Η αναταραχή που έχει προκαλέσει στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι πρωτοφανής για τις τελευταίες δεκαετίες. Φυσικό επόμενο είναι η επιβάρυνση του κλίματος αβεβαιότητας και ανασφάλειας, που προϋπήρχε λόγω της πανδημίας, κυρίως λόγω των υψηλών πληθωριστικών πιέσεων στις τιμές των βασικών ειδών πρώτης ανάγκης καθώς και των προϊόντων ενέργειας. Η πρώτη και με πολύ σοβαρό κοινωνικό αντίκτυπο συνέπεια όλης αυτής της κατάστασης είναι οι πρωτόγνωρες αυξήσεις που βλέπουν οι καταναλωτές στα ράφια του σουπερμάρκετ, στα πρατήρια υγρών καυσίμων και στους λογαριασμούς του ρεύματος.

Παρά τις πρωτοφανείς πιέσεις, η ελληνική οικονομία αποδεικνύει τη δυναμική της. Σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για την πορεία της οικονομίας, κατά το πρώτο τρίμηνο του ’22 καταγράφεται αύξηση του ΑΕΠ της τάξης του 7% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του ’21. Η συγκεκριμένη επίδοση ξεπερνά τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και καταδεικνύει την εμπιστοσύνη στην αναπτυξιακή προοπτική της ελληνικής οικονομίας.

Επιστρέφοντας στη μεγάλη εικόνα των συνεπειών της ενεργειακής κρίσης, το πρώτο που πρέπει να κατανοήσει κάποιος είναι ότι την ίδια κατάσταση βιώνουν σχεδόν όλες οι χώρες του κόσμου, ορισμένες εξ αυτών με σημαντικότερες συνέπειες, αν και πρόκειται για ισχυρότερες οικονομίες από την ελληνική. Το επίπεδο εξάρτησης της Ευρώπης αλλά και κάθε χώρας ξεχωριστά από το ρωσικό πετρέλαιο και το ρωσικό φυσικό αέριο είναι ο πιο καθοριστικός παράγοντας αυτής της ανατάραξης. Το αμέσως επόμενο που πρέπει να αντιληφθεί κάποιος είναι ότι δεν υπάρχει κυβέρνηση που μπορεί να ισχυριστεί στους πολίτες ότι είναι σε θέση να αντιμετωπίσει μια τέτοια κρίση στο σύνολό της. Αν το κάνει ή θα ψεύδεται ή θα λαϊκίζει ή και τα δύο μαζί.

Οπως επισημαίνει η Παγκόσμια Οργάνωση Εμπορίου στην πρόσφατη μελέτη της «Η κρίση στην Ουκρανία – Συνέπειες του πολέμου για το παγκόσμιο εμπόριο και την ανάπτυξη», από μικροοικονομική άποψη είναι αναμενόμενο να μειωθούν τα πραγματικά εισοδήματα όπως και ο παγκόσμιος δείκτης εισαγωγών. Προσθέτει δε ότι εκτός από τη Ρωσία και την Ουκρανία, για λόγους γεωγραφικής εγγύτητας και εξάρτησης από τη ρωσική ενέργεια θα παρατηρηθεί μειωμένο ΑΕΠ σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Ολοι συμφωνούμε, λοιπόν, ότι σε αυτή τη φάση της ενεργειακής κρίσης δύο είναι τα μεγάλα ανοιχτά μέτωπα όσον αφορά το οικονομικό πεδίο. Η στήριξη του διαθέσιμου εισοδήματος των συμπολιτών μας και η λήψη πρωτοβουλιών ώστε όσο το δυνατόν συντομότερα η Ευρώπη και άρα και η χώρα μας να μειώσει ή και να μηδενίσει την εξάρτησή της από τη ρωσική ενέργεια.

Η Ελλάδα από την πρώτη στιγμή που ξέσπασε η κρίση μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία συντάχθηκε με το διεθνές δίκαιο και καταδίκασε τη βαρβαρότητα εις βάρος μιας ανεξάρτητης χώρας όπως η Ουκρανία. Οι χιλιάδες νεκροί, οι πράξεις βίας, τα εγκλήματα πολέμου και τα εκατομμύρια των εκτοπισμένων βρίσκουν σύσσωμη την Ευρώπη απέναντί τους. Μια Ευρώπη που καταδικάζει τη ρωσική εισβολή με το κάθε δυνατό μέσο εφαρμόζοντας περιοριστικά οικονομικά μέτρα εις βάρος της Μόσχας.

Η κυβέρνηση συνεχίζει να στηρίζει και να ενισχύει τόσο με στοχευμένα όσο και με οριζόντια μέτρα το διαθέσιμο εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Αρχικά, για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας δόθηκαν 43 δισ. Ακολούθησαν 3,5 δισ. για την αρχική αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης ενώ το Εθνικό Πρόγραμμα Στήριξης, ανεξάρτητα από τις συνολικότερες ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες, αναμένεται να αγγίξει τα 3,2 δισ. Καλύφθηκε  αναδρομικά το 60% της υπερβάλλουσας δαπάνης ηλεκτρικού ρεύματος από τον Δεκέμβριο μέχρι και τον Μάιο που θα επιτρέψει στους πολίτες να εισπράξουν ποσό μέχρι 600 ευρώ.

Από 1ης Ιουλίου θα ισχύει πλέον και ο νέος μηχανισμός που, στην πράξη, εξουδετερώνει τη ρήτρα αναπροσαρμογής.

Παράλληλα, με το 6ο πακέτο κυρώσεων κατά της Ρωσίας στο οποίο κατόρθωσε να συμφωνήσει η ΕΕ εκτιμάται πως το 90% του ρωσικού πετρελαίου που ερχόταν προς την Ευρώπη θα σταματήσει να έρχεται, κάτι που θα στερήσει από τη Ρωσία σημαντικούς πόρους για τη συνέχιση των πολεμικών επιχειρήσεων στην Ουκρανία. Οι πρωτοβουλίες, επίσης, που έχει λάβει ο έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης σε ευρωπαϊκό επίπεδο με στόχο τη σταδιακή απεξάρτηση της Ευρώπης από τη ρωσική ενέργεια αλλά και την αποσύνδεση της τιμής του ρεύματος από την τιμή του φυσικού αερίου είναι γνωστές. Το αναμφισβήτητα θετικό είναι ότι η Ευρώπη, παρά την πολλές φορές έλλειψη ταχύτητας στις αποφάσεις της, είναι σε θέση να συμφωνεί και να εφαρμόζει πολιτικές που γράφουν ιστορία, ιδίως σε κρίσιμες εποχές όπως αυτή που διανύουμε τώρα.

Και ενώ η χώρα μας αντιμετωπίζει όλες αυτές τις απανωτές και διαρκείς κρίσεις, έχει καταφέρει να αποκαταστήσει το κύρος και το κλίμα εμπιστοσύνης στις διεθνείς αγορές, αξιολογείται διαρκώς με θετικούς δείκτες και προβλέψεις σε διάφορους τομείς και αναλαμβάνει πρωτοβουλίες που δηλώνουν τη συνέπεια, τη σοβαρότητα και την αποτελεσματική διαχείριση των δημόσιων οικονομικών. Η αποπληρωμή του ΔΝΤ πριν από την προβλεπόμενη προθεσμία ήταν μία από αυτές τις πρωτοβουλίες. Παράλληλα, η έξοδος της χώρας από το καθεστώς της ενισχυμένης εποπτείας, η οποία τοποθετείται για τον Αύγουστο του ’22 καθώς και η προετοιμασία για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας εντός του ’23, όπως δείχνουν και οι τελευταίες αξιολογήσεις της οικονομίας, θα σφραγίσουν το πέρασμα της Ελλάδας στην επόμενη εποχή, μετά τη δεκαετή οικονομική κρίση.

Το σύνολο του μεταρρυθμιστικού έργου της κυβέρνησης δημιουργεί συνθήκες που μόνο ένας επενδυτικός προορισμός υψηλών προδιαγραφών μπορεί να το κάνει. Η χώρα μας συγκαταλέγεται στους δέκα πιο δημοφιλείς επενδυτικούς προορισμούς της Ευρώπης. Ετσι, λοιπόν, τόσο για το 2022 όσο και για το 2023 αναμένεται υψηλός ρυθμός αύξησης των επενδύσεων στη χώρα, έχει ήδη καταγραφεί διπλασιασμός των εξαγωγών, ενώ συνεχίζεται η μείωση της ανεργίας. Ο δυναμισμός και η αυτοπεποίθηση που εκπέμπει η Ελλάδα στις διεθνείς αγορές είναι βασικές προϋποθέσεις για την ανοδική συνέχεια. Προϋπόθεση για τη συνέχιση όλης αυτής της πορείας είναι η πολιτική, κοινωνική και οικονομική σταθερότητα για την οποία η κυβέρνηση εργάζεται ακατάπαυστα και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες.


Ο κ. Νίκος Παπαθανάσης είναι αναπληρωτής υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων.