Η ιστορία του Τζεφ Μπέζος, ιδρυτή του διαδικτυακού καταστήματος Amazon και κατόχου περιουσίας την οποία το περιοδικό «Forbes» αποτιμά σε 25 δισεκατομμύρια δολάρια, δεν θυμίζει το τυπικό success story του Διαδικτύου. Ο Μπέζος δεν υπήρξε ποτέ το ανήσυχο παιδί που κοιμόταν στο γκαράζ περιτριγυρισμένο από ηλεκτρονικούς υπολογιστές, όπως οι δημιουργοί της Google, Σεργκέι Μπριν και Λάρι Πέιτζ. Δεν υπήρξε ο αυτοκαταστροφικός φοιτητής ο οποίος, προτού γίνει ζάπλουτος, είχε έρθει σε τρικυμιώδη σύγκρουση με το κατεστημένο, όπως ο Σον Πάρκερ του Napster. Δεν είναι ούτε ο ιδιοφυής φορέας μιας παρατεταμένης εφηβείας ο οποίος παράτησε το Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ για μια ιδέα και για ένα κορίτσι, όπως έκανε ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ του Facebook.
Ο Τζεφ Μπέζος αποτελεί ό,τι πιο κοντινό σε έναν παραδοσιακό επιχειρηματία διαθέτει η πολυποίκιλη χλωρίδα και πανίδα του Διαδικτύου. Επιστέγασμα της μέχρι στιγμής διαδρομής του αποτελεί η πρόσφατη, απολύτως «παραδοσιακή», επένδυσή του: η εξαγορά της ιστορικής αμερικανικής εφημερίδας «Washington Post» από τους απογόνους του Γιουτζίν Μέγερ, του ανθρώπου ο οποίος εξαγόρασε την εφημερίδα το 1933. Ωστόσο, ακόμη και ως παραδοσιακός διαδικτυακός επιχειρηματίας, ο Μπέζος αποτελεί μια κάπως αναπάντεχη είσοδο στον χώρο του Τύπου.
Ποιος είναι ο Τζεφ Μπέζος

Γεννημένος το 1964, στην Αλμπουκέρκη του Νέου Μεξικού των ΗΠΑ, με το όνομα Τζέφρι Πρέστον Γιόργκενσεν, ο Μπέζος πήρε το επώνυμό του από τον δεύτερο σύζυγο της μητέρας του, τον Κουβανό Μιγκέλ Μπέζος, καθώς ο γάμος της με τον φυσικό του πατέρα γρήγορα διαλύθηκε. Με την οικογένεια της μητέρας του να περιλαμβάνει ένα μέλος, τον παππού του Μπέζος, ο οποίος δραστηριοποιήθηκε στην Αμερικανική Επιτροπή για την Ατομική Ενέργεια, η φαμίλια μετακόμισε στο Χιούστον του Τέξας και στο Μαϊάμι της Φλόριδας και ο Μπέζος ανέπτυξε από νεαρός το ενδιαφέρον του για τις επιστήμες, προτού βρεθεί στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον για να σπουδάσει Φυσική. Τελικώς αποφοίτησε με πτυχίο μηχανολόγου από το ίδιο πανεπιστήμιο, εν έτει 1986. Κατά τα φοιτητικά χρόνια του εντάχτηκε στις αδελφότητες Φι Βήτα Κάπα και Ταυ Βήτα Φι και θήτευσε ως πρόεδρος του –αληθινά φιλόδοξου –συνδέσμου φοιτητών για την εξερεύνηση και την ανάπτυξη του Διαστήματος.
Από την Amazon ως το Διάστημα

Μετά την αποφοίτησή του, δραστηριοποιήθηκε στη Γουόλ Στριτ, ασχολούμενος κυρίως με τον τεχνολογικό δείκτη Nasdaq για οκτώ χρόνια. Τελικώς, το 1994, πολύ προτού διογκωθεί η «φούσκα» των dot.com, διείδε την τάση μεταφοράς της καθημερινής ζωής online. Παράτησε την καλοπληρωμένη εργασία του και μετακόμισε στην Ουάσιγκτον, η οποία παρείχε πιο ευνοϊκό οικονομικό περιβάλλον. Εκεί, τιμώντας τα κλισέ, «άνοιξε» το ηλεκτρονικό κατάστημά του από το γκαράζ του σπιτιού του. Η Amazon γρήγορα επικράτησε σε μια παρθένα αγορά εκείνη την περίοδο. Και, ασφαλώς, γιγαντώθηκε αξιοποιώντας όλα τα μέσα, ανοίγοντας πλείστα ψηφιακά υποκαταστήματα σε πολλές χώρες, διευρύνοντας αξιοσημείωτα την ποικιλία των προϊόντων τα οποία εμπορεύεται, επεκτεινόμενη στο πεδίο των μεταχειρισμένων προϊόντων, καθώς και εισάγοντας καινοτόμα, δικά της προϊόντα, με αιχμή του δόρατος τη συσκευή ανάγνωσης βιβλίων Kindle. Σχετικά με την τακτική του Μπέζος, ο Τύπος κατά καιρούς έχει εξάρει την ικανότητά του να διαχειρίζεται και να επωφελείται από όλες τις λεπτομέρειες και έχει χαρακτηριστεί «ένα στέλεχος το οποίο γνωρίζει τα πάντα, από τα ψιλά γράμματα των συμβολαίων, μέχρι το πώς πρέπει να αναφέρονται σε εκείνον τα δελτία Τύπου».
Αργότερα, το 2000, στο απόγειο της dot.com bubble, προέβη, επηρεασμένος ίσως από τις φοιτητικές ανησυχίες του, στην απονενοημένη ίδρυση της Blue Origin, μιας «αεροπορικής εταιρείας» για το Διάστημα. Προφανώς, η επιχείρηση παραμένει μέχρι σήμερα ανενεργή, όπως και η αντίστοιχη Virgin Galactic του εκκεντρικού βρετανού μεγιστάνα Ρίτσαρντ Μπράνσον, με την οποία μάλιστα ο Μπέζος ανακοίνωσε ότι συζητεί για συνεργασία.
Κατά συρροήν πρόσωπο της χρονιάς

Ευρισκόμενος συχνά σε λίστες με τα «πρόσωπα της χρονιάς», τις οποίες δημοσιεύει το αμερικανικό περιοδικό «Time», έχοντας κατακτήσει διάκριση καινοτομίας από το περιοδικό «Economist» για την επινόηση και την προώθηση του Kindle, έχοντας ανακηρυχθεί «Επιχειρηματίας της χρονιάς» για το 2012 από το περιοδικό «Fortune», o Τζεφ Μπέζος μάλλον έχει γίνει αποδεκτός από το οικονομικό κατεστημένο. Αλλωστε, συμμετέχει στις συναντήσεις της Λέσχης Μπίλντερμπεργκ και το 2011 ανακηρύχθηκε δεύτερος καλύτερος διευθύνων σύμβουλος στον κόσμο, μετά τον Στιβ Τζομπς της Apple.
Παρ’ όλες τις περγαμηνές του Μπέζος, η ανάμειξή του με τον Τύπο αντιμετωπίστηκε ως μια πολύ μεγάλη έκπληξη. Αφενός επειδή τα τελευταία χρόνια, υπό το βάρος των τεχνολογικών εξελίξεων, ο Τύπος έχει καταστεί ένα συχνά ζημιογόνο «σπορ», το οποίο αποφεύγουν οι επιχειρηματίες με τις βαθιές τσέπες. Aφετέρου επειδή, μέχρι πρότινος, το ενδιαφέρον του Μπέζος για την άσκηση επιρροής προς τα κέντρα εξουσίας ήταν περιορισμένο. Ο ίδιος είχε αρκεστεί σε εξαιρετικά χαμηλές χορηγίες και στα δύο μεγάλα αμερικανικά κόμματα (16.000 δολάρια στους Δημοκρατικούς και μόλις 2.000 δολάρια στους Ρεπουμπλικανούς, σύμφωνα με δημοσιεύματα), καθώς και σε αξιοσημείωτο lobbying –2,5 εκατομμύρια δολάρια μέσω της συζύγου του, Μακένζι Μπέζος –υπέρ του γάμου μεταξύ ομοφυλοφίλων στην Πολιτεία της Ουάσιγκτον.
«Πολίτης Κέιν» ή αναμορφωτής του Τύπου;

Το γεγονός ότι αγόρασε ο ίδιος, προσωπικά και όχι μέσω κάποιας επιχείρησής του, την επιδραστική εφημερίδα, φανερώνει τις σοβαρές προθέσεις του. Ο 49χρονος επιχειρηματίας, μάλιστα, παρ’ ότι διέθεσε 250 «ζεστά» εκατομμύρια δολάρια από την περιουσία του για την εξαγορά, δεν αρνείται την άγνοιά του σχετικά με το αντικείμενο: «Πρόκειται για αχαρτογράφητη περιοχή και θα χρειαστεί πειραματισμός» δήλωσε στην εφημερίδα λίγο αφότου την εξαγόρασε. Αλλωστε και ο ίδιος ο Γιουτζίν Μέγερ –στην κατοχή του οποίου περιήλθε η εφημερίδα έπειτα από πλειστηριασμό το 1933 και έκτοτε, μέχρι πρότινος, παρέμεινε υπό τον έλεγχο των απογόνων του –ήταν αντιστοίχως άσχετος με τον Τύπο. Επρόκειτο για έναν νευρώδη χρηματιστή της Γουόλ Στριτ, ο οποίος προέβαινε σε μια παράτολμη κίνηση, «αρπάζοντας» την εφημερίδα, στο παρά πέντε της λήξης του πλειστηριασμού, μέσα από τα χέρια του «βαρόνου» των media, Γουίλιαμ Ράντολφ Χιρστ, για μόλις 25.000 δολάρια παραπάνω.
Υπό τον Μέγερ η εφημερίδα απέκτησε παρέμβαση, δυνατή δημοσιογραφική φωνή, προέβη σε αποκαλύψεις οι οποίες κλόνισαν πολλάκις την εξουσία. Κορωνίδα των παραπάνω υπήρξε η αποκάλυψη του σκανδάλου Γουότεργκεϊτ από τους δημοσιογράφους της εφημερίδας Καρλ Μπερνστάιν και Μπομπ Γούντγουορντ, η οποία στάθηκε αφορμή να εκπέσει από την προεδρία των ΗΠΑ ο Ρίτσαρντ Νίξον το 1974. Παρά τα οικονομικά της προβλήματα –τα τελευταία επτά έτη η «Washington Post» παρουσιάζει μονάχα ελλειμματικούς προϋπολογισμούς -, η εφημερίδα δεν έχει χάσει την επιρροή της στην αμερικανική πρωτεύουσα. Οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ εστιάζουν πλέον στην πρόσβαση σε θηριώδη ρευστότητα την οποία διαθέτει ο Μπέζος, καθώς και στην, κατά τα φαινόμενα, ειλικρινή θέλησή του να ασχοληθεί με το νέο «παιχνίδι» του.
Σε μια περίοδο που αρκετοί ακόμη τίτλοι αμερικανικών εφημερίδων έχουν φύγει από τα χέρια των παραδοσιακών ιδιοκτητών τους –οι «Los Angeles Times» και η «Wall Street Journal» βρίσκονται ανάμεσά τους –προς ένα ανομοιογενές μείγμα επιχειρηματιών, πολλοί αναμένουν με αγωνία την έκβαση των πειραματισμών του Μπέζος. Παρά τις ενστάσεις των κυνικών, ο ιδιοκτήτης της Amazon έχει βρεθεί, με ή χωρίς τη θέλησή του, να ενσαρκώνει μια ακόμη έκφανση της ελπίδας για τη «σωτηρία» της έντυπης δημοσιογραφίας. Διαθέτει τη συγκρότηση, τη θέληση και τα μέσα για να το πετύχει. Σε περίπτωση που αποτύχει, το πιο πιθανό είναι να στραφεί πάλι προς την κατάκτηση του Διαστήματος.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2013

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ