Ο Μανουέλ Βάσκεθ Μονταλμπάν συνεχίζει ακούραστος την παραγωγή του και την τροφοδότηση των πιστών του αναγνωστών με νέα αναγνώσματα. Δύο έργα του κυκλοφόρησαν ταυτόχρονα στην ισπανική αγορά: το πρώτο «Ο Cesar o nada», παράφραση του τίτλου ενός έργου του Μπαρόχα, ανήκει στον χώρο του ιστορικούμυθιστορήματος (Εκδόσεις Planeta). Εκτυλίσσεται μεταξύ Ιταλίας, Γαλλίας και Ισπανίας τον δέκατο έκτο αιώνα, με κεντρικό άξονα την οικογένεια των Βοργιών. Παρελαύνουν σε αυτό οι φιλοδοξίες και τα ανθρώπινα πάθη σε μια ανελέητη πάλη για την απόλυτη εξουσία. Οταν δε αυτή η πάλη διεξάγεται στα σαλόνια της ιταλικής Εκκλησίας, την περίοδο της Αναγέννησης, τότε η ιστορία γίνεται ακόμη πιο συναρπαστική. Μότο του βιβλίου, μια φράση δανεισμένη από τον Μακιαβέλι: «Ενας καινούργιος πρίγκιπας δεν μπορεί να είναι καλός άνθρωπος». Το δεύτερο έργο του, «La literatura en la construccion de la ciudad democratica», είναι ένα δοκίμιο σχετικά με τον ρόλο της λογοτεχνίας και της κριτικής κατά τη διαχρονική πορεία της εξέλιξης της κοινωνίας (Εκδόσεις Critica).


Τον συναντήσαμε, με αφορμή και τα δύο αυτά έργα του, και είχαμε μαζί του την ακόλουθη συζήτηση.



­ Τι είναι αυτό που σας έκανε να αναταράξετε τα νερά της Ευρώπης κατά την Αναγέννηση;


«Η αλήθεια είναι ότι ως σήμερα το πιο μακρινό, στον χρόνο, ταξίδι μου το έκανα με το μυθιστόρημα «Η αυτοβιογραφία του στρατηγού Φράνκο» (Εκδόσεις Δελφίνι, 1994), με το οποίο έφθασα ως τα τέλη του περασμένου αιώνα. Τώρα, με το μυθιστόρημα αυτό γύρω από τους Βοργίες, χρησιμοποιώ απλώς την εμπειρία μιας περιόδου αλλαγής, όπως αυτή της Αναγέννησης, με μια οικογένεια με πνεύμα όπως μόνο μια μαφιόζικη οικογένεια μπορεί να έχει προκειμένου να κατακτήσει την εξουσία, και την μετατρέπω σε σύγχρονο παραμύθι. Τα στοιχεία και τα γεγονότα είναι ιστορικά, προσπάθησα όμως να αποφύγω την πιστή αναπαραγωγή μιας εποχής, το περιβάλλον της, το λεξιλόγιό της, τις περιγραφές. Εδωσα περισσότερη σημασία στη μάχη των ιδεών σε μια περίοδο αλλαγής και στον ρόλο της οικογένειας, ως παραδείγματος συντηρητικής αντίδρασης απέναντι στο πνεύμα της αλλαγής».


­ Η σημερινή Ευρώπη, καθ’ οδόν προς την ενοποίησή της, τι κοινά σημεία παρουσιάζει με την Ευρώπη της Αναγέννησης;


«Η περίοδος της αναγέννησης αντιπροσώπευε το μέγα άλμα από τη φεουδαρχία στις κρατικές μοναρχίες και την εμφάνιση και εδραίωση της έννοιας του κράτους-έθνους. Αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι το άλμα προς ένα υπερ- κράτος. Πρόκειται για μια υπερδομική αλλαγή του κράτους, όπου όμως τα κράτη-έθνη εξακολουθούν να παίζουν σημαντικότατο ρόλο. Ολως περιέργως, η διαδικασία αυτή δεν ήταν αποτέλεσμα μιας πολιτικής συμμαχίας, αλλά μιας οικονομικής συμμαχίας. Είναι σαν μια αναζήτηση, ωσάν η υλική πραγματικότητα να γεννά μια νέα ιδεολογία. Πρόκειται για επαναβεβαίωση των παλαιών θέσεων του Μαρξ».


­ Θέλετε να πείτε ότι, σε αυτή τη μεταβατική περίοδο, το διάβασμα ή το ξαναδιάβασμα της μαρξιστικής ανάλυσης εξακολουθεί να αποτελεί μέθοδο ερμηνείας τού τι συμβαίνει γύρω μας;


«Η διάγνωσή του για την πάλη των τάξεων παραμένει διάγνωση καθαυτό ισχύουσα. Θα πρέπει όμως παράλληλα να γίνουν ορισμένες επανορθώσεις επειδή ο άρχων πνευματικός τομέας έμαθε να μασκαρεύει και να μασκαρεύεται καλύτερα με εργαλείο του τη γλώσσα. Στη σημερινή κοινωνία, παραδείγματος χάριν, δεν μιλάει κανείς για αστούς ή για προλετάριους. Η ορολογία που χρησιμοποιείται σήμερα κάνει λόγο για την αναδυόμενη τάξη, ή για την καταδυόμενη τάξη, γεγονός που αποπροσανατολίζει πολύ τη γνώση. Η διάγνωση της πάλης των τάξεων, η διάγνωση του διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων, που έχει εγκαθιδρύσει τη νέα τάξη πραγμάτων, εξακολουθούν να έχουν νόημα. Αυτό που πρέπει να αλλάξει είναι ίσως οι λέξεις, που θεωρούνται σήμερα υπερβολικά δραματικές, και κατέληξαν να είναι ψίθυρος. Η λέξη ιμπεριαλισμός, σήμερα, σχεδόν δεν χρησιμοποιείται. Σήμερα, μιλάμε για σχέσεις Βορρά – Νότου, για σχέσεις κέντρου – περιφέρειας, αλλά αυτό για το οποίο μιλάμε σε πρακτικό επίπεδο παραμένει το ίδιο. Το λεξιλόγιο που χρησιμοποιείται δεν είναι παρά τα ιερογλυφικά μιας κάστας με σκοπό να αφήσει τον ανταγωνιστή της χωρίς ταυτότητα. Αυτό είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί σε κάποιον».


­ Συμμερίζεστε τη γνωστή φράση: «Η γλώσσα υπήρξε πάντοτε σύντροφος της αυτοκρατορίας»; Τι γλώσσα μιλάει σήμερα η αυτοκρατορία;


«Η αυτοκρατορία σήμερα μιλάει αγγλικά. Εκτοτε, οι διάφορες εθνικές γλώσσες επιβιώνουν ως πολιτιστικά στοιχεία. Την ώρα της αλήθειας, όταν διαπραγματεύεσαι, όταν στέλνεις νέα τεχνολογία, όταν μαθαίνεις τη νέα τεχνολογία, η γλώσσα της αυτοκρατορίας είναι μία και μόνη».


­ Μπορεί να ηττηθεί η αυτοκρατορία χρησιμοποιώντας την ίδια της τη γλώσσα;


«Θα πρέπει, κατ’ αρχάς, να αναρωτηθούμε ποιος θέλει να νικήσει την αυτοκρατορία…»,


­ Πώς θα μπορούσε, για παράδειγμα, να αναστραφεί αυτή η διαδικασία στέρησης της ταυτότητας στην οποία αναφερθήκατε προηγουμένως;


«Αυτό είναι ένα σημείο-κλειδί. Εκεί, ασφαλώς, μπορούν να υπάρξουν σημαντικές τροποποιήσεις, εφόσον οι χώρες, οι λαοί ή οι κοινωνίες που φέρονται ως εκ των προτέρων καταδικασμένες κατακτήσουν συνείδηση της ταυτότητάς τους και ικανότητα απάντησης. Ικανότητα που δεν θα πρέπει να μετρηθεί με όρους διεθνούς πάλης των τάξεων, όπως συνέβη κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, αλλά με όρους ανασύστασης του Κινήματος των Αδεσμεύτων, που θα σήμαινε ότι ο Νότος αποκτά ανάστημα. Αυτό θα μπορούσε να είναι το υποκείμενο που θα έθετε υπό αμφισβήτηση την αυτοκρατορία. Το υποκείμενο αυτό όμως θα μιλούσε υποχρεωτικά αγγλικά».


­ Η κατακερματισμένη Ευρώπη των Βοργιών είναι το αύριο μιας Ευρώπης των εθνικισμών;


«Ζούμε, σήμερα, μια τρομακτική αντίφαση. Από τη μια, έχουμε την αναγέννηση των εθνικισμών και, από την άλλη, την άκρατη παγκοσμιοποίηση. Από τη στιγμή που τείνουμε στη δημιουργία μιας ομοιόμορφης παγκοσμιοποιημένης εικόνας, ο φόβος απώλειας της ταυτότητας οδηγεί σε αυτό που είναι πιο εύκολο να αποκτηθεί: πού είναι η εθνική ταυτότητα, αφού είναι μια ταυτότητα διαταξική, συναισθηματική, εξαιρετικά συνδεδεμένη με το πλέον άμεσο, τη γη, τη μητέρα, την οικογένεια, τη γλώσσα, τόσο εύκολο να οικοδομηθεί…»


­ Τόσο δύσκολο, όμως, να ορισθεί.


«Δύσκολο να ορισθεί, αφού πρόκειται για συγκεχυμένο σύνολο εικόνων που εξαρτάται, ξεχωριστά, από την κάθε εθνική ιστορία. Σε εποχές φόβου για την απώλεια της ταυτότητας, λόγω της παγκοσμιοποίησης, μπορεί να δικαιολογηθεί τέτοια τάση. Δεδομένης μάλιστα της χρεοκοπίας των εθνικών κρατών, απόλυτων και κυρίαρχων, που υπήρξαν με τη σειρά τους κράτη καταστροφείς άλλων εθνοτήτων, αυτές οι καταπιεσμένες εθνότητες συναντούν τώρα μια βαλβίδα διαφυγής και εξόδου στην επιφάνεια».


­ Στην περίοδο των Βοργιών, η Εκκλησία, η πολιτική, οι ισχυρές οικογένειες συνιστούν το κοκτέιλ της εξουσίας. Σήμερα, το κοκτέιλ παραμένει το ίδιο;


«Τα συστατικά ίσως να έχουν αλλάξει, τα άλλοθι όμως παραμένουν τα ίδια: άλλοθι είναι πάντοτε πνευματικά, ή ιδεολογικά, και οι στόχοι σχεδόν πάντοτε υλικοί. Για να κατανοήσουμε καλύτερα τα ένστικτα για προσωπική και οικογενειακή επιβεβαίωση, θα πρέπει να ανατρέξουμε στην επιστήμη της συμπεριφοράς των ζώων, νααναζητήσουμε στιγμιαία στον Μαρξ κάποια εξήγηση της επιβεβαίωσης της εδαφικότητας, με τη μεταφορική έννοια της λέξης. Το ένστικτο της νίκης, της κατάκτησης, της ηγεμονίας εξακολουθεί να υπάρχει. Οπως, επίσης, η οικογένεια ως δομή εξουσίας: σε μια στιγμή χρεοκοπίας του κράτους, όπως ως σήμερα το έχουμε γνωρίσει, η οικογένεια επανεμφανίζεται ως η σπονδυλική στήλη, αλλά και ο σωτήρας, σε οικονομικό επίπεδο, πολλών μελών της».


­ Ποιοι θα ήταν σήμερα οι Βοργίες;


«Το πλησιέστερο παράδειγμα που μου έρχεται στον νου είναι η οικογένεια Κένεντι, μια οικογένεια με πρωτότυπη δομή, παρόμοια με αυτή των Βοργίων, που οδήγησε αυτούς τους κανόνες του παιχνιδιού ως τις έσχατες συνέπειές τους. Εκτός όμως από τα συγκεκριμένα ονόματα, οποιοδήποτε σύστημα εξουσίας που παράγει και αναπαράγει εξουσία και που για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιεί δεσμούς αίματος, ή συμφερόντων, όπως η διάφορες μαφίες, θα μπορούσε να πάρει τη θέση τους. Είναι απλώς το πρώτο παράδειγμα που μου έρχεται στον νου».


­ Και η Λουκρητία Βοργία, ποια θα ήταν;


«Για να μην ξεφύγω από το παράδειγμα, που έδωσα, θα έλεγα η καημένη η Τζάκι. Ισως, όχι τόσο καημένη, βέβαια, αφού στο τέλος της έκοψε και έκανε την τύχη της με τον Ωνάση. Γενικά, στους Κένεντι υπάρχει πλούσια τυπολογία ρόλων».


­ Ποια είναι η εξουσία εκείνη που θα μπορέσει να παίξει τον ρόλο της αντίρροπης δύναμης αυτής της εξουσίας που περιγράφετε;


«Είναι αυτό που εδώ και καιρό έχει ονομασθεί συμμετοχική δημοκρατία, αυτή που όλος ο κόσμος την διαλαλεί και κανείς δεν την εφαρμόζει».


­ Εχω την εντύπωση ότι η εξουσία δεν χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης, υπάρχει διάχυτη καχυποψία και αμφισβήτηση, πέραν αυτού όμως ουδέν.


«Το πρόβλημα που τίθεται εδώ είναι: πώς οργανώνεται το υποκείμενο εκείνο που θα ελέγξει την εξουσία; Ποιος θα πρέπει να το οργανώσει; Τα κοινωνικά κινήματα. Αυτά όμως που έχουν εμφανισθεί ως τώρα, είτε αντικατοπτρίζουν μια πεπαλαιωμένη αντίληψη της συμμετοχής, συνδικαλιστικού τύπου, είτε μια αντίληψη αγαθοεργίας, τύπου μη κυβερνητικών οργανώσεων. Ακόμη δεν έχει εδραιωθεί στη συνείδηση του κόσμου αυτός ο έλεγχος της εξουσίας. Πάρτε, για παράδειγμα, το θέμα της νοοτροπίας του καταναλωτή: παρακινούν τον κόσμο να ανησυχεί για το αν η μπίρα στο κουτί είναι καλή ή κακή, κανένας όμως δεν ανησυχεί για το αν το προϊόν αυτό που καταναλώνεται επί εικοσιτετραώρου βάσεως είναι παραδεκτό ή όχι, αν έχει περάσει τα τεστ ποιότητας που προαπαιτούνται για οποιοδήποτε άλλο προϊόν».


­ Και ο ρόλος της λογοτεχνίας ποιος είναι απέναντι σε αυτή την κατάσταση;


«Η λογοτεχνία έχει δική της, εσωτερική, λογική, είναι όμως αναπόφευκτο να συσχετίζεται με την ιστορία και τα υποκείμενά της. Καθ’ όλες τις εποχές, βοήθησε σημαντικά στην οικοδόμηση του πλαισίου των δημοκρατικών πόλεων, και πιστεύω ότι και σήμερα ακόμη εξακολουθεί να έχει τέτοιες εκλάμψεις φιλοδοξίας».