Με ένα απλό «κλικ» τούτο εδώ το κείμενο μπορεί να τυπωθεί με περισπωμένες και δασείες χρησιμοποιώντας το καινούργιο CD-Rom Αυτόματος πολυτονιστής της εταιρείας Ματζέντα. Ενα εργαλείο που από την ημέρα που βγήκε στην αγορά διατέθηκε σε 400 αντίτυπα, παρά την «τσουχτερή» τιμή του. Οπως μας πληροφορεί ο κ. Παναγιώτης Σιδηρόπουλος, εμπνευστής του Αυτόματου πολυτονιστή, το σύστημα βασίζεται σε έξυπνους αλγορίθμους που υλοποιούν τους κανόνες τονισμού με βάση μια πολύ μεγάλη βάση δεδομένων (περί τα 400 ΜΒ). Ο χρήστης λοιπόν επιλέγει το γραμμένο μονοτονικά κείμενο και με τις κατάλληλες ρυθμίσεις το παραλαμβάνει αυτόματα με τόνους, έχοντας τη δυνατότητα να ελέγξει τα αμφίσημα σημεία (όπως τις ομόηχες λέξεις).


Για όσους τυχόν απορούν «ποιος θυμάται την περισπωμένη», να πούμε ότι υπάρχουν πολλοί φίλοι της «παλαιάς γραφής». Μαθαίνουμε μάλιστα ότι είναι υπό ίδρυση ένας σύλλογος ο οποίος διεκδικεί την ελευθερία επιλογής γραπτής έκφρασης. Οχι, δεν πρόκειται για μισότρελους που θα ανέβουν στον Ολυμπο με τις χλαμύδες. Είναι πνευματικοί άνθρωποι που με επιχειρηματολογική ευρύτητα ζητούν ίσα δικαιώματα. Εκτός όμως από εκείνους που θέλουν να οργανωθούν κατά της εκλαΐκευσης, είναι αρκετοί και οι «επαγγελματίες της γλώσσας» που με τη στάση τους στηρίζουν τη γραφή που διδάχθηκαν στο σχολείο.


Ας πάρουμε το παράδειγμα των εκδόσεων Το Ροδακιό. Εκδίδουν πάντοτε καλόγουστη λογοτεχνία ενώ παράλληλα επιμελούνται και το περιοδικό «Εκηβόλος». Από την ημέρα που συστάθηκαν, το 1992, αποφάσισαν να παρουσιάζουν όλα τα κείμενά τους σε πολυτονικό. Το αναφέρουν μάλιστα στον πρώτο τους κατάλογο σε μια δήλωση εν είδει μανιφέστου. (Μοναδική εξαίρεση ένα άρθρο του Γιώργου Σαββίδη καθώς, όπως λέει η εκδότρια κυρία Τζούλια Τσιακίρη, «ήταν πρωτεργάτης του μονοτονικού».) Γιατί όμως πήραν στο Ροδακιό αυτή την απόφαση, μία δεκαετία και πλέον μετά την επιβολή του νέου συστήματος; «Η λογοτεχνία δεν έχει διώξει τους τόνους από πάνω της, πάνε μαζί» λέει η κυρία Τσιακίρη. «Το κείμενο είναι πιο ωραίο στην όψη, στολίζεται. Η κατάργησή τους ήταν καταστροφή, στέρησε κανόνες ορθογραφίας από τις νεότερες γενιές». Επισημαίνει ότι η πολυτονική έκδοση είναι κατά 20% πιο ακριβή από την απλή: «Λιγότερα χτυπήματα στη γραφομηχανή, μικρότερο κόστος. Δυστυχώς όμως τα λιγότερα χτυπήματα είναι και λιγότερες γνώσεις». Συμφωνούν πάντοτε οι συγγραφείς με τη μετατροπή των κειμένων τους; «Οχι απλά συμφωνούν, εκστασιάζονται».


Στις εκδόσεις Εστία δεν συμμερίζονται πλέον την ίδια άποψη και σταδιακά αφήνουν κατά μέρος τους τόνους, καίτοι υποστήριξαν σθεναρά το πολυτονικό τα πρώτα χρόνια της αλλαγής. Η κυρία Εύα Καραϊτίδη δίνει στους έλληνες συγγραφείς της το περιθώριο να επιλέξουν. Για την ξένη μεταφρασμένη πεζογραφία καθιέρωσε πρόσφατα το μονοτονικό: «Ως πριν από δύο χρόνια τα πολυτονίζαμε όλα. Οταν μάλιστα επιχειρούσα να δείξω στη μητέρα μου μονοτονικό κείμενο, θύμωνε. Ωσπου κάποια στιγμή τη ρώτησα για βιβλία άλλων εκδοτών και δεν θυμόταν ποια γραφή είχαν χρησιμοποιήσει. Δεν το είχε προσέξει».


Η κυρία Καραϊτίδη δίνει μία ακόμη παράμετρο στο θέμα. Λέει ότι αρκετοί συγγραφείς, ενώ δεν χρησιμοποιούν το πολυτονικό, ζητούν τη μετατροπή των κειμένων τους, κάτι που είναι χρονοβόρο και δαπανηρό. Οταν δε δίνουν δισκέτα σε πολυτονικό τα πράγματα περιπλέκονται περισσότερο. «Αν δεν είναι καλά τονισμένο, χάνουμε χρόνο, κολλάμε στα πνεύματα και δεν βλέπουμε τα λάθη ουσίας. Είναι τόσα τα ζητήματα γλώσσας που δεν μπορείς να επιμένεις στον τόνο. Επιβαρύνεις τον διορθωτή». Τονίζει εν τούτοις ότι δεν θα συνεργαζόταν με φωτοστοιχειοθεσία που δεν έχει δυνατότητα πολυτονικού. Οι εκδόσεις Εστία συνεργάζονται για την επεξεργασία των κειμένων με την κυρία Μίνα Θωμαΐδου, έμπειρη στον χώρο, η οποία μας επιβεβαιώνει πως «αντί να σβήνει με τον καιρό το πολυτονικό γίνεται όλο και πιο δημοφιλές».


«Τα τελευταία τρία χρόνια παρατηρείται αυξημένο ενδιαφέρον για τη φωτοστοιχειοθεσία κειμένων στο πολυτονικό. Πρόκειται για εγγράμματους ανθρώπους, συγγραφείς και καθηγητές, που βλέπουν τη γλώσσα να χάνεται, που βλέπουν να υπάρχει ανορθογραφία και επιδιώκουν την επαναχρησιμοποίηση των τόνων» λέει η κυρία Θωμαΐδου. Επειδή όμως έχει παρέλθει μία εικοσαετία από την κατάργηση των τόνων, γίνονται όλο και πιο σπάνιοι οι χειριστές του πολυτονικού, με αποτέλεσμα να αδυνατεί να βρει νέους συνεργάτες.


Οσοι αμφισβητούν την αναβίωση του πολυτονικού (ή ορθότερα τη μη κατάργησή του) δεν έχουν παρά να ρίξουν μια ματιά στα βιβλία του Μένη Κουμανταρέα, της Ζυράννας Ζατέλη, του Χ. Α. Χωμενίδη, του Δημήτρη Νόλλα ή του Ευγένιου Αρανίτση (λογοτέχνες με διαφορετικές κατευθύνσεις σε ό,τι αφορά τη θεματολογία και την έκφραση). Ανάμεσα σε αυτούς και ο Αλέξανδρος Ασωνίτης, του οποίου το καινούργιο αιρετικό μυθιστόρημα «Λάλον ύδωρ» (εκδόσεις Πατάκη) προτείνει την επαναφορά των πολυθεϊστικών θρησκειών. Τον ρωτήσαμε γιατί εμμένει στο πολυτονικό: «Είναι πιο όμορφο στην όψη» λέει αυτόματα. Και με λίγη σκέψη: «Σε κάποια κείμενα είναι σχεδόν απαραίτητο να υπάρχουν, αν και όλα αυτά έχουν προέλθει από τους αλεξανδρινούς φιλολόγους που διατύπωσαν τους συντακτικούς κανόνες προκειμένου να γίνουν κατανοητά και προσιτά τα κείμενα από άλλους λαούς. Είναι όμως μια εξέλιξη της γλώσσας που ύστερα από 2.200 χρόνια πρέπει να γίνεται σεβαστή. Οι τόνοι έγιναν γονίδια». keza@tovima.gr