Η αύξηση των μέσων μισθών – και όχι μόνο των κατώτατων ορίων – αποτελεί το μεγάλο στοίχημα του 2023, καθώς καμία βελτίωση δεν έχει επέλθει σε αυτή την κατηγορία των αμοιβών, παρά τις αυξήσεις που δόθηκαν στις κατώτατες αμοιβές τα τελευταία χρόνια.

Η κατάρρευση των κλαδικών συμβάσεων την τελευταία δεκαετία έχει ως αποτέλεσμα – μόλις και μετά βίας – να καλύπτουν το 25% των εργαζομένων. Ετσι το 80% των εργαζομένων δηλώνει πως δεν έχει λάβει καμία αύξηση εντός του έτους, γεγονός που σημαίνει πως οι αυξήσεις στα κατώτατα όρια δεν επηρεάζουν τους υπόλοιπους μισθούς.

Το συγκεκριμένο «στοίχημα» θα κριθεί – εν πολλοίς – από την επιστροφή ή όχι του καθεστώτος που ίσχυε γύρω από τις κλαδικές συμβάσεις πριν από τη δεκαετία της οικονομικής κρίσης. Η κυβέρνηση δέχεται ισχυρές πιέσεις από τα συνδικάτα προς την κατεύθυνση αυτή, χωρίς ωστόσο να έχει αποσαφηνίσει τις προθέσεις της.

Πάντως, η κατάρρευση των κλαδικών συμβάσεων και κατ’ επέκταση των μέσων μισθών – σε συνδυασμό με την έκρηξη του πληθωρισμού και την ενεργειακή κρίση – έχει οδηγήσει το 71% των εργαζομένων ιδιωτικού τομέα σε περιορισμό δαπανών για βασικά αγαθά διατροφής.

Ερευνα

Η εικόνα αυτή καταγράφεται σε έρευνα του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, η οποία ταυτοχρόνως δείχνει κατάρρευση της αγοραστικής δύναμης τόσο του μέσου όσο και του κατώτατου μισθού, ο οποίος ενισχύθηκε στις αρχές του έτους.

Η βασική αιτία που οι αυξήσεις μισθών δεν περνούν στις υπόλοιπες κατηγορίες εργαζομένων είναι η έλλειψη κλαδικών συμβάσεων. Το 2021 υπογράφηκαν 16 εθνικές κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές συμβάσεις εργασίας, 9 τοπικές ομοιοεπαγγελματικές και 182 επιχειρησιακές. Οι κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές που βρίσκονται σε ισχύ καλύπτουν δυνητικά περίπου 625.000 άτομα, αριθμός που αντιστοιχεί περίπου στο 27% του συνόλου των μισθωτών εργαζομένων, όταν ο μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ενωση φτάνει το 70%.

Οι 182 νέες επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας καλύπτουν δυνητικά 152.077 μισθωτούς. Αυτό σημαίνει ότι ο μεγαλύτερος αριθμός των εργαζομένων στερείται συμβάσεων, αμείβεται με χαμηλές αμοιβές και πλήττεται περισσότερο από τη νέα έξαρση της κρίσης

Πιέσεις

Συνεπώς η επαναφορά όλων των μισθών σε τροχιά αυξήσεων προϋποθέτει την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων. Η κυβέρνηση δέχεται πιέσεις για επαναφορά και νομικού καθεστώτος που ίσχυε για τις συλλογικές συμβάσεις προ της οικονομικής κρίσης και της ισχύος των μνημονίων.

Κάτι τέτοιο θα σηματοδοτούσε την οριστική λήξη της δύσκολης αυτής περιόδου και θα έδινε το έναυσμα για ουσιαστικότερη βελτίωση των αμοιβών, ικανοποιώντας και το πάγιο αίτημα της ΓΣΕΕ, σύμφωνα με το οποίο το ύψος των αμοιβών θα πρέπει να καθορίζεται μέσω των διαπραγματεύσεων των εργοδοτικών και εργατικών οργανώσεων. Αρση των περιορισμών στις συμβάσεις σημαίνει επαναφορά της ευθύνης της διαμόρφωσης των κατώτατων αμοιβών στην υπογραφή Εθνικής Σύμβασης μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων. Οπως και επαναφορά σε ισχύ της μετενέργειας των συλλογικών κλαδικών συμβάσεων εργασίας, καθώς και της αρχής της ευνοϊκότερης σύμβασης. Η ΓΣΕΕ θέτει μετ’ επιτάσεων το αίτημά της για επαναφορά της ευθύνης διαμόρφωσης του κατώτατου στους κοινωνικούς εταίρους. Δηλαδή μέσω της διεξαγωγής συλλογικών διαπραγματεύσεων και της υπογραφής Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας.

Ο νέος κατώτατος

Στο μεταξύ δρομολογείται εντός του Ιανουαρίου η διαδικασία καθορισμού της τρίτης – κατά σειρά – αύξησης του κατώτατου μισθού, η οποία αναμένεται να εξελιχθεί με ταχύτατους ρυθμούς, ώστε να έχει ολοκληρωθεί τον Μάρτιο και να εφαρμοστεί από την 1η Μαΐου 2023.

Η επίσπευση της διαδικασίας για τον καθορισμό του νέου κατώτατου μισθού – ώστε οι αυξήσεις να είναι γνωστές πριν από τη διεξαγωγή των βουλευτικών εκλογών – και η διαμόρφωση των κατώτατων αμοιβών πάνω από τα 751 ευρώ και κοντά στα 800 ευρώ μηνιαίως αποτελούν τα νέα στοιχεία που προκύπτουν εν όψει της εκκίνησης της διαδικασίας.

Οταν άνοιξε η συζήτηση για νέα αύξηση των κατώτατων αμοιβών, η κυβέρνηση άφηνε να διαφαίνεται ότι ο κατώτατος μισθός θα επανέλθει, προ των εκλογών, στα 751 ευρώ – όσο δηλαδή ήταν πριν από τη μεγάλη μείωση που υπέστη το 2012, κατ’ επιταγή του δεύτερου μνημονίου. Ωστόσο ο ΣΥΡΙΖΑ «πλειοδότησε» ανακοινώνοντας κατώτατο μισθό 800 ευρώ εφόσον έλθει στην κυβέρνηση μετά τις εκλογές.

Εκπλήξεις

Προσφάτως, ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας μίλησε «για εκπλήξεις» στο ποσοστό της αύξησης, που θα διαμορφώσουν τον μισθό κοντά στον μέσο όρο των χωρών της Ευρώπης (αυτό προσδιορίζεται κοντά στα 780 ευρώ).

Πάντως, ο υπουργός Εργασίας Κωστής Χατζηδάκης αποφεύγει να αναφερθεί σε ποσοστά, υπογραμμίζοντας ότι κάτι τέτοιο θα ακύρωνε τη νόμιμη διαδικασία προσδιορισμού του κατώτατου μισθού.

Η κυβέρνηση θέλει να εμφανίσει την αύξηση του κατώτατου μισθού ως ένα ακόμη «όπλο» για την αντιμετώπιση των προβλημάτων των εργαζομένων εξαιτίας της ακρίβειας και του πληθωρισμού.

Χαρακτηριστική είναι η αναφορά της ΓΣΕΕ στην ενδιάμεση έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας για την οικονομία. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι η απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού είναι διαρκής όσο αυξάνεται το επίπεδο τιμών και επομένως θα πρέπει να υπάρξει νέα και σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού το 2023. Παραδέχεται ωστόσο ότι υπήρξε βελτίωση με τις πρόσφατες αυξήσεις και η χώρα βρίσκεται πλέον στην 11η θέση από τη 16η στην οποία βρισκόταν το 2021.

Ανισότητες στις αμοιβές ανδρών – γυναικών

Στην ευρωπαϊκή Ενωση οι γυναίκες εξακολουθούν να αμείβονται λιγότερο από τους άνδρες για ίση εργασία. Το μέσο μισθολογικό χάσμα μεταξύ των φύλων στην ΕΕ είναι 13%.

Αντιστοίχως στη χώρα μας μελέτη του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ δείχνει ότι οι γυναίκες λαμβάνουν 16,5% χαμηλότερο μισθό από τους άνδρες.

Τον Μάρτιο του 2021 οι γυναίκες εργάζονταν σχεδόν τον ίδιο χρόνο με τους άνδρες, αλλά λάμβαναν 16,5% χαμηλότερο μισθό. Τον Μάρτιο του 2019 οι γυναίκες εργάζονταν πάλι σχεδόν τον ίδιο χρόνο σε σχέση με τους άνδρες, αλλά λάμβαναν 17,5% χαμηλότερο μέσο μισθό. Αν και η διαφορά μεταξύ 2019 και 2021 αντανακλά μια μικρή αύξηση στις μισθολογικές αποδοχές των γυναικών, αυτή σε καμία περίπτωση δεν είναι ικανή να περιορίσει το μισθολογικό χάσμα που παρατηρείται σε σχέση με τους άνδρες.