Ενας σπουδαίος αγώνας δίνει μια πρόγευση για το πόσο ωραία μπορούν να συνεργάζονται και να συμβιώνουν οι άνθρωποι, υποστηρίζει ο Ντέτλεφ Κλάουσεν, ομότιμος καθηγητής της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Ανόβερου και δημιουργός της «Ποδοσφαιρικής Σχολής της Φρανκφούρτης».
Ο δάσκαλός σας, ο μεγάλος φιλόσοφος Τέοντορ Αντόρνο, έλεγε ότι δεν υπάρχει σωστή ζωή στη λανθασμένη. Για να μείνουμε στα λόγια του: Υπάρχει σωστό ποδόσφαιρο μέσα στη διαφθορά;
«Θα έλεγα ναι, με την έννοια ότι το ουτοπικό δυναμικό της μπάλας, το ότι δηλαδή μπορεί να κάνει πραγματικότητα εκείνο που συνήθως δεν υπάρχει στη ζωή, μπορεί να εκτοπίσει εγκληματικούς παράγοντες, όπως τη FIFA ή τον Μπερλουσκόνι».
Ποια είναι αυτή η πραγματικότητα;
«Είναι ανάλογη με εκείνη για την οποία έγραψε ο Αντόρνο σχετικά με τη συμφωνική μουσική. Σε αυτήν πραγματώνεται για μια στιγμή η ιδανική κοινωνία. Είναι όπως τη στιγμή της μουσικής εκτέλεσης –οι ήχοι εξαφανίζονται πάλι, όμως ο ακροατής έχει δει το έργο, το έχει βιώσει, το έχει ακούσει. Ετσι είναι και στο ποδόσφαιρο: ένας σπουδαίος αγώνας δίνει μια πρόγευση για το πόσο ωραία μπορούν να συνεργάζονται και να συμβιώνουν οι άνθρωποι».
Γιατί είναι το ποδόσφαιρο ένα «παράδοξο εμπόρευμα», όπως το χαρακτηρίζετε;
«Επειδή, όπως και το καλλιτεχνικό εμπόρευμα, έχει διπλή αξία: αξία χρήσης και εμπορευματική αξία. Η πρώτη κρύβεται δυστυχώς κάτω από τη δεύτερη. Το ζητούμενο έτσι είναι να βγει πάλι στην επιφάνεια η αξία χρήσης, το γεγονός δηλαδή ότι οι άνθρωποι, που είναι κατά τα άλλα αποκλεισμένοι από την κοινωνική ζωή, μπορούν να συμμετέχουν, χάρη στο ποδόσφαιρο, ισότιμα σε αυτήν».

Ως εμπόρευμα, το ποδόσφαιρο αποτελεί βέβαια και φετίχ…
«Αναμφίβολα. Αρκεί να κοιτάξουμε τα μπιχλιμπίδια που φορούν οι οπαδοί ή τις μαγικές τελετές, όπως τις θυσίες των κοτόπουλων στη Βραζιλία. Αλλά η ωραία λάμψη δεν είναι μόνο φετίχ. Αντανακλά και την ουτοπία».
Πότε αρχίζει το ποδόσφαιρο να γίνεται πολιτικό;
«Νομίζω ότι η μπάλα είναι από μόνη της πολιτική. Και αυτό επειδή εμπερικλείει μια δημοκρατική υπόσχεση: Ο καθένας μπορεί να συμμετέχει στο παιχνίδι. Η ισότητα αποκτά έτσι εμπράγματη αξία».
Ο Γκούντερ Γκεμπάουερ υποστηρίζει ότι το ποδόσφαιρο, χάρη στο πόδι, δεν είναι κουλτούρα με την κυριολεκτική έννοια της λέξης, αλλά αντικουλτούρα: εξέγερση εναντίον της «υψηλής κουλτούρας». Το βλέπετε και εσείς έτσι;
«Καθόλου. Το αντίθετο συμβαίνει: μέσω του ποδοσφαίρου βρίσκει και ο πιο απλός άνθρωπος πρόσβαση στην «υψηλή κουλτούρα». Η μπάλα επιτρέπει την ώσμωση με τα πιο διαφορετικά κοινωνικά στρώματα. Εξάλλου δεν παίζεται μόνο με το πόδι αλλά και με το κεφάλι. Ποδόσφαιρο χωρίς μυαλό είναι κακό ποδόσφαιρο».
Τι σχέση έχει το ποδόσφαιρο με την τέχνη;
«Αυτό που τα συνδέει είναι το ίδιο ουτοπικό δυναμικό: ότι χάρη σε αυτά μπορεί να γίνει πράξη εκείνο που στην υπόλοιπη ζωή δεν είναι δυνατό».
Σύμφωνα με τον Καντ όμως, στην τέχνη κυριαρχεί το μη «συμφεροντολογικό συμφέρον». Στο ποδόσφαιρο, αντίθετα, έχουμε να κάνουμε με πολύ συμφεροντολογικούς και εξουσιαστικούς στόχους: τη νίκη στο παιχνίδι και την «εξόντωση» του αντιπάλου…
«Αυτό δεν λέει τίποτε. Και η Φιλαρμονική του Βερολίνου παίζει για χρήματα και βρίσκεται σε ανταγωνισμό με άλλες μεγάλες ορχήστρες. Εκείνο που μετράει, κατά το μη «συμφεροντολογικό συμφέρον» του Καντ, είναι στη μουσική η τέλεια εκτέλεση μιας συμφωνίας και στο ποδόσφαιρο το τέλειο παιχνίδι μιας ομάδας. Και τα δύο συνιστούν αυτοσκοπό».
Εχετε ιδρύσει, σε αναλογία με την περίφημη Φιλοσοφική Σχολή της Φρανκφούρτης, την Ποδοσφαιρική Σχολή της Φρανκφούρτης. Τι σας παρακίνησε σε αυτό;
«Οταν, πριν από καιρό, τελείωσα τη συγγραφή της βιογραφίας του Αντόρνο, που μου πήρε επτά χρόνια, σκέφθηκα να γράψω κάτι στο οποίο θα είχα εγγυημένα περισσότερη γνώση από τον Αντόρνο. Και αυτό ήταν το ποδόσφαιρο. Η Ποδοσφαιρική Σχολή της Φρανκφούρτης δεν υπάρχει φυσικά. Πρόκειται για ειρωνική προσωνυμία».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ