Οι Μικρές και Μεσαίες Επιχειρήσεις (ΜμΕ) αποτελούν σημαντικό πυλώνα της επιχειρηματικότητας και της οικονομίας τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο. Στη χώρα μας, οι ΜμΕ επλήγησαν από την οικονομική κρίση βαρύτερα από την υπόλοιπη οικονομία, χάνοντας πάνω από 600.000 θέσεις εργασίας, ή το 25% όσων απασχολούσαν το 2008.
Σήμερα, καθώς η Ελλάδα αναζητεί το νέο παραγωγικό μοντέλο που θα της επιτρέψει να επανέλθει σε βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης, οι ΜμΕ αντιμετωπίζουν μια σειρά από προκλήσεις για να μπορέσουν να ανταποκριθούν στον κρίσιμο ρόλο που τους αναλογεί, μιας και αντιπροσωπεύουν το 99% του συνόλου των ελληνικών επιχειρήσεων.
Τα βασικά εξωγενή εμπόδια που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι ΜμΕ είναι η γραφειοκρατία, η υψηλή φορολογία και η ανεπαρκής πρόσβαση στη χρηματοδότηση. Η χώρα μας βρίσκεται μόνιμα σε εξαιρετικά χαμηλές θέσεις σε όλες τις κατατάξεις «ευκολίας του επιχειρείν», με τα προβλήματα που αφορούν την ίδρυση επιχειρήσεων, τις οικοδομικές και περιβαλλοντικές άδειες, την εκτελεσιμότητα των συμβάσεων και το πτωχευτικό δίκαιο να ξεχωρίζουν.
Τα προβλήματα που συνδέονται με την υψηλή φορολόγηση έχουν ενταθεί τα τελευταία χρόνια, με τις νομοταγείς επιχειρήσεις να καλούνται να καλύψουν τα κενά που προκύπτουν από την έκταση της φοροδιαφυγής. Το πρόβλημα επαυξάνεται από τις έκτακτες φορολογίες και από την πολυπλοκότητα και μεταβλητότητα του φορολογικού συστήματος. Η σταδιακή μείωση των συντελεστών και η αξιοποίηση της τεχνολογίας, για την πάταξη της φοροδιαφυγής, αποτελούν άμεση προτεραιότητα.
Το ζήτημα της πρόσβασης στη χρηματοδότηση θα αντιμετωπισθεί ριζικά μόνο μέσα από την εξυγίανση των ελληνικών τραπεζών που, με τη σειρά του, προϋποθέτει την επίλυση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ομως, η συντριπτική πλειονότητα των ΜμΕ είναι σήμερα υπερδανεισμένες και καλύπτουν ένα μεγάλο κομμάτι των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών. Συνεπώς, οι τράπεζες έχουν μπροστά τους ένα δύσκολο έργο, καθώς θα πρέπει να αξιολογήσουν με αντικειμενικά κριτήρια τις επιχειρήσεις, να εστιάσουν σε αυτές που παρουσιάζουν ρεαλιστικές αναπτυξιακές προοπτικές, αλλά και να στηρίξουν αυτές που μπορούν να ξεπεράσουν τα προβλήματα που δημιούργησε η κρίση.
Πιο σημαντικές, όμως, είναι οι εσωτερικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι ΜμΕ, με κορυφαίο αυτό του έντονου κατακερματισμού τους. Το ποσοστό των πολύ μικρών επιχειρήσεων (κυρίως μονοπρόσωπες ή/και οικογενειακές επιχειρήσεις) επί του συνόλου των επιχειρήσεων στην Ελλάδα είναι αισθητά υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο ορό (96,9% έναντι 93%), ενώ οι μικρές και, ιδιαίτερα, οι μεσαίες επιχειρήσεις βρίσκονται κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αντίστοιχα χαμηλότερος είναι ο αριθμός απασχολουμένων, αλλά και η προστιθέμενη αξία ανά επιχείρηση.
Το μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων αποτελεί βασική τροχοπέδη για την ανάπτυξη, μιας και αποτρέπει την επίτευξη οικονομιών κλίμακας, αλλά και τις απαραίτητες επενδύσεις στην καινοτομία, στο ανθρώπινο δυναμικό και στην εξωστρέφεια. Η παραγωγικότητα των πολύ μικρών επιχειρήσεων αντιστοιχεί στο 30% της παραγωγικότητας των μεσαίων. Επιπλέον, το επιχειρηματικό μέγεθος αποδείχθηκε σημαντικός παράγοντας αντοχής, επιβίωσης και επιτυχίας στη διάρκεια της κρίσης.
Η εικόνα αυτή δεν πρόκειται να βελτιωθεί από μόνη της, καθώς το τοπίο των ΜμΕ χαρακτηρίζεται σήμερα από στασιμότητα: το ποσοστό όσων εκτιμούν ότι μπορούν να συνεισφέρουν πάνω από 10 θέσεις εργασίας βρίσκεται στο 4,1%, έναντι 15% στην Ευρώπη.
Αλληλένδετα με το πρόβλημα του μικρού μεγέθους των ελληνικών επιχειρήσεων είναι και τα ζητήματα της χαμηλής εξωστρέφειας και των απογοητευτικών επιδόσεων στην τεχνολογία και στην καινοτομία, καθώς και το ζήτημα της εταιρικής διακυβέρνησης. Είναι, σήμερα, σαφές ότι οι εξαγωγές αποτελούν περισσότερο προϋπόθεση παρά αποτέλεσμα μιας ταχείας διαδικασίας μεγέθυνσης. Παράλληλα, η καινοτομία, ως παράγοντας ανάπτυξης διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων, μείωσης του κόστους παραγωγής και βελτίωσης του ελληνικού brand, είναι μια σημαντική, κρυφή και ανεκμετάλλευτη, πηγή ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος, που θα αποτελέσει και ανάχωμα στη φυγή εγκεφάλων.
Η εταιρική διακυβέρνηση, από την πλευρά της, συμβάλλει στη διαχείριση των προβλημάτων και στη μακροβιότητα των επιχειρήσεων. Οι ΜμΕ στη χώρα μας είναι στην πλειοψηφία τους οικογενειακές, επικεντρώνονται συνήθως στην καθημερινή διαχείριση και λιγότερο στην εφαρμογή καλών πρακτικών διακυβέρνησης, και συχνά υποτιμούν τη σημασία του προγραμματισμού της διαδοχής.
Η σημασία της μεγέθυνσης (scale-up) των ΜμΕ δεν έχει γίνει επαρκώς κατανοητή στη χώρα μας, καθώς προσκρούει συνήθως στην προσωποκεντρική λειτουργία των μικρών επιχειρήσεων και στη χαμηλή ροπή προς συγχωνεύσεις, συμπράξεις και συνεργασίες, που αποτελούν μία βασική διαδρομή scale-up. Για να αλλάξει αυτό, θα πρέπει να δούμε κίνητρα από την Πολιτεία, αλλά και μια αλλαγή στην κουλτούρα με την οποία λειτουργούν οι ΜμΕ. Αναμένουμε να δούμε πολλές εξαγορές και συγχωνεύσεις σε ΜμΕ, κυρίως λόγω της πίεσης των τραπεζών για τη διευθέτηση των «κόκκινων» δανείων και όχι λόγω της αλλαγής στον τρόπο σκέψης.
Είναι επιτακτική ανάγκη να κατανοήσουμε τα χειροπιαστά οφέλη από τη μεγέθυνση των ΜμΕ, να μελετήσουμε και να προσαρμόσουμε στα ελληνικά δεδομένα τις διαδρομές μεγέθυνσης και να εκπονήσουμε πολιτικές για την υλοποίησή τους.
Ο κ. Τάσος Ιωσηφίδης είναι εταίρος επικεφαλής Τμήματος Χρηματοοικονομικών Συμβούλων ΕΥ Ελλάδος.