Την άμεση αντίδραση – απάντηση της διοίκησης της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ) προκάλεσαν οι χτεσινές «βολές» εναντίον της από τον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο του ΟΤΕ, Μιχάλη Τσαμάζ.
Στη σκληρή κριτική του κατά της ΕΕΤΤ, ο κ. Τσαμάζ την περιέγραψε ως ένα «γραφειοκρατικό σύστημα» που δημιουργεί προσκόμματα στις επενδύσεις, απλώς και μόνον για να συντηρείται το ίδιο.

Με αφορμή τις αναφορές του αυτές, η ΕΕΤΤ εξέδωσε ανακοίνωση, στην οποία αφού χαρακτηρίζει «ανακριβείς» τις αιτιάσεις του κ. Τσαμάζ, προθέτει ότι «βάλουν κατά του κύρους και της αποτελεσματικότητας της ΕΕΤΤ κατά την άσκηση των εκ του νόμου ρυθμιστικών και εποπτικών της αρμοδιοτήτων».

Παράλληλα, η ρυθμιστική Αρχή τηλεπικοινωνιών και ταχυδρομείων, τονίζει ότι «ασκεί με αμεροληψία και ακεραιότητα τα καθήκοντά της, τηρώντας τις προβλεπόμενες θεσμικές διαδικασίες», ενώ διευκρινίζει μεταξύ άλλων, ότι:
«Η ΟΤΕ ΑΕ έχει ορισθεί, ως επιχείρηση με σημαντική ισχύ (δεσπόζουσα θέση) στην αγορά χονδρικής τοπικής πρόσβασης στον τοπικό βρόχο και υπόκειται σε σειρά κανονιστικών υποχρεώσεων, μεταξύ των οποίων στην υποχρέωση να μην προβαίνει σε συμπίεση περιθωρίου ως προς τα προϊόντα λιανικής που προτίθεται να διαθέσει και τα οποία ανήκουν στις λιανικές αγορές επομένου σταδίου στην αγορά Χονδρικής Τοπικής Πρόσβασης σε σταθερή θέση (υποχρέωση προηγούμενης έγκρισης πακέτων).

Σκοπός της επιβολής της εν λόγω υποχρέωσης είναι να αποφευχθεί ο περιορισμός των ανταγωνιστών από τη δυνατότητα να έχουν εμπορικό κέρδος στις λιανικές αγορές που δραστηριοποιούνται, χρησιμοποιώντας τις υπηρεσίες που περιλαμβάνονται στην ως άνω υπό ρύθμιση αγορά».

Σημειώνεται ότι στην Ελλάδα, λόγω της απουσίας εναλλακτικών υποδομών πρόσβασης, οι εναλλακτικοί πάροχοι μπορούν να δραστηριοποιηθούν στην λιανική αγορά σταθερής ευρυζωνικής πρόσβασης και στη λιανική αγορά σταθερής πρόσβασης στο τηλεφωνικό δίκτυο, μόνο μέσω της χρήσης υπηρεσιών του δικτύου πρόσβασης του κοινοποιημένου φορέα εκμετάλλευσης (ΟΤΕ ΑΕ). Συνεπώς, πιθανή συμπίεση του περιθωρίου κέρδους θα οδηγήσει στον αποκλεισμό τους από τις λιανικές αγορές επόμενου σταδίου και σε περιορισμό του ανταγωνισμού, σε βάρος των τελικών χρηστών.

Η ΕΕΤΤ, προστίθεται στην ανακοίνωση της διοίκησής της «σεβόμενη την εμπορική πολιτική της ΟΤΕ Α.Ε, εξετάζει τα αιτήματα έγκρισης οικονομικών προγραμμάτων της σύμφωνα με τις προτεραιότητες που κατά καιρούς θέτει εγγράφως η εταιρεία, και υπό τον απαράβατο όρο ότι έχουν υποβληθεί τα αναγκαία, για τη διεξαγωγή του προβλεπόμενου ελέγχου οικονομικά-κοστολογικά στοιχεία». Στο πλαίσιο αυτό, συνεχίζει η ΕΕΤΤ, «η καθυστέρηση υποβολής των αναγκαίων για τον ετήσιο κοστολογικό έλεγχο της ΟΤΕ ΑΕ , ή για την απαιτούμενη επικαιροποίηση του μοντέλου ελέγχου των πακέτων-στοιχείων, καθώς και αιτήματα παράτασης των τιθέντων προθεσμιών από την ίδια την εταιρεία, είναι προφανές ότι παρατείνουν αντίστοιχα το χρονικό διάστημα εξέτασης και συνακόλουθα έγκρισης ή απόρριψης των υποβληθέντων προγραμμάτων».

Στο διάστημα Φεβρουαρίου – Οκτωβρίου 2017, αναφέρει η ΕΕΤΤ, «εξετάστηκαν από 187 οικονομικά προγράμματα, ενώ η πλειονότητα των μη εξετασθέντων οφείλεται σε πρόσφατες αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου, στις οποίες η ΕΕΤΤ , ως οφείλει, συμμορφώνεται και οι οποίες , αν και γνωστές στην ΟΤΕ ΑΕ δεν έχουν ληφθεί υπόψη στα υποβαλλόμενα και μη εγκριθέντα προγράμματα».

Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τη διαδικασία εισαγωγής της τεχνολογίας vectoring στο δίκτυο πρόσβασης, η ΕΕΤΤ υπογραμμίζει ότι «σεβόμενη την πρόθεση και τη δυνατότητα του ΟΤΕ να προβεί σε επενδύσεις και λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη μακροπρόθεσμης διασφάλισης του ανταγωνισμού, εξασφάλισε τους όρους για τη προώθηση, επενδύσεων σε υποδομές όχι μόνο του κατέχοντος δεσπόζουσα θέση ΟΤΕ αλλά και των εναλλακτικών παρόχων».

Επίσης, στο πλαίσιο του ρυθμιστικού της ρόλου, η ΕΕΤΤ αναφέρει ότι βρίσκεται «σε συνεχή διαβούλευση και συνεργασία με τους παρόχους ηλεκτρονικών επικοινωνιών και εργάζεται αδιαλείπτως, με γνώμονα την ενθάρρυνση επενδύσεων στη χώρα και την προώθηση καινοτόμων προϊόντων ηλεκτρονικών επικοινωνιών προς όφελος της εθνικής οικονομίας και της προστασίας των καταναλωτών».