Αναθυμούμενος το βιβλίο του Γιουτζήν Σίμιον Η επιστροφή του συγγραφέα (1996) σκεφτόμουν πόσο ανακριβής είναι ο τίτλος του, που αντιτίθεται (όπως και το περιεχόμενό του) στην έννοια του «θανάτου του Συγγραφέα»· έννοια που υποτίθεται ότι τεκμηρίωσε με το ομώνυμο –και περιώνυμο –δοκίμιό του ο Ρολάν Μπαρτ (1968), σύμφωνα με το οποίο το λογοτεχνικό κείμενο δεν το γράφει ο συγγραφέας αλλά η γλώσσα. Αλλά ο συγγραφέας (με κεφαλαίο ή μικρό σίγμα) και η έννοιά του δεν χρειάστηκε να επιστρέψουν για τον απλούστατο λόγο ότι δεν πέθαναν ποτέ. Απεναντίας, έχαιραν πάντοτε άκρας υγείας. Αν στο ευρύτερο πεδίο του λογοτεχνικού φαινομένου σημειώθηκε ένας θάνατος, αυτός δεν συνέβη στη συγγραφική περιοχή.
Βέβαια, η έννοια του «θανάτου του Συγγραφέα» έχει, ως έναν βαθμό, τις καταβολές της στην αμερικανική, μοντερνιστική, Νέα Κριτική: κυρίως στο, επίσης περιώνυμο, δοκίμιο «Η πλάνη των προθέσεων» των W. Κ. Wimsatt και Μ. C. Beardsley (1946), που αναπτύσσει και κωδικοποιεί απόψεις της βρετανικής μοντερνιστικής κριτικής για τη συγγραφική πρόθεση. Σύμφωνα με το δοκίμιο αυτό ένα λογοτεχνικό κείμενο δεν θα έπρεπε να κρίνεται με γνώμονα το αν ο συγγραφέας του κατόρθωσε να πραγματοποιήσει με αυτό τις λογοτεχνικές προθέσεις του, γιατί το κείμενο αυτό αμέσως μετά τη σύνθεσή του αποσπάται από τον συγγραφέα για να ζήσει, ανεξάρτητο, με τους αναγνώστες του. Ομως για τη μοντερνιστική θεωρία και κριτική ο συγγραφέας είναι αυτός που συνθέτει το λογοτεχνικό του κείμενο· είναι αυτός που του δίνει λογοτεχνική υπόσταση, με τη διάταξη των λέξεων και των φράσεών του σε οργανική μορφή.
Αλλά μετά την εμφάνιση, από τα μέσα της δεκαετίας του ’60, των θεωριών μιας γλωσσολογικής στροφής στις λογοτεχνικές σπουδές, η οποία απέρρεε και από την παρανόηση, εν πολλοίς, των περί γλώσσας απόψεων του Σωσσύρ, εμφανίστηκε η πρωτοφανής πεποίθηση ότι η οργανική μορφή δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση της λογοτεχνικότητας, γιατί οι βουλήσεις της ίδιας της γλώσσας εξουδετερώνουν την προσπάθεια του συγγραφέα να οργανώσει το γλωσσικό υλικό του και να εκφράσει εκείνα που επιθυμεί με αυτή την οργάνωση.
Η Αποδόμηση, η θεωρία του «θανάτου του Συγγραφέα» του Μπαρτ, ο Νεοπραγματισμός, με τις μεταμοντερνιστικές απόψεις τους για το «απεριόριστο ερμηνευτικό άνοιγμα» του λογοτεχνικού κειμένου (που σημαίνει κατάλυση της οργανικής μορφής του), ενώ πίστευαν –και πιστεύουν ακόμη –ότι αποδείκνυαν τον «θάνατο» του συγγραφέα, στην πραγματικότητα ανήγγελλαν τον θάνατο του κριτικού. Διότι αν, σύμφωνα με τις απόψεις τους για το ερμηνευτικό άνοιγμα, κάθε ερμηνεία είναι νόμιμη (το οποίο σημαίνει ότι η πρόθεση του λογοτέχνη δεν μπορεί να επιβιώσει στα σημαινόμενα του κειμένου του), τότε καμία ερμηνεία δεν είναι λανθασμένη πράγμα που καθιστά περιττή την κριτική, περιορίζοντας τον λόγο περί λογοτεχνίας στην περιγραφή του ανέμελου «παιχνιδιού του σημαίνοντος».
Αλλά, βέβαια, η ίδια η συζήτηση περί συγγραφικών προθέσεων είναι, σε ό,τι αφορά τη λογοτεχνία, λανθασμένη. Διότι οι προθέσεις σημαίνουν συνειδητό σκοπό, δηλαδή διανοητική λειτουργία, και ο λογοτέχνης (ο πραγματικός λογοτέχνης) ξέρει ότι «στην τέχνη τίποτε δεν είναι περισσότερο δευτερεύον απ’ ό,τι οι προθέσεις του καλλιτέχνη» (Μπόρχες). Ξέρει ότι, όταν γράφει, μιλάει με την επιθυμία, δηλαδή με ολόκληρο τον ψυχοσωματικό εαυτό του· κυρίως με τις ασύνειδες και πολυσχιδείς ενορμήσεις του προς έκφραση, οι οποίες, υπερβαίνοντας κάθε πρόθεση, αναγκάζουν τη γλώσσα του να συστοιχηθεί με αυτές και να υπερβεί τη μονοσημία της διανοητικής διατύπωσης για να απεικονίσει την πρόσληψή του της πραγματικότητας με μεγαλύτερη ακρίβεια και καθαρότητα απ’ ό,τι ο μη λογοτεχνικός λόγος. Υπέρβαση την οποία οι μεταμοντερνιστές θεωρητικοί εκλαμβάνουν ως απεριόριστο άνοιγμα του νοήματος, προκαλούμενο από τις, κατά τη θεωρία τους, απρόσβλητες από τις ενορμήσεις και τη γλωσσική ικανότητα των λογοτεχνών βουλήσεις της γλώσσας.
Με λίγα λόγια, ο λογοτέχνης ξέρει ότι με τη γλώσσα του τελειωμένου έργου του εκπλήρωσε την επιθυμία του να πει εκείνο που ήθελε να πει (διαφορετικά θα συνέχιζε τη συγγραφική προσπάθειά του ως την ολοκλήρωσή της ή θα την εγκατέλειπε). Στον αναγνώστη απομένει να επικοινωνήσει με το έργο και να αισθανθεί όσα αυτό σημαίνει.
Τα όσα έγραψα παραπάνω μού έρχονταν στον νου καθώς διάβαζα το βιβλίο του Τσβετάν Τοντορόφ Η λογοτεχνία σε κίνδυνο (2007), που μόλις κυκλοφόρησε και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πόλις. Βιβλίο ολιγοσέλιδο αλλά συναρπαστικό ενός από τους πρωταγωνιστές της θεωρητικής στροφής των λογοτεχνικών σπουδών κατά τη δεκαετία του 1960, συνοψίζει τις κριτικές θέσεις του συγγραφέα του έναντι του ξεστρατίσματος και των παραδοξολογιών αυτής της στροφής, που εκτόπισε από τις λογοτεχνικές σπουδές τον συγγραφέα και τα λογοτεχνικά έργα, περιοριζόμενη –ιδιοτελώς –στη μελέτη των μεθόδων μελέτης της λογοτεχνίας. Ο Τοντορόφ ανακεφαλαιώνει εδώ τις καίριες θέσεις του βιβλίου του Η κριτική της κριτικής (1984) μιλώντας όχι για «επιστροφή του συγγραφέα» αλλά για «επιστροφή στον συγγραφέα»: για την ανάγκη της κριτικής να απαντήσει και στο ερώτημα για το περιεχόμενο, για τα σημαινόμενα του λογοτεχνικού κειμένου, το οποίο γράφει ένας άνθρωπος με σάρκα και ψυχή και όχι η μεταφυσική βούληση της γλώσσας.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ