Οι περισσότεροι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι επιχειρήσεις που φορολογούνται επί των κερδών που προκύπτουν ως διαφορά των εσόδων και των δαπανών τους και όχι κάποιων συντελεστών, όταν πρόκειται να προμηθευτούν για την επιχείρησή τους ένα αυτοκίνητο, αντιμετωπίζουν συχνά ένα σοβαρό δίλημμα. Αναρωτιούνται αν πρέπει να το αγοράσουν χρησιμοποιώντας δικά τους χρήματα ή να ακολουθήσουν την οδό της χρηματοδοτικής μίσθωσης ή της μακροενοικίασης από εταιρεία που εκμισθώνει επιβατικά αυτοκίνητα.
Το δίλημμα αυτό έχει να κάνει κυρίως με το πόσο θα κοστίσει τελικά στην επιχείρησή τους το αυτοκίνητο αν επιλέξουν έναν από τους παραπάνω τρόπους και αυτό γιατί το κόστος ενός αυτοκινήτου δεν περιορίζεται μόνο στην τιμή αγοράς αλλά εκτείνεται και σε διάφορα άλλα έξοδα που εξαρτώνται από τις απαιτήσεις των αγοραστών.
Ακόμη η επιλογή της μεθόδου απόκτησης του αυτοκινήτου συναρτάται με τις φορολογικές ελαφρύνσεις που προβλέπει η φορολογική νομοθεσία για κάθε διαφορετικό τρόπο απόκτησης του αυτοκινήτου.
Ετσι, σύμφωνα με το άρθρο 31 του Ν. 2238/94, «το καθαρό εισόδημα των επιχειρήσεων που τηρούν επαρκή και ακριβή βιβλία και στοιχεία τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, καθώς και των επιχειρήσεων που τηρούν επαρκή και ακριβή βιβλία και στοιχεία δεύτερης κατηγορίας, εφόσον αυτές παρέχουν αποκλειστικά υπηρεσίες και στερούνται αξιόλογων αποθεμάτων κατά τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου, βρίσκεται λογιστικώς με έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα των δαπανών για τη συντήρηση και επισκευή των επαγγελματικών γενικά εγκαταστάσεων, μηχανημάτων και αυτοκινήτων οχημάτων.
Ειδικά, οι δαπάνες συντήρησης, λειτουργίας, επισκευής, κυκλοφορίας, αποσβέσεων και μισθωμάτων που καταβάλλονται σε εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης για επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης με κυλινδρισμό κινητήρα ως 1.400 κυβικά εκατοστά, που έχουν στην κυριότητά τους οι επιχειρήσεις ή που έχουν μισθωμένα από τρίτους, εκπίπτουν ως 60% του συνολικού ύψους τους, εφόσον χρησιμοποιούνται για τις ανάγκες της επιχείρησης. Για αυτοκίνητα μεγαλύτερου κυβισμού εκπίπτει, με τις ίδιες προϋποθέσεις, ποσοστό ως 25% των πιο πάνω δαπανών.
Ο περιορισμός αυτός δεν εφαρμόζεται στις επιχειρήσεις που ασχολούνται με την εκμίσθωση επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης, καθώς και στις επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν τα αυτοκίνητά τους αποκλειστικά για την εκπαίδευση υποψήφιων οδηγών».
Με βάση την παραπάνω ρύθμιση του νόμου ας δούμε ποιο είναι το κόστος που θα προκύψει για τον επιτηδευματία, ελεύθερο επαγγελματία ή επιχείρηση αν, για παράδειγμα, χρειάζεται ένα αυτοκίνητο 1.600 κυβικών εκατοστών μέσης αξίας, είτε αγοράζοντάς το είτε κάνοντας χρήση χρηματοδοτικής μίσθωσης είτε ενοικιάζοντάς το από κάποια εταιρεία εκμίσθωσης επιβατικών αυτοκινήτων.
Περίπτωση 1: Απόκτηση με αγορά
Για την αγορά του η επιχείρηση μπορεί είτε να εκταμιεύσει χρήματα είτε να προσφύγει σε δανεισμό.
Εστω ελεύθερος επαγγελματίας ή επιχείρηση αγοράζει επιβατικό αυτοκίνητο ΙΧ με κινητήρα 1.600 κυβικών εκατοστών έναντι 5.750.000 δρχ. Στην πιο πάνω τιμή περιλαμβάνονται όλοι οι ειδικοί φόροι, τα τέλη κυκλοφορίας ενός έτους, τα τέλη ταξινόμησης κλπ. Υποτίθεται ότι αν το αυτοκίνητο αυτό το εκποιήσει μετά τα τρία χρόνια χρησιμοποίησής του, θα εισπράξει ένα ποσό περίπου ίσο με την αναπόσβεστη αξία του, η οποία υπολογίζεται ότι θα ανέλθει σε 3.700.000 δρχ.
Το κόστος που θα επιβαρύνει πρώτα πρώτα τον ελεύθερο επαγγελματία ή την επιχείρηση είναι η δαπάνη αγοράς του, που ανέρχεται σε 5.750.000 δρχ. Αν υποθέσουμε ότι η εταιρεία δανείζεται το συγκεκριμένο κεφάλαιο από κάποια τράπεζα με ένα μέσο επιτόκιο δανεισμού 15% για τρία χρόνια περίπου θα πρέπει να υπολογιστούν ως κόστος και οι τόκοι του δανείου που ανέρχονται περίπου σε 3.200.000 δρχ. Και στην περίπτωση όμως που η εταιρεία δεν αναγκαστεί να προσφύγει σε δανεισμό αλλά χρησιμοποιήσει δικά της κεφάλαια το κόστος αυτό θεωρητικά παραμένει ίδιο, αφού οι τόκοι δανεισμού αντικατοπτρίζουν το λεγόμενο ευκαιριακό κόστος ή κόστος κεφαλαίου.
Δηλαδή αν τα χρήματα αυτά δεν είχαν εκταμιευθεί για την αγορά του αυτοκινήτου, θα μπορούσαν να είχαν τοποθετηθεί αλλού οπότε υπολογίζεται ότι θα έδιναν απόδοση ίση με το παραπάνω ποσό ή θα μπορούσαν να καλύψουν κάποιες άλλες ανάγκες της εταιρείας, αποφεύγοντας έτσι το πιθανό κόστος δανεισμού.
Εκτός από το κόστος αγοράς του αυτοκινήτου και τους τόκους θα πρέπει να υπολογιστούν επίσης ως δαπάνες και μια σειρά έξοδα που απαιτούνται για τη χρήση του αυτοκινήτου. Σε αυτά περιλαμβάνονται τα έξοδα συντήρησης και έκτακτων βλαβών που ανέρχονται για τα τρία χρόνια, σύμφωνα με εκτιμήσεις, σε 1.200.000 δρχ. περίπου, ασφάλιστρα ύψους 1.100.000 δρχ. που περιλαμβάνουν κάλυψη αστικής ευθύνης προς τρίτους, ίδιων ζημιών με απαλλαγή, κάλυψη κλοπής, ολική και πυρός, τέλη κυκλοφορίας ύψους 90.000 δρχ. και λοιπά έξοδα 300.000 δρχ. που περιλαμβάνουν οδική βοήθεια, προσωρινή αντικατάσταση σε περίπτωση βλάβης ή ατυχήματος μισθώνοντας ένα άλλο αυτοκίνητο κλπ. Συνεπώς για τρία χρόνια το κόστος αγοράς και χρήσης του αυτοκινήτου, είτε αγοραστεί με ίδια χρήματα είτε με δανεισμό, θα ανέλθει περίπου σε 11.600.000 δρχ.
Ας δούμε στη συνέχεια ποια θα είναι σε αυτή την περίπτωση η ωφέλεια που θα προκύψει από τις υφιστάμενες φορολογικές ελαφρύνσεις. Αν υποτεθεί ότι ο φορολογικός συντελεστής του επιτηδευματία είναι 40%, τότε από τα ακαθάριστα έσοδα θα αφαιρεθεί ποσό 1.280.000 δρχ. που αντιστοιχεί στη φορολογική ωφέλεια από την έκπτωση των τόκων που βρίσκεται ως εξής: 3.200.000 δρχ. Χ 100% εκπιπτόμενη δαπάνη Χ 40% φορολογικός συντελεστής.
Ακόμη θα αφαιρεθεί ποσό 207.000 δρχ. από αποσβέσεις, δηλαδή 5.750.000 αξία αγοράς Χ 12% ετήσιος συντελεστής απόσβεσης Χ 25% εκπιπτόμενη δαπάνη Χ 3 έτη Χ 40% φορολογικό συντελεστή, και 269.000 δρχ. από το άθροισμα των εκπτώσεων των υπόλοιπων δαπανών (2.690.000 Χ 25% εκπιπτόμενη δαπάνη Χ 40% φορολογικός συντελεστής). Οπότε συνολική φορολογική ωφέλεια για τα τρία χρόνια χρήσης του αυτοκινήτου 1.700.000 εκατ. δρχ. περίπου. Αυτή η ωφέλεια θα περιορίσει το συνολικό κόστος του αυτοκινήτου στα 9.800.000 εκατ. δρχ. περίπου.
Περίπτωση 2: Με χρηματοδοτική μίσθωση
Η χρηματοδοτική μίσθωση είναι ένας θεσμός που εξελίσσεται συνεχώς στην Ελλάδα και όσον αφορά την απόκτηση αυτοκινήτου μπορούν να απευθυνθούν στις εν λόγω εταιρείες ελεύθεροι επαγγελματίες ή επιχειρήσεις. Ετσι, αν κάποιος πληροί τις προϋποθέσεις και θέλει να λάβει από μια εταιρεία χρηματοδοτικής μίσθωσης ένα αυτοκίνητο με τα χαρακτηριστικά του παραπάνω παραδείγματος, θα κληθεί να πληρώσει με βάση τα σημερινά δεδομένα 36 μηνιαίες δόσεις ύψους 210.000 δρχ., συνολικού κόστους σε τρέχουσες τιμές 7.560.000 δρχ. περίπου. Επίσης, θα πρέπει να υπολογιστούν στο συνολικό κόστος τα έξοδα συντήρησης, η ασφάλιση, τα τέλη και τα λοιπά έξοδα, που ανέρχονται σύμφωνα με τα στοιχεία της προηγούμενης περίπτωσης σε 2.690.000 δρχ. Τα έξοδα αυτά οι εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης δεν συνηθίζουν να τα καλύπτουν.
Ο εκμισθωτής του αυτοκινήτου όμως από το σύνολο των παραπάνω δαπανών θα εκπέσει σύμφωνα με τον σχετικό νόμο το 25% αυτών και θα έχει φορολογική ωφέλεια 1.025.000 εκατ. δρχ. περίπου με βάση και τον φορολογικό συντελεστή 40%.
Ετσι, το συνολικό κόστος θα ανέλθει σε 9.200.000 δρχ. περίπου. Θα πρέπει όμως να σημειωθεί ότι το αυτοκίνητο στο τέλος των τριών χρόνων η επιχείρηση μπορεί να το αποκτήσει πληρώνοντας ένα συμβολικό ποσό. Από τη στιγμή που η εταιρεία αποκτήσει το εν λόγω αυτοκίνητο μπορεί είτε να το κρατήσει είτε να το πουλήσει. Αν γίνει το πρώτο, τότε το κόστος χρήσης για τα τρία χρόνια δεν αλλάζει. Αν όμως αποφασίσει να το πουλήσει σε μια τιμή περίπου 3.500.000 δρχ., τότε το κόστος της τριετούς χρήσης θα μειωθεί κατά 2.100.000 δρχ. Ποσό το οποίο προκύπτει ως διαφορά της τιμής πώλησης και της φορολογικής επιβάρυνσης η οποία είναι ίση με το γινόμενο της τιμής πώλησης και του φορολογικού συντελεστή 40%. Ετσι το τελικό κόστος μπορεί να φθάσει 7.100.000 δρχ. περίπου
Περίπτωση 3: Ενοικίαση αυτοκινήτου
Στην περίπτωση της μακροχρόνιας ενοικίασης τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα. Αν κάποιος ελεύθερος επαγγελματίας ή επιχείρηση απευθυνθεί σε κάποια εταιρεία που εκμισθώνει αυτοκίνητα και ζητήσει να ενοικιάσει ένα αυτοκίνητο για τρία χρόνια, το μοναδικό κόστος που θα κληθεί να καλύψει είναι αυτό του μηνιαίου μισθώματος. Αυτό συμβαίνει γιατί οι περισσότερες εταιρείες Rent a Car στο μίσθωμα περιλαμβάνουν την τακτική συντήρηση και τις έκτακτες βλάβες που θα παρουσιαστούν στο αυτοκίνητο, αντικατάσταση ελαστικών όποτε αυτό χρειάζεται, ασφάλιση αστική προς τρίτους, ίδιες ζημιές (με απαλλαγή), πυρός, κλοπής, ολικής κλπ., προσωρινή αντικατάσταση λόγω βλάβης ή ατυχήματος, οδική βοήθεια και τέλη κυκλοφορίας.
Ετσι, σύμφωνα με στοιχεία μεγάλης εταιρείας μακροενοικίασης αυτοκινήτων, αν κάποιος θελήσει να ενοικιάσει το αυτοκίνητο του παραδείγματος για τρία χρόνια, θα πληρώσει συνολικά σε τρέχουσες τιμές 6.500.000 δρχ. Από το συνολικό κόστος όμως θα αφαιρεθεί η φορολογική ωφέλεια που δίνει το άρθρο 31 του Ν. 2238/94.
Η ωφέλεια αυτή ανέρχεται σε 2.600.000 δρχ., δηλαδή 6.500.000 Χ 100% ποσοστό εκπιπτόμενης δαπάνης Χ 40% φορολογικό συντελεστή. Ετσι το κόστος χρήσης του αυτοκινήτου για τρία χρόνια με τυχόν φορολογική ωφέλεια ανέρχεται τελικά σε 3.900.000 δρχ.
Ας σημειωθεί ότι στο τέλος της σύμβασης το αυτοκίνητο θα πρέπει να επιστραφεί στην εταιρεία που το εκμίσθωσε. Οπως αναφέρουν όμως στελέχη εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην εν λόγω αγορά, υπάρχει η δυνατότητα να μισθώσει κάποιος αυτοκίνητο από εταιρεία Rent a Car και να έχει δικαίωμα εξαγοράς του στο τέλος της μίσθωσης σε ένα προσυμφωνημένο τίμημα.
Τα ίδια στελέχη αναφέρουν επίσης ότι όταν ο ενδιαφερόμενος απευθύνεται σε κάποια εταιρεία θα πρέπει να λαμβάνει σοβαρά υπόψη αν η επιχείρηση που θα του ενοικιάσει το αυτοκίνητο έχει τη δυνατότητα να του καλύπτει όλες τις προσφερόμενες παροχές ανά πάσα στιγμή. Για παράδειγμα, αν χαλάσει το αυτοκίνητο που έχει ενοικιάσει, να μπορεί να έχει άμεση αντικατάσταση του οχήματος και η επιβεβλημένη συντήρηση να γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα με την απαιτούμενη σχολαστικότητα ώστε να μην παρουσιαστεί κανένα πρόβλημα.