Ας ξεκινήσουμε με το προφανές: Στον λεγόμενο «συναινετικό κοινοβουλευτισμό» – όπου δεν παράγονται μονοκομματικές κυβερνήσεις, αλλά σχεδόν πάντα συμμαχικές – δεν είναι άηθες ούτε ασύνηθες να συγκροτείται κυβερνητικό σχήμα χωρίς τη συμμετοχή του πρώτου κόμματος. (Π.χ., παρ’ ημίν, οι κυβερνήσεις Πλαστήρα και Σοφ. Βενιζέλου μετά τις εκλογές του 1950 και του 1951. Και επειδή κάποιος, ίσως, επισημάνει πως ο Πλαστήρας το ’50 υπήρξε επιλογή του αμερικανικού παράγοντα – παρέμβαση Γκρέιντι -, ας θυμίσουμε πως και στην Ομοσπονδιακή Γερμανία, την περίοδο 1969-1982, κυβερνητική συμμετοχή του πρώτου κόμματος υπήρξε μόνο μετά τις εκλογές του 1972…).

Επίσης ασύνηθες δεν είναι ο πρωθυπουργός να μην προέρχεται από το μεγαλύτερο εκ των συγκυβερνώντων κομμάτων (αφού κριτήριο για την επιλογή δεν είναι μόνο η «αρχή της υπεροχής», αλλά και άλλες, π.χ. του «κέντρου βάρους ή ιδεολογικού ενδιάμεσου», «της ανόδου ή του ρεύματος», «του ακινδύνου», καθώς και «της καλύτερης ανταπόκρισης στο σημαντικότερο διακύβευμα»). Ετσι στην Ιταλία της 10ετίας του ’80 πρωθυπουργοί έγιναν ο Μπετίνο Κράξι και ο Τζ. Σπαντολίνι, ηγέτες κομμάτων του 15% και του… 2,5% αντίστοιχα.

Τέλος, στον «συναινετικό κοινοβουλευτισμό» δεν είναι σπάνιο ο πρωθυπουργός να προέρχεται μεν από το μεγαλύτερο κόμμα, αλλά να μην είναι ο ηγέτης του: είτε γιατί το κόμμα είχε προεκλογικά ανακοινώσει άλλον υποψήφιο πρωθυπουργό (περίπτωση Σρέντερ) είτε γιατί αυτός υπήρξε μετεκλογική «ανακάλυψη», ως πλέον αποδεκτός στις συγκυβερνώσες δυνάμεις: Π.χ. Τζ. Τζαννετάκης (ενώ στη μεταπολεμική Ιταλία έως το 1983 ο πρωθυπουργός ήταν πάντα χριστιανοδημοκράτης, αλλά σχεδόν ποτέ ο ηγέτης του κόμματος).

«Πάντων τούτων υπομνησθέντων», δεν αίρεται ωστόσο το προφανές πως ο «συναινετικός κοινοβουλευτισμός» -σύνηθες προϊόν των αναλογικών εκλογικών συστημάτων – παράγει συχνά «πολιτικές τερατογενέσεις». (Σημειωτέον ότι έως τώρα η χώρα μας με αναλογικό σύστημα ψήφισε μεταπολεμικά μόνο το 1946, το 1950 και, για πρώτη φορά και με συμμετοχή των γυναικών, το 1989.) Ειδικότερα…

Πρώτα απ’ όλα, οδηγεί σε ακυβερνησία ή τουλάχιστον καθιστά τις χώρες δυσκυβέρνητες: Σε Βέλγιο και Ολλανδία συνήθως απαιτείται διψήφιος αριθμός μηνών για συγκρότηση κυβερνητικής συμμαχίας, στις δε σκανδιναβικές χώρες -πρωτίστως στη Δανία – εδώ και πολλές δεκαετίες οι περισσότερες κυβερνήσεις είναι κοινοβουλευτικές μειοψηφίες. Πράγματα αδιανόητα για εμάς. (Μάλιστα μια κυβέρνηση κοινοβουλευτικής μειοψηφίας θα ήταν «γιορτή» του ΚΚΕ.)

Δεύτερον, οδηγεί σε κοινοβουλευτική, πρωτίστως όμως σε κυβερνητική, αστάθεια. Μεταπολεμικά, σε παγκόσμια βάση, η μέση διάρκεια των συμμαχικών κυβερνήσεων είναι μικρότερη του ημίσεος των μονοκομματικών.

Τρίτον, όπως αναδείξαμε, ο πρωθυπουργός σπανίως επιλέγεται από τον λαό, αλλά είναι προϊόν αδιαφανών, ενίοτε και ανομολόγητων, μετεκλογικών συμβιβασμών.

Τέταρτον, αν κατηγορήθηκε η κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου – Κουβέλη για ποσοστώσεις στον επιμερισμό των δημοσίων θέσεων, αυτό είναι το ήσσον. Το μείζον είναι πως συνήθως πολλαπλασιάζονται τα «λάφυρα», προς ικανοποίηση όλων των συγκυβερνώντων κομματικών «στρατών». (Αυτό χαρακτηρίζει κάθε διακομματικότητα. Οταν ο Ανδρέας Παπανδρέου αποφάσισε διακομματικό προεδρείο Βουλής, δεν προσφέρθηκε στης αντιπολίτευση κάποια από τις υπάρχουσες θέσεις αντιπροέδρων του σώματος, δημιουργήθηκαν καινούργιες.)

Πέμπτον, δεν υπάρχει καμία αντιστοίχηση μεταξύ λαϊκής ψήφου και πολιτικού αποτυπώματός της (και αυτό είναι το ισχυρότερο επιχείρημα κατά του αφελούς ή/και ιδιοτελούς ισχυρισμού πως η απλή αναλογική «ουσιαστικοποιεί» τη δημοκρατία). Συχνά προκύπτουν κυβερνητικά σχήματα προεκλογικά αδιανόητα, όπως η κυβέρνηση Τζαννετάκη. Ενώ η ίδια λαϊκή ετυμηγορία συχνά οδηγεί σε διαδοχικές κυβερνήσεις διαμετρικά αντίθετου ιδεολογικού προσανατολισμού. Π.χ. η γαλλική κάλπη το 1952 έφερε στην πρωθυπουργία τον Αντουάν Πινέ (έναν Γάλλο Στέφανο Μάνο), λίγο δε αργότερα τον Πιέρ Μαντές Φρανς (κάτι σαν Γάλλο… Λαφαζάνη, ασφαλώς σε τελείως διαφορετικό επίπεδο ποιότητας). Η ίδια δε βουλή που το 1936 είχε δώσει τη σοσιαλκομμουνιστική – στηριζόμενη από το ΚΚΓ – κυβέρνηση Λεό Μπλουμ, προσέφερε αργότερα τις «πλήρεις εξουσίες» στον στρατάρχη Φ. Πετέν. (Παρ’ ημίν, δε, είχαμε τη μετάβαση από τον Πλαστήρα του μετεμφυλιακού κατευνασμού στον κομμουνιστοφάγο Σ. Βενιζέλο.)

Και όλα αυτά χωρίς να θυμηθώ και να θυμίσω – θεωρώντας πως οι καιροί έχουν αλλάξει – ότι στην Ευρώπη του 20ού αιώνα δεν υπήρξε πουθενά κατάλυση/κατάρρευση δημοκρατικού πολιτεύματος με κυβέρνηση διαθέτουσα μονοκομματική κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Ούτε καν στον Μεσοπόλεμο, όταν ο Π. Βαλερί έγραφε «στις ημέρες μας η τυραννία έγινε μεταδοτική, όπως ήταν άλλοτε η ελευθερία», εννοώντας προφανώς και το ρηθέν από τον Β. Ουγκώ πως «το δικαίωμα στην καθολική ψήφο κατήργησε καθολικά το δικαίωμα στην εξέγερση».

Συμπέρασμα: Με τα προλεχθέντα δεν αρνείται βέβαια κανείς πως και ο λεγόμενος «πλειοψηφικός κοινοβουλευτισμός», σύνηθες αποτέλεσμα εκλογικών συστημάτων πλειοψηφικών ή με πλειοψηφικά στοιχεία, έχει και αυτός ελαττώματα. Η ανθρώπινη φύση, άρα και η δημοκρατία, έχει αδυναμίες.

Ωστόσο, εν προκειμένω, εύλογα οδηγείται κάποιος στο συμπέρασμα πως ο Μητσοτάκης – ακόμη και αν δεν βρεθεί εχέφρων άνθρωπος με δημοκρατικές ευαισθησίες που θα του συγχωρήσει την, αυτή πράγματι αήθη αλλά και α(δια)νόητη, παρακολούθηση Ανδρουλάκη – εκφράζει μια προοπτική πολιτικής σταθερότητας. Ο Τσίπρας… μάλλον το μπάχαλο. (Αλλωστε άνθρωπος που συγκυβέρνησε με τον Καμμένο, γιατί δεν θα το έκανε με τον Βελόπουλο;)

* Ο καθηγητής Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι συγγραφέας των έργων «Το κομματικό φαινόμενο» (1993, Παπαζήσης) και «Ο κοινοβουλευτισμός της συγκυβέρνησης» (2015, Πατάκης). Τη θεματολογία του παρόντος άρθρου θα την αναπτύξει σε βάθος στην εισήγησή του κατά το συνέδριο του Ε-Κύκλος του Ευ. Βενιζέλου, που θα διεξαχθεί στο Κάραβελ στις 3-4 Οκτωβρίου.