Η πιο αστεία ερμηνεία της τρικυμίας (σε ποτήρι) Μπογδάνου είναι ότι ο Ν. Δένδιας τη χρησιμοποίησε για να αναδειχθεί σε εσωκομματικό αντίπαλο του Μητσοτάκη.

Κι ο μεν Δένδιας το διέψευσε την επομένη δηλώνοντας τη νομιμοφροσύνη του απέναντι στον Πρωθυπουργό. Αλλά υπάρχει κι ένα ζήτημα κοινής πολιτικής λογικής.

Δεν νομίζω ότι αναφέρεται καταγεγραμμένη περίπτωση ανθρώπου που διεκδίκησε την ηγεσία μιας παράταξης χειροκροτούμενος από τους αντιπάλους της.

Και η σύγκρουση του Δένδια με τον Μπογδάνο μπορεί (αν και υπερβολική…) να ήταν ορθή σε επίπεδο αρχών, αλλά περισσότερο χειροκροτήθηκε από το ΚΚΕ και τον ΣΥΡΙΖΑ παρά από την ίδια τη ΝΔ. Δεν είναι ο πιο αυτονόητος δρόμος για να φτάσεις στην ηγεσία της.

Κανείς δεν μπορεί να ξέρει φυσικά τι φιλοδοξίες κρύβει ο υπουργός Εξωτερικών, και η πολιτική είναι πάντα ένας στίβος φιλοδοξιών. Το 2015 είχε φλερτάρει με το ενδεχόμενο να βάλει υποψηφιότητα για την αρχηγία, αλλά το φλερτ δεν απέδωσε και γρήγορα συντάχθηκε (αν και διακριτικά) με την υποψηφιότητα Μεϊμαράκη.

Ακόμη όμως κι αν διατηρεί φιλοδοξίες, ποτέ δεν τις έχει διατυπώσει με τρόπο ενοχλητικό για τον αρχηγό του.

Λογικό. Εκτός από φιλοδοξίες, σίγουρα κουβαλάει και δέκα δράμια μυαλό. Ξέρει πως όταν τον Μητσοτάκη δεν μπορεί να αμφισβητήσει στην κοινωνία ο Τσίπρας κι ολόκληρη η αντιπολίτευση, αποκλείεται να τον αμφισβητήσει το οιοδήποτε στέλεχος της ΝΔ.

Παρ’ όλα αυτά η θεωρία της «εσωτερικής αμφισβήτησης» παραμένει ιδιαίτερα προσφιλής στην αντιπολίτευση.

Από το 2016 που εξελέγη ο Μητσοτάκης, πότε ποντάρουν στους «καραμανλικούς» να τον ανατρέψουν, πότε στους «σαμαρικούς», πότε στους «ακροδεξιούς», πότε στους «κεντρώους». Μόνο που όλοι αυτοί είναι τελικά σαν τους βάρβαρους του Καβάφη: τους περιμένουμε αλλά ποτέ δεν έρχονται.

Η ατέρμονη προσμονή κινείται στα όρια της εμμονικής ψύχωσης. Κάποιοι δηλαδή πιστεύουν ή μάλλον ελπίζουν ότι μια παράταξη που ηγεμονεύει στη χώρα θα βγάλει μόνη τα μάτια της επειδή αυτό συμφέρει τον ΣΥΡΙΖΑ ή την αντιπολίτευση.

Και τι δεν έχουμε ακούσει περιμένοντας. Οτι ο Μητσοτάκης θα χάσει τις ευρωεκλογές και θα φύγει, ότι δεν θα έχει πλειοψηφία να κάνει κυβέρνηση και θα γίνει άλλος πρωθυπουργός, ότι θα τον ρίξουν οι Τούρκοι ή ο κορωνοϊός ή οι πυρκαγιές.

Το ωραιότερο που ειπώθηκε προχθές είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα προωθήσει μια «λύση Δένδια» – με τον Μητσοτάκη εν τω μεταξύ να πλέει αισίως για μια δεύτερη τετραετία.

Το βασικό λάθος της λογικής τους είναι ότι πιστεύουν πως στη διακυβέρνηση βρίσκεται μια παραδοσιακή παράταξη με τα χαρακτηριστικά μιας παραδοσιακής παράταξης. Με αρχηγούς, «δελφίνους», βαρόνους, επετηρίδες και τα συμπαρομαρτούντα.

Τη στιγμή που ο Μητσοτάκης έχει διαμορφώσει ένα πολύ ευρύτερο σύστημα εξουσίας με αναφορά ασφαλώς στον ίδιο αλλά και με την πολυσυλλεκτικότητα ή την ανομοιογένεια κάθε ευρύτερου σχήματος.

Στο «σύστημα Μητσοτάκη» (ας το ονομάσουμε έτσι για λόγους ευκολίας…) οι συνομοταξίες των «ακροδεξιών» ή «δεξιών» ή «σημιτικών» ή «εκσυγχρονιστών» ή «κεντρώων» δεν έχουν νόημα αντιπαράθεσης αφού όλοι μπορούν να συνυπάρχουν στο πλαίσιο που ο ίδιος ο Μητσοτάκης έθεσε από την πρώτη στιγμή της αρχηγίας του.

Αυτό νομίζω το ιδιαίτερο και μάλλον ατυπικό προϊόν εκνευρίζει κάποιους, θυμώνει ορισμένους, ξεβολεύει πολλούς, αλλά τους δυσκολεύει όλους. Και υποψιάζομαι πως όσο δεν κατανοούν την ουσία του, θα συνεχίσουν να δυσκολεύονται.

Μπόρα-Μπόρα
Σύμφωνα με τον Ν. Κοτζιά, η κυβέρνηση κινείται «τυχοδιωκτικά» επειδή «συμφώνησε για νέες εκστρατείες» (5/10).
Πού; «Στη ζώνη ΣΑΛΕΧ» – δεν ξέρω πού είναι αυτή αλλά μάλλον εννοεί το Σαχέλ… «Στον Ειρηνικό και στην Καραϊβική».
Στην Καραϊβική δεν έχω ακούσει να εξελίσσεται κάποια εκστρατεία. Μόνο κρουαζιερόπλοια κυκλοφορούν και μανεκέν. Αλλά και στον Ειρηνικό μάλλον ήρεμα είναι τα πράγματα.
Αν πάλι ο Κοτζιάς προτείνει κάτι για Ταϊτή, Μπόρα-Μπόρα και Ματίρα Μπιτς, κανένα πρόβλημα. Δεν χρειάζεται εκστρατεία, πάμε κι από μόνοι μας τρέχοντας.
Επιμύθιο. Ο εν λόγω Κοτζιάς διετέλεσε υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας το διάστημα 2015-2018!

Περιμένοντας τα φέρετρα

Ομολογώ ότι εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ καταψήφισε την ελληνογαλλική συμφωνία στη Βουλή.
Το γεγονός ήταν τόσο ιστορικό και οι αντιρρήσεις τόσο προσχηματικές, ώστε μόνο ως πράξη αυτοθυσίας στον βωμό του Μητσοτάκη μπορώ να εκλάβω την αντίθεση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Ακόμη (λέμε τώρα) κι αν πιστεύουν βαθιά μέσα τους ότι η Ελλάδα θα γεμίσει «φέρετρα με την ελληνική σημαία» από το Σαχέλ, δεν είχαν λόγο να λένε μακάβριες ασυναρτησίες.
Είτε θα γεμίσουμε φέρετρα και αποκλείεται να μην το πάρουμε χαμπάρι ό,τι κι αν έχει ψηφίσει η Βουλή.
Είτε δεν θα συμβεί κάτι τέτοιο και θα τους μείνει η ρετσινιά ότι βλακωδώς δεν υπερψήφισαν μια ιστορική συμφωνία.
Μονά-ζυγά, χαμένοι.
Υποψιάζομαι όμως ότι εδώ αγγίζουμε ένα πρόβλημα πολιτικής ουσίας. Διότι τελικά αυτή είναι η αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ: η διαρκής προαγγελία μιας καταστροφής που δεν έρχεται.
Πρώτα δεν υπήρχαν εμβόλια. Μετά «θα γίνουμε Μπέργκαμο». Ασε που θα πεθάνει ο Κουφοντίνας και θα πάθουμε κόλαση. Υστερα ο τουρισμός και τα σχολεία θα ανοίξουν με εκατόμβες. Στη συνέχεια οι πυρκαγιές θα κάψουν την κυβέρνηση. Ακολούθως τη χώρα θα πλήξει κοινωνικός Αρμαγεδδών.
Τώρα θα έλθουν τα φέρετρα από το Μάλι και την Μπουρκίνα Φάσο.
Αλλά μια πολιτική καταστροφολογίας μπορεί να αποδειχθεί ενίοτε αποτελεσματική υπό μία προϋπόθεση: να προκύπτει πού και πού καμιά σοβαρή καταστροφή. Διαφορετικά γίνεσαι ρόμπα.
Διότι η καταστροφή έχει ένα χαρακτηριστικό. Αν συμβεί, αποκλείεται να περάσει απαρατήρητη. Είτε την προαναγγείλεις είτε όχι.
Αντιθέτως. Αν την προαναγγείλεις, κινδυνεύεις να υποστείς το κόστος της διάψευσης. Το οποίο (όπως φαίνεται στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ) είναι βαρύ.
Η άλλη εξήγηση βεβαίως είναι ότι ο Τσίπρας τα καταλαβαίνει αυτά αλλά δεν μπορεί να αντιταχθεί στις ανοησίες του Φίλη, της Αναγνωστοπούλου ή κάποιων άλλων βουλευτών του που νομίζουν ότι πολεμούν τον ιμπεριαλισμό.
Μπορεί να ισχύει. Αλλά επί της ουσίας δεν αλλάζει τίποτα.