Αυτό που τώρα ζω το ονειρεύτηκα και το πόθησα πολύν καιρό. Θα μοιάζει με παραμύθι, αναλογιζόμουν. Πράγματι. Κύρος και χάρις συνοδεύουν τα βραβεία Nonino. Απονέμονται τέτοιες ημέρες σε προσωπικότητες του πνεύματος. Σε έναν ιταλό μαέστρο του καιρού μας και σε δύο εξέχοντες ξένους παγκοσμίου ακτινοβολίας. Τα Νομπέλ της Ιταλίας, ας πούμε. Η διανόηση τα υπολήπτεται, ο Τύπος τα εξαίρει κάνοντάς τα δημοφιλή και σεβαστά στο κοινό. Ο Πίτερ Μπρουκ, ο Χόρχε Αμάντο, ο Ναϊπόλ, ο σκηνοθέτης Ερμάνο Ολμι, ο πολυσυζητημένος οινογράφος Λουίτζι Βερονέλι συναπαρτίζουν την κριτική επιτροπή. Προεδρεύει ο Κλάουντιο Μάγκρις, ο κορυφαίος γερμανιστής του Πανεπιστημίου της Τεργέστης και ειδικός στην ιστορία της Μέσης Ευρώπης.


Ακόμη και οι φεμινίστριες ηρέμησαν με τους φετινούς νικητές. Νικήτρια δηλαδή μια Δέσποινα, μια πρωτοκυρά του σινεμά και του νεορεαλισμού, η Suso Cecchi d’ Amico, σεναριογράφος 102 ταινιών που δεσπόζει περισσότερο από μισόν αιώνα στο σελιλόιντ. Από τον διεθνή κάμπο της κουλτούρας βραβεύτηκε ο Raimon Pannicar, ινδοπορτογάλος φιλόσοφος και θρησκειολόγος. Ο Κλοντ Λεβί-Στρος, ο Χόρχε Σεμπρούν, o Νόρμπερτ Ελίας, ο Γκροτόβσκι, ο Γιασάρ Κεμάλ, ο Αμίν Μααλούφ, ο Καμπορέλι, ο Λεονάρντο Σάσα περιλαμβάνονται μεταξύ των ήδη τιμηθέντων. Το Premio Nonino συνιστά ιδιωτικό θεσμό και μέσα σε μία 20ετία κέρδισε την αγάπη και την εκτίμηση μιας ράτσας με ιστορία, καλό γούστο αλλά και σκώμμα. Δικαίως. Η οικογένεια Nonino, μπαμπάς, μαμά και τρεις κόρες, σας γοητεύει με τη λάμψη της. Αφού πριν σας έχει κατακτήσει με τα προϊόντα της. Παράγει τις πλέον ενδιαφέρουσες και αξιοσημείωτες γκράπες όχι μόνο της Ιταλίας. Τις Aston – Martin των αποσταγμάτων.


Να το πρόγραμμα της τελετής απονομής: η μπάντα παιανίζει στην είσοδο του αποστακτηρίου καλωσορίζοντας τους 500 προσκεκλημένους. Ολοι μαζί τραγουδούν τις άριες του Βέρντι. Το Ιωβηλαίο του έχει πολύ συγκινήσει τους γείτονές μας. Τα μέλη της χορωδίας του μικρού χωριού ντύνονται την επίσημη φορεσιά τους. Πράσινο της μποτίλιας και χριστουγεννιάτικο κόκκινο για τις τσόχινες βέστες των κυρίων, ζιλέ αμάνικο πάνω από το λευκό πουκάμισο. Κουμπιά, ωραία κουμπιά, παντού. Τα γυναικεία ενδύματα, λουλουδάτα, μου θύμισαν τις δικές μας Κερκυραίες. Τα άσματα του Φριούλι, ζωηρά μαρσάκια, θα έφτιαχναν το κέφι του πιο καταθλιπτικού αυτόχειρα. Οι άμβικες αχνίζουν. Θα πιούμε προσέκο και άλλα αφρώδη ντόπια κρασιά. Σπεσιαλιτέ το ζεστό χοιρομέρι. Μπηγμένο καθέτως σε μεταλλική σούβλα που το διαπερνά σιγοψήνοντάς το. Θα φάμε ακόμη φριτάτα, μια ομελέτα με μυρωδικά. Μετά το γεύμα, τα λογύδρια, τα βραβεία. Μετά οι τοπικοί χοροί. Αλλά προτρέχω με τα αυριανά. Τώρα, τώρα το δείπνο. Που διεξάγεται για περιορισμένο νούμερο μουσαφιραίων στην οικία Nonino. Οι περισσότεροι ήρθαμε από το Ούντινε όπου φιλοξενούμεθα. Κωμόπολη βορείως της Βενετίας, μία ώρα με το αυτοκίνητο. Να ‘μαστε λοιπόν στο Περκότο, στην έδρα των οικοδεσποτών μας. Ενα μόλις χωριουδάκι κοντά στην Τεργέστη. Trieste στα ιταλικά σημαίνει το μέρος ανάμεσα σε τρία κράτη: Ιταλία, Αυστρία, Σλοβενία. Τόπος άλλοτε φτωχός. Εμιγκράτσια στην Κεντρική Αμερική, κυρίως. Νυν εύπορος. Ανεργία μηδέν και η ευημερία φαίνεται. Το Φριούλι αξιοποίησε επιτυχώς την ατυχία του. Εναν καταστρεπτικό σεισμό και τους δύο μεγάλους πολέμους. Ειδικώς το Περκότο έχει αιωνόβια παράδοση στις καρέκλες Sedi κάθε λογής, για σπίτια, κήπους, αυτοκίνητο. Τριγύρω η επαρχία αμπελότοπος. Ονομαστά τα λευκά κρασιά, μερικά καλά κόκκινα, αποστάγματα βεβαίως, ο καφές Illy, τα ζαμπόνια του Σαν Ντανιέλε. Τα επώνυμα των κατοίκων λήγουν συχνά σε -in, η διάλεκτος μιλιέται συνεχώς και παντού, ο σφυγμός του Βορρά, της προκοπής, της εργατικότητος αλλά και του γλεντιού. Δεν θυμάμαι πότε ξανάδα τόσους πολιτσμάνους και σεκιουριτάδες σε εξώθυρα σπιτιού. Υψηλού κινδύνου οι προσκεκλημένοι, βλέπετε. Ο Ρομίτι, τέως αφεντικό της Φίατ, νυν της Rizzoli, οι σπουδαίοι εκδότες βιβλίων και εφημερίδων, ο αξιολάτρευτος Μισόνι με την ψαρομάλλα, μικροσκοπική Ροζίνα του, τη Ρετζίνα των πλεκτών, η κρέμα της δημοσιογραφίας με τις λαμπερές πρωτοκλασάτες κυρίες της TV, οι διευθυντές των σημαντικών μουσείων, tutti quanti.


Μαζί με την προδόρπια σαμπάνια, Roederer ως εικός, δοκίμασα τα πιο ευφάνταστα μεζεδάκια. Γαριδούλες ολόφρεσκες σουσο-μαρινάτες, κροκετίνια ψαριού, καλαμαρέτι με γκράπα. Η τραπεζαρία βρίσκεται στον επάνω όροφο. Αψογα τα λινά, τα κρύσταλλα, τα μπουκέτα με τα πορτοκαλιά τριαντάφυλλα. Μα τα μάτια κολλάνε στα μέλη της φαμίλιας Nonino. Που εκφράζουν απόψε την ευτυχέστερη σύζευξη του υλικού πολιτισμού με το πνεύμα.


Μια υγιής επιχείρηση που έφτιαχνε αποστάγματα οίνου επί 100 χρόνια. Μέχρι που τέσσερις δεκαετίες πριν ο εφευρετικός Μπενίτο έσμιξε με τη λάβρα Τζιανόλα. Τακίμι ιδεώδες. Ή η τέλεια συνέργεια. Οι δυο τους θα αλλάξουν την ιστορία της γκράπας. Τόσο που στον κλάδο θα ‘λεγε κανείς υπάρχει μια προ και μια μετά Nonino εποχή. Γεννημένη στην Αργεντινή η Jiannola είχε το εμπόριο στις γονιδιακές προδιαγραφές της. Ενα σαρωτικό θήλυ, όμορφη, μπριόζα, με χαμόγελο-κλειδί του Παραδείσου. Ενας δαίμονας που τα ‘κανε όλα προκειμένου να ενσαρκώσει το όραμα Nonino. Επεισε τους αμπελουργούς, έπεισε τους υπουργούς να αλλάξουν τη νομοθεσία, έπεισε προφανώς το κοινό. Ετσι γεννήθηκε το μονοποικιλιακό απόσταγμα, έτσι ξαναγεννήθηκε ο τοπικός αμπελώνας ανασταίνοντας ξεχασμένες οιναμπέλους, έτσι δημιουργήθηκε η κομψή συσκευασία από γυαλί φυσητό και η μίνι μπουκαλίτσα των 250 ml. Ετσι, κοντολογίς, ένα χωριάτικο τσίπουρο που οι αγρότες έφτιαχναν όπως όπως για να το πιουν ως θερμαντικό, παρηγορητικό οινόπνευμα απέκτησε αξιοπρέπεια και φινέτσα.


Το φαγητό είναι έξοχο. Ενα φρέσκο Merlot του ’99 επίσης, η επετειακή γκράπα για τα 100 χρόνια του Οίκου, διαστέλλει το μυαλό. Βιολιά και ακορντεόν στο τραπέζι μας, τα οποία θα διαδεχθεί μια μοντέρνα ορχήστρα. Χορός μέχρι τελικού παραδομού. Μάμπο, μπόσα, τουίστ, Μαρίνα, Μαρίνα και Volare και Cinderella caffe-latte. Ο Μπενίτο έμεινε με το φανελάκι και απεδείχθη ο καλύτερος χορευτής της νύχτας. Και τα κορίτσια; Οι Τρεις Χάριτες. Με αβίαστη φυσικότητα φέρνουν την ευλογία του DNA, κάπως μοιάζουν στο air de famille και εν τούτοις διαφέρουν. Ομορφες, αστραφτερές, μικροφτιαγμένες, λυγερές. Η Χριστίνα, η Ελιζαμπέτα και η συμπάθειά μου η Αντονέλα συνεχίζουν με το κληρονομηθέν πάθος το έπος της γκράπας.


Οι βραβευθέντες


­ Σούζο, εσύ… κάτι πρόσθεσε και σα να κόμπιασε ο σκηνοθέτης Ερμάνο Ολμι παραδίδοντας εκ μέρους των κριτών τη χρυσή πλακέτα στην πρωτοκλασάτη σινιόρα του ιταλικού κινηματογράφου Suso Cecchi d’ Amico.


Σούζο όνομα και πράμα. Είναι κομμάτι φοβιστική η περίφημη σεναριογράφος. Που όλοι γνωρίζουμε και χρείαν δεν έχει παρουσίασης. Μου θύμισε τις κυρίες του δικού μας ζωγράφου Αντώνη Κυριακούλη. Ψηλή, εύσωμη, με μοβ μαλλιά, άβαφη, ενδυματολογικώς understated, μια αυστηρή διανοούμενη. Και θαλερή στα 85 της.


Προσφάτως εξέδωσε τις αναμνήσεις της που δημιούργησαν αίσθηση και σπάνε ήδη ταμεία. Υπό μορφήν συνεντεύξεως προς την εγγονή της η Τσέκι ντ’ Αμίκο αποκαλύπτει κρυμμένα ειδύλλια όπως εκείνα του Βισκόντι με τη Σανέλ ή την Ελσα Μοράντε, παντρεμένη τότε με τον Αλμπέρτο Μοράβια. Παντού τα πάντα, φίλοι αναγνώστες. Το βιβλίο Storie di Cinema (e d’ Altro), εκδόσεις Garzanti, επ’ ουδενί σκανδαλοθηρικό, καταγράφει τη νηφάλια, εύστοχη, ειρωνική μαρτυρία σε πρώτο πρόσωπο μιας εποχής. Της χρυσής εποχής του νεορεαλισμού. Η συγγραφέας διηγείται χωρίς νοσταλγία τη δόξα και τις μιζέριες, την έκπαγλη λαμπρότητα και τα ναυάγια, τους έρωτες και τις προδοσίες ενός μικρόκοσμου: της Τσινετσιτά. Συνεργάτες και φίλοι της η αριστοκρατία της έβδομης τέχνης. Ρόζι, Κομεντσίνι, Τζεφιρέλι, Αντονιόνι, Νίνο Ρότα, Μανιάνι, Λόρεν, Μαστρογιάνι, Ροσελίνι, Ντίνο ντε Λαουρέντις, κυριότατα δε ο Λουκίνο Βισκόντι, για τον οποίο εργάστηκε για όλες τις ταινίες του.


Η πρωθιέρεια του ιταλικού σινεμά κατάγεται από φαμίλια καλλιτεχνική. Γενεές γενεών και ο γάμος της με τον έγκριτο μουσικοκριτικό Λέλε ντ’ Αμίκο, σόι ομοίως αρτίστικο, έφτιαξε ένα ογκώδες κλαν που κουμαντάρει τα πνευματικά τεκταινόμενα της γειτονικής χώρας.


Ο Raimon Panikkar αντιθέτως τύλιξε τη μεγάλη σάλα στην ευπροσήγορη άλω του. Ντυμένος με κρεμ φουστάνι-ράσο, μπλε σκούρο ζιλέ και μια βαθυπράσινη pashmina, βλέμμα αστρίτη, γλυκό χαμόγελο εξαστράπτουσας λευκότητας στο λεπτό, μελαχρινό πρόσωπό του, άπλωσε έναν λόγο λαγαρό, εμπερίστατο, περιγράφοντας την τολμηρή ιδεολογική του πλατφόρμα. Γιος πορτογαλέζας καθολικής και ινδουιστή Ινδού, σπούδασε χημεία, φιλοσοφία και θεολογία, έγινε κληρικός και άσκησε το λειτούργημα σε μια ιερή πολιτεία του Γάγγη προτού μετοικήσει στις ΗΠΑ, όπου δίδαξε επί 20ετία στο Harvard. Η θεωρητική του θέση προκύπτει ευλόγως από την περσόνα του. Στα πολλά βιβλία του ο Πανικάρ εξετάζει τη δυνατότητα ενός consensus, μιας διαλεκτικής προσέγγισης ανάμεσα στα θρησκευτικά – φιλοσοφικά ρεύματα Δύσης και Ανατολής. Αυτό το πνεύμα ήρεμης, σεμνής, επαΐουσας συνδιαλλαγής ακτινοβολεί ο ίδιος. Στη σύντομη ομιλία του αναφέρθηκε στον αμερή, πολύπλευρο μα αδιαμέλιστο, στον μη κατακερματισμένο άνθρωπο που φυσικώ τω τρόπω ενώνεται με τη φύση, με κάθε πλάσμα της δημιουργίας και συνεπώς με το θείον.


Στο τελευταίο έργο του με τίτλο Eco-Sofia επισημαίνει την αδήριτη αναγκαιότητα μιας οικολογικότερης συνείδησης. Ο Πανικάρ, που πέρασε πια τα 80 μα δείχνει 50άρης, είναι αναντίρρητα μια σημαίνουσα μορφή στον χώρο του. Διαβάζω το βιβλιάκι La nuova innocenza, εκδόσεις Cens (218 σελίδες, 25.000 λιρέτες), και βρίσκω καίριες και καινοτομικές τις παρατηρήσεις του για θεσμούς όπως η εξομολόγηση, ο μοναχικός βίος, το δικό μας Αγιον Ορος. Τον ευχαριστώ θερμά για τη συγκινητική αφιέρωση και συστήνω το έργο του δίχως επιφυλάξεις.