Τα μερίσματα θα καταβάλλονται κανονικά και τα κέρδη από τη διαχείριση της αμύθητης περιουσίας θα συνεχίσουν να τρέχουν στα ταμεία των κληρονόμων. Αυτή τουλάχιστον ήταν η ετυμηγορία των ελληνικών δικαστηρίων που κλήθηκαν να πάρουν θέση στη διένεξη γύρω από την τύχη της κληρονομιάς του Σταύρου Νιάρχου.


Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών με δύο πρόσφατες αποφάσεις του δικαίωσε τον εφοπλιστή κ. Κωνσταντίνο Δρακόπουλο, ανιψιό και κληρονόμο του έλληνα κροίσου, καθώς αναγνώρισε μεταξύ άλλων ότι η κυρία Ελενα Φορντ ­ καρπός της σχέσης του Νιάρχου με τη Σαρλότ Φορντ, απόγονο της γνωστής βαθύπλουτης οικογενείας των αυτοκινητοβιομηχάνων της Αμερικής ­ δεν έχει κανένα δικαίωμα στην κληρονομιά της αμύθητης περιουσίας η οποία φθάνει ­ αν δεν υπερβαίνει ­ τα 10 δισ. δολάρια.


Επιπλέον, το ελληνικό δικαστήριο, κάνοντας δεκτές ισάριθμες αγωγές του κ. Δρακόπουλου, αποφάσισε ότι η κληρονομιά του Σταύρου Νιάρχου δεν είναι σχολάζουσα, γεγονός που σημαίνει ότι οι εκτελεστές της διαθήκης του, χωρίς άλλους περιορισμούς, μπορούν να συνεχίσουν κανονικά το έργο τους. Η απόφαση αυτή έρχεται να ενισχύσει την πλευρά των κληρονόμων του Σταύρου Νιάρχου στη διένεξή τους με την κυρία Φορντ στα ελβετικά δικαστήρια, τα οποία με προσωρινές αποφάσεις τους έχουν περιορίσει την έκταση των αρμοδιοτήτων των εκτελεστών της διαθήκης, αν και ποτέ ως τώρα δεν έχουν ασχοληθεί με την ουσία του θέματος, το αν δηλαδή η κόρη του Σταύρου Νιάρχου και της Σαρλότ Φορντ έχει κληρονομικά δικαιώματα στην αμύθητη περιουσία.


Η δικαστική διένεξη ξεκίνησε με πρωτοβουλία της κ. Φορντ, λίγους μήνες μετά το άνοιγμα της διαθήκης, το καλοκαίρι του 1996. Η πρώτη πράξη αυτής της διένεξης «παίχθηκε» στα ελβετικά δικαστήρια όπου η κ. Φορντ απέσπασε δύο προσωρινές αποφάσεις με τις οποίες δέθηκαν για τα καλά τα χέρια των εκτελεστών της διαθήκης και ως εκ τούτου η κληρονομιά του Σταύρου Νιάρχου βρίσκεται σε καθεστώς ιδιόμορφης «αιχμαλωσίας».


Η κατάσταση αυτή που είχε διαμορφωθεί έρχεται, όπως εκτιμούν ελληνικοί νομικοί κύκλοι, να αλλάξει άρδην καθώς οι ελβετοί δικαστές δεν είναι πλέον εύκολο να αγνοήσουν την κρίση των ελλήνων συναδέλφων τους. Αλλωστε εξακολουθεί να υπάρχει και το δεδομένο της βούλησης του ίδιου του διαθέτη. Ο Σταύρος Νιάρχος με τη διαθήκη του είχε ορίσει ότι η κληρονομιά του διέπεται από το ελληνικό δίκαιο και ότι τα δικαστήρια των Αθηνών είναι αποκλειστικά αρμόδια για την επίλυση όλων των διαφορών που πιθανότατα θα προέκυπταν γύρω από την περιουσία του. Τι μοιράζονται παιδιά, ανίψια και Ιδρυμα


Η περιπέτεια των κληρονόμων με τα δικαστήρια, είτε στην Ελλάδα είτε στην Ελβετία, δεν πρόκειται να λήξει τόσο εύκολα καθώς και οι δύο πλευρές της διένεξης έχουν τα δικά τους ισχυρά οπλοστάσια επιχειρημάτων και άλλων πρωτοβουλιών, που αναλαμβάνονται και εξελίσσονται έξω από τις αίθουσες των δικαστηρίων. Η κυρία Ελενα Φορντ, με τους νομικούς της συμπαραστάτες, προφανώς, δεν πρόκειται να εγκαταλείψει τον «πόλεμο», ασχέτως του αν έχασε την πρώτη «μάχη» των Αθηνών. Ετσι κι αλλιώς η δικαστική εκκρεμότητα που διατηρείται στην Ελβετία και για όσο χρονικό διάστημα διατηρείται λειτουργεί ως μέσο πίεσης προς την πλευρά των εννέα κληρονόμων του Σταύρου Νιάρχου (παιδιά, συγγενείς και συνεργάτες) καθώς έτσι παρεμβάλλονται «χίλια μύρια» εμπόδια στο έργο της διαχείρισης. Αλλωστε ένα σημαντικό μέρος αυτού του έργου αφορά κατ’ εξοχήν την Ελλάδα καθώς ένας από τους εννέα κληρονόμους του Νιάρχου είναι και το Ιδρυμα Σταύρος Σπ. Νιάρχος.


Το Ιδρυμα, που αρχίζει να αναπτύσσει κοινωφελή δραστηριότητα στη χώρα μας, έχει υπό τον έλεγχό του το 20% περίπου της περιουσίας που άφησε με τη διαθήκη του ο έλληνας κροίσος, δηλαδή μια «προίκα» που προσεγγίζει τα 2 δισ. δολάρια. Το Ιδρυμα, σύμφωνα με τη διαθήκη του Νιάρχου, είναι υποχρεωμένο να διαθέτει το 50% των εσόδων του από την περιουσία σε χρηματοδοτήσεις κοινωφελών έργων στην Ελλάδα. Επιπλέον, το Ιδρυμα, όπως ορίζει η διαθήκη, «πέραν της ιδίας του περιουσίας θα έχει την πρόσθετη δυνατότητα να δανείζεται από την κληρονομιαία περιουσία κατά την αναλογία της κληρονομικής του μερίδος κάθε ποσόν που θα έχει τυχόν ανάγκη για την εκτέλεση κοινωφελών έργων στην Ελλάδα». Με λίγα λόγια, πέρα από την «προίκα» που δόθηκε στο Ιδρυμα υπάρχει υποχρέωση όλων των άλλων κληρονόμων να συνεισφέρουν στο έργο του, ειδικά όταν πρόκειται για χρηματοδότηση προγραμμάτων που αφορούν τη χώρα μας.


Με βάση την πρόσφατη δικαστική απόφαση το Ιδρυμα καθώς και οι άλλοι οκτώ κληρονόμοι θα συνεχίσουν να παίρνουν κάθε χρόνο καθαρά τα ποσά των μερισμάτων ανάλογα με το ποσοστό των μετοχών που κατέχουν σε εταιρείες που στα σπλάγχνα τους κρύβουν όλο το χρυσάφι των «θαλασσινών» και των «στεριανών» επενδύσεων του Νιάρχου.


Το βασικό περιουσιακό στοιχείο της κληρονομούμενης περιουσίας είναι οι μετοχές της λιβεριανής εταιρείας Willow Trust Company. Η εν λόγω εταιρεία άλλωστε αποτελεί σε κάθε περίπτωση και τη «ναυαρχίδα» των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του ομίλου Νιάρχου.


Συγκεκριμένα, η Willow είναι «χόλντινγκ κόμπανι» που έχει υπό τον έλεγχό της τις ναυτιλιακές δραστηριότητες και διαχειρίζεται τα μετρητά αλλά και τις επενδύσεις σε ομόλογα και μετοχές. Σε αυτήν, π.χ., ανήκουν οι μετοχές των ναυτιλιακών εταιρειών που είναι ιδιοκτήτριες του στόλου των δεξαμενοπλοίων, που αποτελείται αυτή τη στιγμή από 12 πλοία, ενώ αναμένεται να παραληφθεί από ναυπηγείο της Ιαπωνίας και το νεότευκτο «Γουόρλντ Κριέισιον», ένα υπερσύγχρονο δεξαμενόπλοιο χωρητικότητας 280.000 κόρων.


* Το 35% των μετοχών αυτής της εταιρείας με τη διαθήκη έχει περιέλθει υπό τον έλεγχο του 42χρονου κ. Σπύρου Νιάρχου, δευτερότοκου γιου του Σταύρου και της Ευγενίας. Ο μεγαλύτερος αδελφός του, κ. Φίλιππος Νιάρχος, παίρνει το 30% των μετοχών, ενώ το 20% της Willow πηγαίνει στο κοινωφελές Ιδρυμα Σταύρος Σπ. Νιάρχος, που εδρεύει στη Βαντούζ του Λίχτενσταϊν, προκειμένου να αποτελέσει τη «μαγιά» των εσόδων για την εκπλήρωση των κοινωφελών δραστηριοτήτων του στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο.


* Τα δύο μικρότερα αδέλφια, η 39χρονη κυρία Μαρία Νιάρχου και ο 35χρονος κ. Κωνσταντίνος Νιάρχος, σύμφωνα με τη διαθήκη, περιορίζονται σε ένα ελάχιστο ποσοστό μετοχών της λιβεριανής εταιρείας, από 2% των μετοχών της ο καθένας. Εξάλλου, το 10% των μετοχών της Willow περιέρχεται στην κατοχή του 30χρονου κ. Ανδρέα Δρακόπουλου, που τα τελευταία χρόνια είχε κερδίσει μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά του Σταύρου Νιάρχου και είναι γιος του ανιψιού του κ. Κωνσταντίνου Δρακόπουλου. Αν ο γιος παίρνει το 10%, ο πατέρας παίρνει το 0,5% των μετοχών της Willow, ενώ οι κκ. Αλόις Γιουρτ και Ντόναλντ Χάρισον αποκτούν ο καθένας εξ αυτών το 0,25% των μετοχών. Τα σχεδόν μηδαμινά ποσοστά που λαμβάνουν οι τρεις τελευταίοι δεν θα πρέπει να ξεγελούν κανέναν καθώς οι αξίες που αντιπροσωπεύουν αφορούν στη χειρότερη των περιπτώσεων μερικές δεκάδες εκατομμυρία δολάρια.


* Αλλά τα τέσσερα παιδιά του Σταύρου Νιάρχου από τον γάμο του με την Ευγενία Νιάρχου αποκτούν και πληθώρα άλλων περιουσιακών στοιχείων, μεταξύ των οποίων η συλλογή των πινάκων ζωγραφικής και των καλλιτεχνικών θησαυρών, τα ακίνητα, τα άλογα κλπ.


Ο πρωτότοκος Φίλιππος θα είναι ο νέος ιδιοκτήτης της συλλογής των πινάκων κλπ., ενώ μαζί με τον αδελφό του Σπύρο θα έχουν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο για τη Σπετσοπούλα. Ο κ. Φίλιππος Νιάρχος επιπλέον θα είναι ο νέος ιδιοκτήτης της μεγάλης βίλας της οικογένειας στο Σεν Μόριτζ, της Villa Marguns, αλλά και του «παλατιού» ­ Hotel de Chanaleilles ­ στο Παρίσι.


Ο αδελφός του κ. Σπύρος Νιάρχος, πέραν της συνιδιοκτησίας της Σπετσοπούλας, δεν έχει στην κατοχή του κανένα άλλο ιδιαίτερης αξίας περιουσιακό στοιχείο από ακίνητα κλπ. Ισως στο γεγονός αυτό να βρίσκει την εξήγησή του το επιπλέον ποσοστό που έλαβε στη διανομή των μετοχών της εταιρείας Willow, όπου ο δευτερότοκος γιος πήρε 5% παραπάνω μετοχές από τον αδελφό του Φίλιππο.


Η κυρία Μαρία Νιάρχου έχει τον απόλυτο έλεγχο των μετοχών των εταιρειών που οι δραστηριότητές τους εξαντλούνται στην παραγωγή δρομώνων ίππων για τους αγώνες κλπ. Επιπλέον αποκτά και τη δεύτερη μικρότερη σε μέγεθος έπαυλη της οικογένειας στο Σεν Μόριτζ, ενώ είναι και η μοναδική νέα ιδιοκτήτρια των πατρικών κτημάτων που βρίσκονται στις Σπέτσες.


Τέλος, ο βενιαμίν Κωνσταντίνος Νιάρχος από το σκέλος της πατρικής περιουσίας σε ακίνητα κλπ. δεν παίρνει τίποτε παραπάνω από μικρά ποσοστά μετοχών σε εταιρείες που διαχειρίζονται περιουσιακά στοιχεία αυτής της μορφής.