Ο Ονορέ-Γκαμπριέλ Ρικετί, κόμης ντε Μιραμπό, γεννήθηκε στο Μπινιόν, κοντά στο Νεμούρ, και ήταν πρωτότοκος γιος του διαπρεπούς οικονομολόγου Βικτόρ Ρικετί, μαρκησίου ντε Μιραμπό, και της Μαρί-Ζενεβιέβ Βασάν. Ηταν εκ γενετής χωλός και η ευλογιά που τον προσέβαλε στα τρία του χρόνια τού άφησε για πάντα τα σημάδια της. Είχε τεράστιο κεφάλι που το έκανε ακόμη μεγαλύτερο η ογκώδης κόμη του, τόσο που έλεγαν ότι ήταν υδροκέφαλος.


Από μικρός ο Μιραμπό δεν είχε καλές σχέσεις με τον πατέρα του, ο οποίος, όταν ο γιος του έφθασε 15 χρόνων, τον έστειλε να σπουδάσει στο Παρίσι, κοντά σε αυστηρό δάσκαλο. Στα 18 του ο Μιραμπό κατατάχθηκε στο ιππικό. Λόγω κακής συμπεριφοράς φυλακίστηκε και κατόπιν, το 1769, υπηρέτησε ως ανθυπολοχαγός στην Κορσική, όπου διακρίθηκε.


Συμφιλιωμένος με τον πατέρα του ο Μιραμπό το 1772 νυμφεύθηκε μια πλούσια κληρονόμο, αλλά τα χρέη του και η γενική συμπεριφορά του τον οδήγησαν πάλι στη φυλακή. Πήρε άδεια για να επισκεφθεί την κοντινή πόλη Πονταρλιέ, όπου σχετίστηκε με τη Σοφί, όπως την έλεγε (το πραγματικό της όνομα ήταν Μαρί-Τερέζ), νεαρή σύζυγο υπερήλικος κυρίου, και το έσκασε μαζί της στην Ελβετία και ύστερα στην Ολλανδία, όπου, το 1777, συνελήφθη. Στο Πονταρλιέ είχε καταδικασθεί ερήμην σε θάνατο για αποπλάνηση και απαγωγή. Γλίτωσε την εκτέλεση μπαίνοντας για μία ακόμη φορά στη φυλακή.


Τυχοδιωκτικός βίος


Με αυτόν τον τρόπο, τυχοδιωκτικά, κύλησε η ζωή του Μιραμπό ως τα 40 του χρόνια: με νέα φυλάκιση, με σκάνδαλα, με συγκρούσεις με εξέχουσες προσωπικότητες και πάνω απ’ όλα με χρέη. H σύζυγός του τον χώρισε, η Σοφί αυτοκτόνησε, ενώ ο ίδιος επεδόθη σε διάφορες παρασιτικές και ύποπτες ασχολίες. Ταξίδεψε επίσης έξω από τη Γαλλία και συνέγραψε μερικές πραγματείες, προκλητικές και θορυβώδεις αλλά όχι ιδιαίτερα σημαντικές στην ουσία.


H κατάσταση στη Γαλλία την εποχή εκείνη ήταν ιδιαίτερα τεταμένη. Το πολιτικό και οικονομικό σύστημα που υπήρχε πριν, το λεγόμενο «παλαιό καθεστώς» (ancien regime), είχε ουσιαστικά αχρηστευθεί. Το 1787 το σύστημα αυτό, που το είχε δημιουργήσει έναν αιώνα ενωρίτερα ο Λουδοβίκος ΙΔ’, δεν ήταν πλέον ικανό να διοικήσει τη χώρα αποτελεσματικά. Οι παρατεταμένοι πόλεμοι είχαν οδηγήσει σε συσσώρευση χρεών. Την πολιτική εξουσία την ασκούσε μικρή ομάδα κοντόφθαλμων προνομιούχων ευγενών. Οι χωρικοί μαστίζονταν από τη φτώχεια εξαιτίας των απαρχαιωμένων καλλιεργητικών μεθόδων και της συνέχισης των φεουδαρχικών παραδόσεων ως προς την ιδιοκτησία της γης. Ο πληθωρισμός φούντωνε.


Ο βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΣτ´, ο οποίος δεν διακρινόταν για την οξύνοιά του και επηρεαζόταν από την επιπόλαιη βασίλισσα Μαρία Αντουανέτα, διόριζε και έπαυε τον έναν μετά τον άλλον τους υπουργούς. Οι μεταρρυθμιστικές απόπειρές τους όμως προσέκρουαν στην πεισματώδη αντίδραση των ευγενών, οι οποίοι εννοούσαν πάση θυσία να διατηρήσουν τα προνόμιά τους. Με την πεποίθηση ότι θα κυριαρχούσαν στις Γενικές Τάξεις και θα τα διέσωζαν, οι ευγενείς έπεισαν τον βασιλέα να τις συγκαλέσει.


Με την Τρίτη Τάξη


Στις Γενικές Τάξεις, είδος κοινοβουλίου που η ίδρυσή του ανάγεται στον 13ο αιώνα, αντιπροσωπεύονταν οι τρεις τάξεις που υποτίθεται ότι αποτελούσαν την κοινωνία της Γαλλίας: ο κλήρος, οι ευγενείς και οι αστοί. Είχαν ωστόσο να συνέλθουν από το 1614.


Ο Μιραμπό προσπάθησε να εκλεγεί αντιπρόσωπος των ευγενών αλλά δεν τα κατάφερε. Ετσι, αν και απρόθυμα, όταν τον Μάιο του 1789 άρχισε στις Βερσαλλίες η συνεδρίαση του σώματος, ο Μιραμπό εμφανίστηκε ως εκπρόσωπος της Τρίτης Τάξης. Δεν είχε συγκεκριμένο πολιτικό πρόγραμμα. Ηταν ορκισμένος εχθρός του δεσποτισμού αλλά σταθερός υποστηρικτής της μοναρχίας. Οπως και οι περισσότεροι από τους συγχρόνους του, δεν είχε πολιτική πείρα. H εξαιρετική ευφυία του όμως τον βοήθησε να την αποκτήσει γρήγορα.


Από τον Ιούνιο ως τον Οκτώβριο του 1789 ο Μιραμπό έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην πάλη της Τρίτης Τάξης με τις άλλες δύο, και ιδίως στην απόφασή της να αυτοαναγορευθεί Εθνοσυνέλευση, δηλαδή αντιπροσωπευτική ολόκληρου του γαλλικού έθνους. Αναδείχθηκε δεινός ρήτορας και στην πυρετώδη ατμόσφαιρα των πρώτων ημερών του Ιουλίου ενέπνευσε με τις αγορεύσεις του τη Συνέλευση να απαιτήσει τη διάλυση των στρατευμάτων που είχαν συγκεντρωθεί γύρω από το Παρίσι. Μετά την πτώση της Βαστίλλης στις 14 Ιουλίου, που θεωρείται και η επίσημη ημέρα έναρξης της Γαλλικής Επανάστασης, ο Μιραμπό παρότρυνε τη Συνέλευση να απαιτήσει την απόλυση των υπουργών που είχαν προκαλέσει τις ταραχές.


Βασιλικός μυστικοσύμβουλος


Εχοντας κατακτήσει μεγάλη δημοτικότητα ο Μιραμπό ανέπτυξε στη συνέχεια τόσο έντονη δραστηριότητα ώστε η φάση της Επανάστασης από τον Οκτώβριο του 1789 ως τον Απρίλιο του 1791, όταν έγιναν μακρές συζητήσεις για το σύνταγμα και μεταβλήθηκε ριζικά το κοινωνικό καθεστώς της Γαλλίας, συχνά χαρακτηρίζεται «περίοδος Μιραμπό».


Παρά τους ρητορικούς θριάμβους του ωστόσο υπέρ της Επανάστασης ο Μιραμπό όλο αυτό το διάστημα παρέμενε πολιτικά ανερμάτιστος. Από τη μια, υποστήριζε την Επανάσταση και, από την άλλη, προσπαθούσε να μετριάσει τις απαιτήσεις της ώστε να διασωθούν τα προνόμια του θρόνου. Τον ενδιέφερε η εύνοια της Αυλής και είχε ήδη απευθύνει υπόμνημα στον βασιλιά συμβουλεύοντάς τον να φύγει από το Παρίσι για τη Ρουένη, να εξασφαλίσει την υποστήριξη μικρού στρατού και να στηριχθεί στον πληθυσμό της επαρχίας. Παράλληλα προσπαθούσε, μάταια όμως, να καταλάβει υπουργική θέση. Εξακολουθούσε επίσης να έχει πολλά χρέη. Τότε τον πλησίασαν πρόσωπα έμπιστα της Μαρίας Αντουανέτας και του διεμήνυσαν εκ μέρους της αλλά και του Λουδοβίκου ότι το βασιλικό ζεύγος τον ήθελε μυστικό σύμβουλό του. Ο Μιραμπό δέχθηκε με μεγάλη ευχαρίστηση: η συμφωνία προέβλεπε, εκτός από την αμοιβή του, και εξόφληση των χρεών του.


Θρίαμβος και κατάπτωση


Καρπός της συνεργασίας υπήρξαν καμιά πενηνταριά συμβουλευτικά σημειώματα του Μιραμπό προς τον Λουδοβίκο. Ο σύμβουλος συναντήθηκε επίσης αυτοπροσώπως – και μυστικά – με τους εργοδότες του. Παρά ταύτα η συνεργασία δεν κύλησε απρόσκοπτα. H Αυλή αισθανόταν ενοχλημένη από τα συνεχιζόμενα επαναστατικά ξεσπάσματα του Μιραμπό και από τη μανία του με την προσωπική προβολή του. Αυτός πάλι δυσφορούσε και ανησυχούσε για το γεγονός ότι η Αυλή δεν ακολουθούσε τις συμβουλές του και συνέχιζε να επηρεάζεται από τους αντιπάλους του στην επιδίωξη της βασιλικής εύνοιας, όπως ο μαρκήσιος ντε Λαφαγέτ, ο οποίος είχε υποδεχθεί με περιφρόνηση την πρόταση του Μιραμπό να συμφιλιωθούν. Ο Μιραμπό, αν και επιθυμούσε, τόσο από πεποίθηση όσο και από ιδιοτέλεια, να βοηθήσει τον Λουδοβίκο, δεν ήταν διατεθειμένος να διακινδυνεύσει τη δημοτικότητά του, η οποία είχε φθάσει στο αποκορύφωμά της, με την Ευρώπη ολόκληρη να έχει τα μάτια της στραμμένα επάνω του. Με την επαμφοτερίζουσα στάση του είχε επανειλημμένα βρεθεί σε δύσκολη θέση λόγω των δημοσιευμάτων για την «προδοσία» του που είχαν κυκλοφορήσει.


Στις 28 Ιανουαρίου 1791 ο Μιραμπό εξελέγη επιτέλους πρόεδρος της Συνέλευσης. Ταυτόχρονα αρρώστησε. Επεσε στο κρεβάτι στα τέλη Μαρτίου. Στις 2 Απριλίου 1791 άφησε την τελευταία του πνοή. Ο θρήνος για τον θάνατό του ήταν παλλαϊκός και η κηδεία του μεγαλοπρεπέστατη. Προς τιμήν του η εκκλησία της Αγίας Γενεβιέβης μετατράπηκε σε Πάνθεον, τόπο ταφής των μεγάλων ανδρών, και ο Μιραμπό ήταν ο πρώτος που ενταφιάστηκε εκεί. Τον Αύγουστο του 1792, στο Ανάκτορο του Κεραμεικού, βρέθηκαν τα σημειώματα που απεδείκνυαν τη συναλλαγή του με την Αυλή. Τον Σεπτέμβριο του 1974 τα οστά του μεταφέρθηκαν από το Πάνθεον στο κοιμητήριο του Σεν Μαρσέλ, όπου ενταφιάζονταν οι εγκληματίες.


KEIMENA: ΙΩΑΝΝΑ ΖΟΥΛΑ