπουένος Αϊρες και να μάθουν χορό… Εχω πολλά πράγματα να κάνω, πέρα από το να ασχολούμαι με την καριέρα μου».


– Σε τι διαφέρει ένας μεγάλος χορευτής από έναν απλό χορευτή; Τι είναι δηλαδή αυτό που κάνει μύθο τον Νουρέγεφ;


«Νομίζω η προσωπικότητά του. Είναι γνωστό ότι, όταν πήγαινε σε ένα εστιατόριο και δεν του άρεσε το φαγητό, μπορεί να έπαιρνε το πιάτο και να το πετούσε. Αυτό αποκαλύπτει έναν χαρακτήρα, έχει να κάνει με την προσωπικότητα ενός ανθρώπου. Ο Μίσα πάλι, ενώ είναι ένας άνθρωπος ντροπαλός κατά βάθος, με το που θα τον δεις σού δίνει την εντύπωση ότι σε μισεί. Στην πραγματικότητα δεν είναι έτσι, οπότε και πάλι είναι θέμα προσωπικότητας. Σήμερα νομίζω ότι πολύ λίγοι από τους νέους χορευτές διαθέτουν προσωπικότητα. Οι περισσότεροι είναι τόσο προσηλωμένοι στην τεχνική, που ξεχνούν να αφήσουν στην προσωπικότητά τους τα περιθώρια να εκφραστεί. Περισσότερο τους ενδιαφέρει να πηδήσουν ψηλά ή να κάνουν δύσκολες πιρουέτες παρά να εκφραστούν μέσα από τον χορό. Στο American Ballet Theater υπάρχουν χορεύτριες γύρω στα 16-17 οι οποίες ακόμη παίζουν με τις Μπάρμπι τους. (γέλια) Παρ’ όλα αυτά εμφανίζονται στη Μητροπολιτική Οπερα αξιώνοντας να τις αντιμετωπίζουν ως επαγγελματίες. Πολύ λίγοι είναι αυτοί που έχουν να επιδείξουν μια προσωπικότητα και νομίζω ότι αυτό είναι που κάνει και τη διαφορά».


– Σήμερα υπάρχουν χορευτές οι οποίοι σας εξιτάρουν με τον ίδιο τρόπο που μας εξιτάριζαν κάποτε ο Νουρέγεφ ή ο Μπαρίσνικοφ; Εννοώ νέα παιδιά που βλέποντάς τα μπορείτε να καταλάβετε ότι θα γίνουν μεγάλοι χορευτές;


«Ναι, υπάρχουν κάποιοι. Υπάρχει ένας ισπανός χορευτής στο American Ballet Theater ο οποίος είναι πολύ καλός. Είναι ένα παιδί γύρω στα 25-26, το οποίο βλέπεις ότι διαθέτει και προσωπικότητα και ταλέντο. Απλώς δεν έχει βρει ακόμη τον τρόπο να εκφράσει την προσωπικότητά του. Είναι όμως σπουδαίος χορευτής. Διαθέτει και την ενέργεια και τη φρεσκάδα και την τεχνική, είναι από τους χορευτές που κάνουν αισθητή την παρουσία τους. Επάνω στη σκηνή φαίνεται, τον βλέπεις. Δεν είναι από κείνους που περιμένουν πότε θα τελειώσει η πρόβα για να την κοπανήσουν. Πιστεύω ότι αυτό το παιδί έχει μέλλον».


– Από τι πιστεύετε ότι κινδυνεύει ένας άνθρωπος ο οποίος φτάνει πάρα πολύ ψηλά; Τι θα μπορούσε να κάνει έναν τέτοιον άνθρωπο να χαθεί;


«Νομίζω ότι ένα από τα πιο επικίνδυνα πράγματα είναι το να μη νιώθει κανείς ασφαλής, το να αγχώνεται με ό,τι και αν κάνει. Ολα αυτά είναι πράγματα τα οποία σου στερούν την αίσθηση της ελευθερίας που, αν μη τι άλλο, ως καλλιτέχνης πρέπει να νιώθεις. H στιγμή που σας είπα ότι απελευθερώθηκα και ένιωσα για πρώτη φορά στη ζωή μου καλλιτέχνης ήταν όταν κατάφερα να νιώσω σίγουρος για τον εαυτό μου. Οταν είπα «ναι, είμαι καλλιτέχνης, νιώθω ευτυχισμένος με αυτό που κάνω, νιώθω ότι το κάνω καλά, ξέρω τι έχω καταφέρει όλα αυτά τα χρόνια, έχω απόλυτη επίγνωση και δεν έχω κανένα πρόβλημα να πω ότι τα αποδέχομαι όλα». Πριν αγχωνόμουν κι εγώ με όλα αυτά που με έκαναν να νιώθω ανασφάλεια, αμφέβαλλα για πράγματα τα οποία έκανα, δεν ένιωθα καμία σιγουριά… Θυμάμαι υπήρχε μια μπαλαρίνα στην ομάδα, η οποία τώρα έχει αποσυρθεί. H κοπέλα αυτή αγχωνόταν τόσο πολύ πριν από κάθε παράσταση, ώστε στο τέλος κατέστρεφε την παράσταση. Εβγαινε στη σκηνή και δεν ήταν σε θέση να εκτελέσει το παραμικρό βήμα. Και ήταν κρίμα, γιατί είχε ήδη καταφέρει να φτάσει σε ένα καλό σημείο, ήταν πολύ γνωστή, δεν ήταν κάποια που ερχόταν από το πουθενά για να αποδείξει ότι ήξερε να χορεύει. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν κατάφερε ποτέ να νιώσει σίγουρη για τον εαυτό της. Νομίζω ότι από αυτό κινδυνεύει ένας άνθρωπος όταν φτάνει ψηλά. Οσο ψηλά και να ανέβει κάποιος, καλό είναι να θυμάται ότι πρέπει να συνεχίσει να δουλεύει με πειθαρχία και σεβασμό απέναντι σε αυτό που κάνει. Διαφορετικά η επιτυχία γυρνάει μπούμερανγκ και αντί να σου κάνει καλό, σε καταστρέφει».


– Στη ζωή μεγαλύτερο ρόλο παίζουν οι επιρροές που δεχόμαστε ή οι επιλογές που κάνουμε οι ίδιοι;


«Πάντα έλεγα και συνεχίζω να λέω ότι στην καριέρα μου υπήρξα πολύ τυχερός. Ολα συνέβησαν την κατάλληλη στιγμή και δεν υπήρξε τίποτε που να απέρριψα. Ο,τι και αν μου πρότειναν, το αποδέχτηκα. Στην αρχή τουλάχιστον της καριέρας μου δεν είπα ποτέ όχι. Σήμερα, που γνωρίζω πλέον τι είμαι και τι δεν είμαι σε θέση να κάνω, κάποιες προτάσεις μπορεί να τις αρνηθώ. Στην αρχή όμως, δόξα τω Θεώ, είχα την εξυπνάδα να δέχομαι όλες τις προτάσεις τις οποίες μου έκαναν. Δεν είπα ποτέ: «Γιατί να εμφανιστώ σε ένα τόσο μικρό μέρος; Δεν πάω…». Οπου με καλούσαν πήγαινα. Διότι ένιωθα μέσα μου λαχτάρα για τον χορό. Οταν είναι κανείς νέος, πρέπει να προσπαθεί να κάνει τα πάντα. Μόνο έτσι μπορεί να μάθει».


– Μεγαλώνοντας τι χάνει ένας άνθρωπος από αυτά που είχε όταν ήταν παιδί; Για εσάς δηλαδή τι σημαίνει η λέξη «ωριμάζω»; Υπάρχει κάτι που κερδίζουμε και κάτι που χάνουμε ωριμάζοντας;


«Δεν νομίζω ότι χάνουμε τίποτε. Αντιθέτως πιστεύω ότι μόνο κερδίζουμε. Οι επτά εγχειρήσεις που έκανα ως σήμερα σαφώς εν μέρει έκαναν κακό στην καριέρα μου, αφού για ένα διάστημα έπρεπε να σταματήσω να χορεύω. Από την άλλη όμως με βοήθησαν να μάθω να φροντίζω το σώμα μου, να λέω και μερικά όχι, να κάνω λιγότερα πράγματα… Ολα αυτά έγιναν κομμάτι της ζωής μου, είναι πράγματα τα οποία με δίδαξε η ζωή μέσα από μια κακοτοπιά, πράγματα που με βοήθησαν να νιώσω πιο δυνατός, πιο ασφαλής, να μη φοβάμαι, και ό,τι κάνω να το κάνω με μεγαλύτερη φυσικότητα. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι μεγαλώνοντας μόνο κέρδισα. Δεν νιώθω να έχω χάσει τίποτε. Ισα ίσα, νιώθω ευτυχισμένος για όλα όσα έκανα ως σήμερα που είμαι 36 χρόνων. Μακάρι – όπως σας είπα – να συνεχίσω ως τα 40 και από ‘κεί και πέρα έχω όλη τη ζωή μπροστά μου για να απολαύσω όλα αυτά που είναι η ζωή. Καριέρα έκανα, όλα τα όνειρα που είχα σε επαγγελματικό επίπεδο μπόρεσα και τα πραγματοποίησα. Αν μου έλεγε κάποιος ότι του χρόνου πρέπει να σταματήσω, δεν θα στενοχωριόμουν».


– H ύπαρξη ορίων κάνει τη ζωή ενδιαφέρουσα; Και γιατί κάτι τόσο ενδιαφέρον όσο είναι η ζωή κάποια στιγμή να τελειώνει;


«Μου είναι δύσκολο να μιλάω για πράγματα τα οποία δεν έχω ζήσει. Μόνο αν έχω βιώσει κάτι, αν έχω κάνει κάτι ο ίδιος, μπορώ να έχω άποψη για αυτό. Σας είπα όμως και πριν ότι όταν κάτι τελειώνει, όπως θα τελειώσει σε λίγο η καριέρα μου, δεν στενοχωριέμαι. Αντιθέτως, χαίρομαι για όλα αυτά τα οποία μπόρεσα και έκανα. Ξέρω μάλιστα ότι τίποτε δεν τελειώνει, ότι ένα κομμάτι από όλα όσα έχω κάνει θα συνεχίσω να το προσφέρω στην τέχνη, στους νέους χορευτές, γενικά στους ανθρώπους. Ακόμη και όταν η δική μου καριέρα θα τελειώσει, ο χορός θα συνεχίσει να υπάρχει. Πάντως αυτή τη στιγμή δυσκολεύομαι να σας πω περισσότερα πράγματα, γιατί για μένα είναι κάτι άγνωστο, το οποίο δεν μου δόθηκε ακόμη η ευκαιρία να το ζήσω. Ισως, αν ύστερα από τέσσερα χρόνια ξανασυναντηθούμε, η ζωή να με έχει μάθει κάτι παραπάνω και να μπορώ να το μοιραστώ μαζί σας».


– Ποια είναι η αίσθηση που έχει ένας κοινός άνθρωπος όταν χορεύει και σε τι πιστεύετε ότι διαφέρει από την αίσθηση που έχει ένας χορευτής την ώρα που χορεύει; Είναι ίδιο αυτό που νιώθουν;


«Πιστεύω ότι ο κάθε άνθρωπος τη στιγμή που χορεύει νιώθει κάτι διαφορετικό. Εχει να κάνει με το πώς αντιλαμβάνεται ο καθένας τη μουσική, τη μελωδία, την αρμονία που χαρακτηρίζει μια μουσική. Ολα αυτά από άνθρωπο σε άνθρωπο διαφέρουν. Εδώ ακόμη και οι άνθρωποι οι οποίοι γνωρίζουν από τεχνική – είτε είναι μουσικοί είτε χορευτές είτε οι άνθρωποι που θα φωτίσουν μια παράσταση – έχουν ο καθένας τον δικό του τρόπο για να μετράνε. Αλλιώς θα μετρήσω εγώ και αλλιώς θα μετρήσει κάποιος άλλος, αν και προσωπικά δεν μου αρέσει καθόλου να μετράω. Προτιμώ να ακούω τη μουσική. Βρίσκω συνήθως ένα όργανο, έναν ήχο, και προσηλώνομαι σε αυτόν για να βρω τον ρυθμό. Πολλοί χορευτές μετράνε, εγώ δεν μετράω ποτέ. Αρα λοιπόν είναι θέμα του κάθε ανθρώπου».


– Σας έχει τύχει ποτέ να δείτε έναν άνθρωπο να χορεύει και να σκεφθείτε ότι αυτός θα μπορούσε να γίνει χορευτής;


«Ναι, αυτό συμβαίνει – ειδικά σε μέρη όπου πηγαίνουν οι άνθρωποι για να χορέψουν. Συναντάς ανθρώπους που η κίνησή τους έχει μια μουσικότητα, μια αρμονία. Βλέπεις ότι αυτοί οι άνθρωποι έχουν έφεση στον χορό, ότι ακολουθούν σωστά τη μουσική. Νομίζω ότι είναι κάτι που φαίνεται, όπως φαίνονται και αυτοί που δεν έχουν καθόλου ρυθμό. H μουσική πάει από ‘δώ και αυτοί πηγαίνουν από ‘κεί. (γέλια) Αλλά εγώ και αυτό το θεωρώ διασκεδαστικό».


– Πώς φαντάζεστε τη ζωή σας μετά τα 40;


«Είναι τόσο πολλά αυτά που ξέρω ότι με περιμένουν που δεν θέλω να φαντάζομαι τίποτε. Ξέρω τι θέλω να κάνω, ξέρω ότι ενδεχομένως να συνεχίσω την καριέρα μου ως ηθοποιός στον κινηματογράφο. Θα συνεχίσω βέβαια να έχω τη σχολή μου και θα με ενδιέφερε πάρα πολύ να ασχοληθώ με τη σκηνοθεσία. Δεν ξέρω, μερικές φορές σκέφτομαι ότι, όταν σταματήσω, για έναν χρόνο τουλάχιστον θα ήθελα να ταξιδέψω, να δω ξανά όλα αυτά τα μέρη στα οποία έχω δουλέψει και σίγουρα να φάω πολύ. Θα μου άρεσε η ιδέα να παχύνω λιγάκι. (γέλια) Και τώρα τα απογεύματα, αν δεν έχω παράσταση το βράδυ, μ’ αρέσει μετά τις πρόβες να πηγαίνω στο σπίτι και να πίνω ένα ποτήρι κόκκινο κρασί ή ένα ιταλικό λικέρ με λίγη Κόκα-Κόλα. Τις λατρεύω αυτές τις στιγμές. Πριν δεν μπορούσα να απολαύσω τίποτε από όλα αυτά. Τώρα τα απολαμβάνω σχεδόν καθημερινά, οπότε φανταστείτε τι έχει να γίνει μετά τα 40. (γέλια) Τι να κάνω; Αφού μ’ αρέσει το φαγητό. Παλιότερα, πιο νέος, έφευγα διακοπές για μία εβδομάδα και μέσα σε μία εβδομάδα έπαιρνα οκτώ κιλά. Βέβαια επιστρέφοντας σε μία εβδομάδα τα είχα χάσει, αλλά τώρα πλέον πρέπει να προσέχω γιατί, αν πάρω οκτώ κιλά, ξέρω ότι μπορεί να μου πάρει και έξι μήνες για να τα χάσω. Επίσης, όταν με το καλό σταματήσω, δεν θέλω άλλη γυμναστική. Αυτό είναι κάτι που μ’ έχει κουράσει, το να γυμνάζομαι συνεχώς για να κρατιέμαι σε φόρμα. Θα μου άρεσε βέβαια να κολυμπάω. Θα δούμε… Δεν θέλω να τα σκέφτομαι από τώρα. Πάντως, σε γενικές γραμμές, κάπως έτσι φαντάζομαι ότι θα είναι η ζωή μου μετά τα 40. Από ‘κεί και πέρα θα ήθελα να ξυπνάω το πρωί και ό,τι και αν έχει η ζωή να μου προσφέρει να μπορώ να το ζω, να ζω τις στιγμές. Νομίζω ότι αυτό είναι το καλύτερο».


– Τι χάνει και τι κερδίζει ένας άνθρωπος από μια καλλιτεχνική επιτυχία; Ποιο είναι, δηλαδή, το κόστος που καλείται να πληρώσει και ποιο είναι το όφελος που αποκομίζει από αυτήν;


«Επειδή αυτό που κάνω είναι κάτι που το έχω επιλέξει και το αγαπάω, είναι δύσκολο να σας πω τι χάνεις. Δεν νιώθω ότι υπάρχει ένα κόστος που πληρώνω για να μπορώ να έχω επιτυχία. Δεν ξέρω αν μπορεί να θεωρηθεί κόστος το γεγονός ότι δεν μπορώ να τρώω όπως θα ήθελα. Είναι το μόνο πράγμα που μου έρχεται στο μυαλό, αλλά αυτό για μένα δεν είναι σημαντικό. Μπορώ να ζω μια χαρά κι έτσι. Κάτι άλλο που μου έρχεται τώρα στο μυαλό είναι η κατάσταση που ζούσα στην Αργεντινή τα πρώτα χρόνια, την εποχή που με κυνηγούσαν στον δρόμο σαν να ήμουν ροκ σταρ, με αποτέλεσμα να μην μπορώ να περπατάω ελεύθερα. Σήμερα, όμως, που είμαι ακόμη πιο διάσημος, μπορώ να περπατάω στον δρόμο και οι άνθρωποι να με σέβονται. Αυτό σημαίνει ότι έχω κερδίσει. Το εκλαμβάνω, δηλαδή, ως νίκη και όχι ως απώλεια. Το να στερείσαι μέρος της προσωπικής σου ελευθερίας επειδή είσαι διάσημος και όπου πας να σε ακολουθούν συνεχώς δημοσιογράφοι είναι αναπόφευκτη σύμβαση για έναν άνθρωπο ο οποίος κάνει καριέρα. Εφόσον εγώ ήθελα να κάνω το μπαλέτο δημοφιλές στη χώρα μου, έπρεπε να το φέρω σε επαφή με τον κόσμο. Πώς το πετυχαίνει κανείς αυτό; Μέσω του Τύπου, μέσα από φωτογραφίσεις, συνεντεύξεις κτλ. Πράγματα τα οποία ήξερα ότι έπρεπε να τα κάνω. Και τελικά κέρδισα. Κέρδισα κοινό, βοήθησα τον κόσμο να ανακαλύψει και να αγαπήσει τον κλασικό χορό. Ολα αυτά για μένα είναι κέρδος. Το κόστος, σας είπα, το θεωρώ αμελητέο. Στο κάτω κάτω κανένας δεν με πίεσε να το κάνω. Ηταν δική μου επιλογή».


– Από μια καλλιτεχνική αποτυχία τι μπορεί να κερδίσει κανείς;


«Πολλά. Πρώτα απ’ όλα καταλαβαίνεις ότι δεν υπάρχει λόγος να μισείς τον εαυτό σου – που είναι και το πρώτο που σου συμβαίνει – διότι, ακόμη και αν εσύ ξέρεις ότι μια παράσταση δεν πήγε καλά, το πιο πιθανόν είναι ο κόσμος να μην κατάλαβε τίποτε και να έφυγε με την εντύπωση ότι είδε μια πολύ ωραία παράσταση. Είναι κάτι που ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω. Ισως τελικά αυτό που δίνουμε στο κοινό να διαφέρει από αυτό που νιώθουμε εμείς οι ίδιοι».


– Υπάρχουν μεγάλοι καλλιτέχνες που δεν τους καταλαβαίνει το κοινό;


«Αυτό έχει να κάνει με τα γούστα του καθενός, νομίζω. Μπορεί εμένα να μου αρέσουν ηθοποιοί που όλοι οι υπόλοιποι τους βρίσκουν χάλια ή το αντίστροφο. Είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς για κάτι που σε άλλους αρέσει και σε άλλους όχι. Οταν ο κόσμος έχει να κάνει με έναν μεγάλο ηθοποιό το καταλαβαίνει. Ο μεγάλος ηθοποιός έχει πάντα κάτι να δώσει. Απλώς σε κάποιους μπορεί να μην αρέσει επειδή ο τρόπος του δεν καταφέρνει να τους αγγίξει».


– Ποιο είναι το πιο όμορφο και το πιο άσχημο πράγμα που ζήσατε ως σήμερα;


«Ολοι οι άνθρωποι έχουμε τις καλές και τις κακές μας στιγμές. Οι χειρουργικές επεμβάσεις στις οποίες υπεβλήθην, π.χ., είναι από τις κακές μου στιγμές, όπως και όλες οι φορές που έπεσα στη σκηνή, ο θάνατος του παππού μου, του ανθρώπου ο οποίος με μεγάλωσε και μου έδωσε το όνομά του. Αυτό συνέβη επειδή ο πατέρας μου δεν ήθελε να με αναγνωρίσει. Επίσης, όταν έχασα τον αδερφό μου, σε ηλικία 28 ετών. Από την άλλη, έχω ζήσει και μεγαλειώδεις στιγμές. Εχω χορέψει σε σχεδόν όλες τις χώρες του κόσμου, είχα την ευκαιρία να χορέψω με τη Μακάροβα, την Κάρλα Φράτσι, τη Σίνθια Γκρέγκορι, να συνεργαστώ με μία από τις καλύτερες χορευτικές ομάδες σε όλον τον κόσμο. Εχω την τύχη να ζω σε μια πόλη όπως το Μπουένος Αϊρες, να μένω σε δικό μου σπίτι, να το μοιράζομαι με την οικογένειά μου, να έχω καλούς φίλους, τη σχολή μου».


– Υπάρχει κάτι που θα μπορούσατε να το ξεχωρίσετε ως το πιο ενδιαφέρον που έχουν δει τα μάτια σας κι έχουν ακούσει τα αφτιά σας; Κάτι που θα μπορούσατε να πείτε ότι άξιζε τον κόπο που το ζήσατε;


«Ολο δύσκολες ερωτήσεις μού κάνετε, κύριε Λάλα. (γέλια) Είναι τόσο πολλά αυτά που έχω δει και έχω ακούσει. Ενα από τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα που έτυχε να δω στη ζωή μου ήταν η μεταφορά μιας ταινίας κινουμένων σχεδίων του Γουόλτ Ντίσνεϊ στο θέατρο με τη μορφή μιούζικαλ. Οταν έμαθα ότι στην παράσταση θα παίζουν ζώα, είπα: «Αυτό θέλω να το δω». Το αποτέλεσμα βεβαίως με άφησε με ανοικτό το στόμα. Είναι εκπληκτικό το πόσο όμορφα πράγματα μπορεί να κάνει ο άνθρωπος μερικές φορές. Δεν ξέρω αν σας κάλυψα με αυτή την απάντηση, αλλά για μένα ήταν μία από τις πιο έντονες εμπειρίες που έχω ζήσει ποτέ στη ζωή μου. Παρ’ όλο που σας λέω ότι το είδα με τα μάτια μου, δεν το χωρούσε το μυαλό μου».


– Κάθε φορά που ακούτε να λένε καλά λόγια για σας κάνετε μέσα σας τη σύγκριση με άλλους ανθρώπους τους οποίους θαυμάζετε; Πιάνετε τον εαυτό σας να λέει: «Καλός είμαι αλλά δεν είμαι και σαν τον… τάδε»;


«Παλιά, σας είπα, είχα περισσότερες ανασφάλειες και μπορεί να υπήρχαν στιγμές που δεν ένιωθα και τόσο καλός. Τώρα όμως νιώθω σίγουρος για τον εαυτό μου, ξέρω ότι είμαι καλός, οπότε δεν μπαίνω σε αυτή τη διαδικασία που περιγράφετε. Σεβόμενος την καλλιτεχνική αξία του άλλου, θεωρώ ότι ο καθένας μας είναι διαφορετικός. Και νομίζω ότι κάπως έτσι πρέπει να σκέφτονται όλοι οι άνθρωποι για να νιώθουν αυτοπεποίθηση. Δεν πρόκειται βεβαίως να βγω ποτέ και να πω: «Εγώ είμαι και κανένας άλλος!». Δεν τίθεται τέτοιο θέμα. Γνωρίζω όμως καλά τι είμαι και ποιος είμαι. Τις προάλλες βρέθηκα στη Νότια Ιταλία, όπου βραβεύτηκα μαζί με τον Τζεφιρέλι και την Κατρίν Ντενέβ. Το χάρηκα πάρα πολύ διότι για μένα ήταν αναγνώριση της δουλειάς μου. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα πάω στους φίλους μου και θα κάνω επίδειξη του βραβείου που πήρα. Αλλωστε έγινα χορευτής όχι για να μαζεύω βραβεία αλλά επειδή αγαπάω τον χορό. Απλώς σήμερα έχω φθάσει σε ένα σημείο όπου νιώθω πλέον αυτοπεποίθηση».


– Είπατε προηγουμένως ότι μεγαλώσατε με τον παππού σας. Με τον πατέρα σας δηλαδή δεν έχετε ζήσει καθόλου;


«Οχι, τον πατέρα μου δεν τον έχω γνωρίσει καν, δεν τον έχω δει ποτέ στη ζωή μου».


– Πώς έτσι;


«Δεν δέχτηκε να με αναγνωρίσει επειδή ήταν ήδη παντρεμένος».


– Σας ενοχλούσε αυτό; Νιώσατε ποτέ πληγωμένος από αυτή την άρνησή του να σας αναγνωρίσει;


«Οταν ήμουν μικρός, επειδή δεν υπήρχε πουθενά ο πατέρας μου, σκέφτηκα ότι μάλλον θα είχε πεθάνει. Αυτό άλλωστε μου είχαν πει και οι άλλοι. Παρ’ όλα αυτά, δεν ένιωσα να στερούμαι την πατρική φιγούρα επειδή για μένα υπήρχε ο παππούς μου, οπότε όλα ήταν στη θέση τους, δεν έλειπε τίποτε και ίσως να ‘ταν καλύτερα που μεγάλωσα έτσι».


– H μητέρα σας τι έλεγε για όλα αυτά;


«Τίποτε. Στην αρχή μού είχε πει ότι ο πατέρας μου είχε πεθάνει. Προτού γνωρίσει τον πατέρα μου ήταν ήδη παντρεμένη και είχε και τον αδερφό μου. Οταν πέθανε ο πρώτος της σύζυγος γνώρισε τον πατέρα μου, γεννήθηκα εγώ, ο πατέρας μου αρνήθηκε να με αναγνωρίσει και μετά η μητέρα μου παντρεύτηκε ξανά και έκανε την αδερφή μου. Δεν πιστεύω να ξέχασα τίποτε». (γέλια)


– Ολα αυτά πιστεύετε ότι έπαιξαν ρόλο για να φθάσετε εδώ όπου είστε σήμερα; Σας βοήθησαν δηλαδή να βγείτε από τα όρια του κοινού ανθρώπου και να γίνετε κάτι ξεχωριστό;


«Δεν ξέρω. Πιθανόν να έπαιξαν ρόλο αλλά αυτό είναι κάτι που δεν το είδα, δεν το σκέφτηκα ποτέ. Πριν από δύο χρόνια έλαβα ένα γράμμα από τον θετό αδερφό μου – παιδί του πατέρα μου -, ο οποίος στα 60 χρόνια του μου ζήτησε να συναντηθούμε. Είναι και αυτός καλλιτέχνης, ζωγράφος. Το πρώτο που έκανα ήταν να πάω στη γιαγιά μου, η οποία έχει αρχείο από φωτογραφίες, γράμματα και διάφορα άλλα οικογενειακά κειμήλια, για να τσεκάρω αν αυτός ο άνθρωπος ήταν όντως αδερφός μου. Αφού μου το επιβεβαίωσε, πέρασε ένας χρόνος ώσπου να αποφασίσω αν ήθελα να τον συναντήσω. Ο μόνος τρόπος για να συναντηθούμε ήταν να τον καλέσω σε μια παράσταση και να τον δω μετά. Για λίγο όμως, γιατί και το μυαλό και η ψυχή μου μού έλεγαν να μην ξαναγυρίσω σε αυτά, να μην ασχοληθώ άλλο με ένα θέμα που για μένα είχε κλείσει. Ο άνθρωπος ήταν πολύ καλός, πολύ ευγενικός – είχε έρθει με τη σύζυγό του – αλλά για μένα ήταν πολύ δύσκολο να αποκτήσω ξαφνικά έναν αδερφό 60 χρόνων. Υστερα από αυτό δεν του τηλεφώνησα ποτέ ξανά. Δεν ξέρω, ίσως ήταν καλύτερα που ήρθαν έτσι τα πράγματα στη ζωή μου, γιατί σε καμία περίπτωση δεν θα ‘θελα να έχω κάποιον να τρέχει ξοπίσω μου και να μου λέει τι να κάνω και τι να μην κάνω. Αν ζούσα με τον πατέρα μου ίσως να μη με είχε αφήσει να ασχοληθώ με τον χορό. Ενώ ο παππούς μου όχι μόνο δεν έφερε ποτέ αντίρρηση αλλά, όπως σας είπα και πριν, με παρότρυνε επειδή και ο ίδιος αγαπούσε πολύ την τέχνη. Αυτά όμως είναι πράγματα που δεν θα τα μάθουμε ποτέ. (γέλια) Ούτως ή άλλως τώρα πια είναι αργά».


– Σας ευχαριστώ πολύ.


Ο Χούλιο Μπόκα θα έλθει στις Αθήνα για δύο παραστάσεις στις 2 και 3 Ιουλίου στο Θέατρο Λυκαβηττού.