Ο Ζ. Ντελόρ, ο σοσιαλδημοκράτης πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και για πολλούς (και τον γράφοντα) ο πλέον πετυχημένος πρόεδρος στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ), σε μία από τις σπάνιες, πρόσφατες παρεμβάσεις του είπε ότι η Ευρώπη/ΕΕ χρειάζεται μια νέα μεγάλη ιδέα-στόχο για να επιβιώσει. Οντως. Πολύ περισσότερο όμως τη νέα κινητοποιητική, περιεκτική, μεγάλη ιδέα-στόχο χρειάζεται η Ελλάδα της κρίσης, ιδέα που σήμερα εμφανώς απουσιάζει. Τα προγράμματα των πολιτικών κομμάτων (όπως π.χ. το πρόγραμμα της ΝΔ και κυρίως το πρόγραμμα «Ελλάδα» του ΚΙΝΑΛ και οι προτάσεις του σε επιμέρους θέματα) συγκροτούν λίγο-πολύ μια ολοκληρωμένη πρόταση για την έξοδο της χώρας από την κρίση, την αντιμετώπιση παθογενειών, την προώθηση της ανάπτυξης. Ως βραχυ/μεσοχρόνια πρόταση πολιτικής φαίνεται να ανταποκρίνονται στα σημερινά αιτήματα και προκλήσεις της χώρας. Ωστόσο απουσιάζει ο στρατηγικός στόχος: η ρεαλιστικά οραματική προοδευτική πρόταση, η κεντρική ιδέα που να λέει «ποια Ελλάδα θέλουμε για το μέλλον», πρόταση που να μπορεί να λειτουργήσει ως μια νέα οιονεί Μεγάλη Ιδέα για τη χώρα. Μια ιδέα που «να συλλαμβάνει» το μυαλό αλλά και κυρίως την καρδιά των πολιτών και τα αισθήματά τους. Οπως έλεγε ο R. Dahl, εκλογικά πολιτικά προγράμματα μέτρων είναι σημαντικά αλλά οι ιδέες που «πιάνουν» και το συναίσθημα είναι αυτές που κινητοποιούν για πολιτική δράση.

Πράγματι, πολιτική είναι (και/ή πρωτίστως) η έντεχνη διαχείριση των (συν)αισθημάτων. Ο W. Davies στο πρόσφατο βιβλίο του Nervous States: How Feeling Took Over the World / Νευρικά Κράτη: Πώς το Συναίσθημα Κατέκτησε τον Κόσμο (Penguin Books, 2018) επισημαίνει ότι η άνοδος του λαϊκισμού, εθνικισμού, ακραίου ριζοσπαστισμού, εξτρεμισμού κ.ά. αποτελεί εκδήλωση της αδυναμίας της πολιτικής τάξης να διαχειρισθεί, να απευθυνθεί στα αισθήματα μέσα από εναλλακτικές κινητοποιητικές ιδέες περισσότερο ορθολογικού περιεχομένου. Και από την πλευρά του ο Fr. Fukuyama στο τελευταίο βιβλίο του Identity / Ταυτότητα (Profile Books, 2018) αναθεωρεί εν μέρει την άποψή του για το τέλος της σημασίας της ιδεολογίας (ιδεών;) που είχε εκφράσει με το περίφημο «Τέλος της Ιστορίας», για να τονίσει επίσης ότι η επικράτηση της «ταυτολογικής πολιτικής» (identity politics), κατ’ εξοχήν πολιτική συναισθήματος, συνδέεται με το γεγονός ότι η σύγχρονη φιλελεύθερη δημοκρατία δεν έχει καταφέρει να απαντήσει αποτελεσματικά στο πρόβλημα του thymos (έτσι στο πρωτότυπο αλλά με ειδική σημασία). Με άλλα, απλά λόγια, η απουσία μιας ισχυρής κεντρικής ορθολογικής, δηλαδή δημοκρατικής, ιδέας καλύπτεται κατά κανόνα από κάποια άλλη ιδέα ανορθολογικού περιεχόμενου, κυρίως από τον εθνικισμό, λαϊκισμό ή και ενδεχομένως θρησκοληψία. Αυτό συμβαίνει σήμερα σε μεγάλο μέρος του πλανήτη και φαίνεται σε σημαντικό βαθμό να συμβαίνει και στην Ελλάδα. Οι πρόσφατες μαθητικές εκδηλώσεις γύρω από το Μακεδονικό ζήτημα ήταν ένα εξόχως ανησυχητικό σύμπτωμα του γενικότερου αυτού ελλείμματος.

Στο παρελθόν – και η ιστορία αυτό διδάσκει – κάθε φορά που η Ελλάδα κινητοποιήθηκε ευρύτερα και πέτυχε διαχρονικά αποτελέσματα προόδου, το έκανε γύρω από μια ισχυρή κεντρική ιδέα/πρόταση/στόχο (όπως ένταξη, προσαρμογή στην ΕΟΚ/ΕΕ, ένταξη, προσαρμογή στην ΟΝΕ, εκσυγχρονισμός, κ.λπ.). Κάθε φορά που δεν είχε αυτή την κεντρική ιδέα/πρόταση/στόχο «κάθισε», τελμάτωσε, οδηγήθηκε τελικά σε κρίση. (Βέβαια, δεν θα πρέπει να παραγνωρισθεί ο κίνδυνος ακόμη και μια ορθολογική κεντρική ιδέα στην αφετηρία της να παρερμηνευθεί ή εννοιολογηθεί ως ουτοπία με ζημιογόνες συνέπειες. Στο κάπως απώτερο παρελθόν της χώρας μια λάθος ερμηνεία Μεγάλης Ιδέας οδήγησε σε καταστροφή με ολέθριες συνέπειες – Μικρασιατική καταστροφή, 1922.)

Εμφανίζεται επομένως ως επιτακτική η ανάγκη επεξεργασίας/ανάδειξης μιας οραματικής, προοδευτικής, κινητοποιητικής, δημοκρατικής ιδέας/πρότασης/στόχου για την «Ελλάδα του μέλλοντος», ιδιαίτερα τώρα εν όψει των επικείμενων εκλογών. Και η παράλληλη ανάγκη να συμπυκνωθεί η ιδέα αυτή σε μία ελκυστική φράση ευρύτερα κατανοητή. Από διαφορετικές αφετηρίες, ακόμη και εμφανώς ανορθολογικές, αυτό λίγο-πολύ κάνουν, επιτυχώς ή ανεπιτυχώς, όλες σχεδόν οι πολιτικές δυνάμεις σε Ευρώπη και Αμερική («Νέα Κοινωνία», «Μεγάλη Κοινωνία», «Η Κοινωνία των Πολλών», «Πρώτα η Αμερική», κ.λπ.). Για την Ελλάδα, με αφετηρία τα δεδομένα, προκλήσεις, προβλήματα, πλεονεκτήματα (ή και μειονεκτήματα) που έχουμε, φαίνεται ότι η νέα μεγάλη ιδέα θα μπορούσε να ήταν να αναδείξουμε τη χώρα του μέλλοντος ως την «Κοινωνία της Γνώσης». Πρόκειται – νομίζω – για οραματικά προοδευτική πρόταση αλλά και πρόταση που μπορεί ταυτόχρονα να συγκεντρώσει ευρύτερη συναίνεση και λαϊκή στήριξη γύρω της. Η γνώση είναι εξ ορισμού «επένδυση στο μέλλον». Η γνώση (εκπαίδευση, καινοτομία) αναγνωρίζεται καθολικά σχεδόν σήμερα (World Bank, OECD, κ.λπ.) ότι αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα για κοινωνική κινητικότητα (social mobility), οικονομική ανάπτυξη, τη δίκαιη κοινωνία των ευκαιριών, κ.λπ. Η προώθηση της «Κοινωνίας της Γνώσης» έχει ωστόσο σοβαρές συνέπειες πολιτικής (κατανομή πόρων, κ.λπ.) που θα πρέπει να αντιμετωπισθούν. Αν και σε σημαντικό βαθμό είναι θέμα στάσεων, αντιλήψεων (attitudes) και επιλογών ενός συστήματος (M. Mazzucato). Σε κάθε περίπτωση όμως απαντά στο θεμελιακό ερώτημα που τίθεται συχνά: «Ποια Ελλάδα θέλουμε;». Θέλουμε τη μελλοντική Ελλάδα ως Κοινωνία της Γνώσης στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ). Με βάση τον στόχο αυτόν αυτονόητο είναι ότι η χώρα θα πρέπει να εστιάσει ως προτεραιότητα σε επενδύσεις/πολιτικές για την εκπαίδευση, έρευνα, καινοτομία, ψηφιακή τεχνολογία, τέταρτη βιομηχανική επανάσταση, κ.λπ. Αλλά βεβαίως με μία διακυβέρνηση που κατανοεί τη σημασία της γνώσης και που δεν κατεδαφίζει συστηματικά την εκπαίδευση. Που ανοίγει την εκπαίδευση σε νέους ορίζοντες και προκλήσεις (τροποποίηση άρθρου 16 Συντάγματος, π.χ.) και που δεν δίνει μάχες οπισθοφυλακών…

Εν κατακλείδι, η Ελλάδα χρειάζεται επενδύσεις, εμπιστοσύνη αλλά και μια νέα μεγάλη ιδέα για να πάει μπροστά…

Ο κ. Π. Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ).