Υπήρξε ένας από τους τυχερούς στην Ιστορία της Τέχνης που ευτύχησε να δει το έργο του να δοξάζεται όσο βρισκόταν εν ζωή. Αρχής γενομένης από τον μείζονα ποιητή Δάντη Αλιγκέρι (1265-1321), ο οποίος τον ανακήρυξε πιο σημαντικό ιταλό καλλιτέχνη τοποθετώντας τον ακόμα και πάνω από τον Τσιμαμπούε (1240-1302), ο οποίος θεωρείται ο τελευταίος σημαντικός ιταλός δημιουργός που ακολούθησε τη βυζαντινή τεχνοτροπία, το κυρίαρχο ιδίωμα στην πρώιμη μεσαιωνική ιταλική ζωγραφική. Μια μέγιστη τιμή αν αναλογιστεί κανείς ότι ο Δάντης τον θεωρούσε έναν από τους πιο σπουδαίους καλλιτέχνες της εποχής τους. Να όμως που ο μαθητής, Τζότο ντι Μποντόνε (1267-1337), ξεπέρασε τον δάσκαλό του, τον άνθρωπο που διέκρινε το ταλέντο του όταν είδε να ζωγραφίζει πάνω σε ένα βράχο τα πρόβατα που βοσκούσε μαζί με τον ποιμένα πατέρα του – σύμφωνα με τον βιογράφο των καλλιτεχνών της Αναγέννησης, Τζόρτζιο Βαζάρι.

«Οι οικοδόμοι» (1928) του Μάσιμο Καμπίλι.

Ο ταπεινός Τζότο κατάφερε να απαγκιστρωθεί από το βάρος της βυζαντινής παράδοσης και να οδηγήσει την ιταλική τέχνη και κατ’ επέκταση και τη δυτική δημιουργία σε νέα μονοπάτια. Γιατί βέβαια το έργο του άσκησε καθοριστική επιρροή όχι μόνο στους καλλιτέχνες της εποχής του αλλά και στους πολύ μακρινούς απογόνους τους. Μας το υπενθυμίζει η έκθεση με τίτλο «Giotto e il Novecento» (ως τις 19 Μαρτίου 2023) στο Μουσείο μοντέρνας και σύγχρονης τέχνης του Τρέντο και του Ροβερέτο στη Βόρεια Ιταλία (Mart). Περισσότερα από διακόσια έργα μοντέρνας και σύγχρονης τέχνης παρουσιάζονται στους χώρους του, εμπνευσμένα από τον δημιουργό που έφερε την επανάσταση στη μεσαιωνική ζωγραφική, σε επιμέλεια Αλεσάντρα Τίντια.

 

«Σύνθεση σε μπλε και κόκκινο» (1962) του Σερζ Πολιάκοφ.

Από τον Φοντάνα ως τον Ρόθκο

Ηδη από τις αρχές του 20oύ αιώνα ιταλοί καλλιτέχνες που εκ πρώτης όψεως δεν είχαν πολλά κοινά, όπως ο Κάρλο Καρά (1881-1966), ένας εκ των ηγετών του κινήματος του φουτουρισμού, ο Μάριο Σιρόνι (1885-1961), σημαντική φυσιογνωμία του ιταλικού καλλιτεχνικού κινήματος «20ός αιώνας», ή o Αρτούρο Μαρτίνι (1889-1947), κορυφαίος ιταλός γλύπτης του Μεσοπολέμου, βρήκαν στο έργο του Τζότο ένα ζωτικό παράδειγμα διαχρονικότητας από το οποίο μπορούσαν να εμπνευστούν. Το ίδιο ίσχυσε για τους επίσης ετερόκλητους σημαντικότατους εκπροσώπους της ιταλικής τέχνης στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα όπως οι Τζόρτζιο Μοράντι (1890-1964), Φάουστο Μελότι (1901-1986) και Λούτσιο Φοντάνα (1899-1968), οι οποίοι επίσης συναντήθηκαν στο μάθημα της αφοπλιστικής απλότητας που πρώτος έδωσε ο Τζότο. Ιχνη του διαχρονικού αποτυπώματός του όμως εντοπίζονται και στο έργο διεθνών καλλιτεχνών όπως ο Ανρί Ματίς, ο Ιβ Κλάιν, ο Μαρκ Ρόθκο, ο Γιόζεφ Αλμπερς, ακόμα και η Τάσιτα Ντιν.

«Έφιππος κοντοτιέρος» (1934-35) του Μάριο Σιράνι.

Μέσα από τα έργα του, όπως για παράδειγμα τις αριστουργηματικές νωπογραφίες στο παρεκκλήσι των Σκροβένι στην Πάντοβα, οι οποίες παρεμπιπτόντως είναι παρούσες στην έκθεση μέσα από μεγάλες προβολές, ο Τζότο απομακρύνθηκε από την ψυχρή ακαμψία της βυζαντινής τεχνοτροπίας και έφερε στη ζωγραφική μια αίσθηση ανθρωπιάς στην αυστηρή παράδοση της μεσαιωνικής τέχνης. Τα επιτεύγματά του συνδέονταν περισσότερο με τη νέα χρήση της προοπτικής στον ζωγραφικό χώρο, με αποτέλεσμα να ζωντανεύουν οι θρησκευτικές παραβολές. Ο Τζότο τις συνέδεσε με τις συνήθειες των καθημερινών ανθρώπων, των λαϊκών προσκυνητών που αναζητούσαν την επαφή με τον Θεό και με έναν τρόπο τους παρείχε ο ίδιος ένα μέσο διαμεσολάβησης, τις εικόνες, που ήταν οικείες και έμοιαζαν να Τον φέρνουν πιο κοντά τους. Οι πίνακές του εγκαινίασαν μια νέα εποχή στη ζωγραφική που έφερε κοντά τη θρησκευτική αρχαιότητα και την αναπτυσσόμενη ιδέα του αναγεννησιακού ανθρωπισμού. Η επιρροή του ήταν τόσο μεγάλη στη δυτική ζωγραφική που πολλοί ιστορικοί πιστεύουν ότι ήταν απαράμιλλη και ανυπέρβλητη μέχρι να έρθει στο προσκήνιο ο Μιχαήλ Αγγελος, δύο αιώνες αργότερα. Πώς να μη συγκινηθούν οι καλλιτέχνες μέσα στους αιώνες;

«Οι κόρες του Λωτ» (1919), του Κάρλο Καρά.

Ο Ιβ Κλάιν, για παράδειγμα, παθιάστηκε με το μπλε όταν είδε τις τοιχογραφίες που αποδίδονται στον Τζότο στη Βασιλική του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης. Ο Ματίς είχε υπάρξει ένας από τους «προσκυνητές» στο παρεκκλήσι των Σκροβένι στην Πάντοβα, ενώ ο Μαρκ Ρόθκο είχε εντυπωσιαστεί από την τολμηρή χρήση του χρώματος για τη δημιουργία χώρου πέρα από την προοπτική στο έργο του Τζότο, με το οποίο είχε έρθει σε επαφή σε ένα ταξίδι του στην Ιταλία τη δεκαετία του ’50. Ο σπουδαίος καλλιτέχνης του αφηρημένου εξπρεσιονισμού θαύμαζε τον ιταλό ομόλογό του για την ικανότητά του να οργανώνει τον χώρο και τη δράση μέσω του χρώματος, αλλά και για την «απτικότητα» της ζωγραφικής του, τους τρόπους δηλαδή με τους οποίους κατάφερνε να μεταφέρει την υλικότητα αλλά και μια ευρεία γκάμα ανθρώπινων δραστηριοτήτων και συναισθημάτων. Με τον δικό του τρόπο ο Ρόθκο προσπαθούσε να δημιουργήσει «αστερισμούς» χρωμάτων που θα βιώνονταν ως παραστάσεις δράσης και συναισθήματος. Σε όλη του τη ζωή ο Ρόθκο αναφερόταν στους πίνακές του ως «τοιχογραφίες» όχι πολύ διαφορετικές στον πυρήνα τους από την ιταλική παράδοση της νωπογραφίας. Eίναι χαρακτηριστικό ότι σε μια παλαιότερη έκθεση, με τίτλο «Rothko/Giotto» στο Staatliche Museen zu Berlin, γινόταν η αντιπαραβολή του έργου «Reds Νo. 5» του Ρόθκο με μια «Κοίμηση της Θεοτόκου» (1310) και μια «Σταύρωση» (1315) του Τζότο προκειμένου να αναδειχθεί αν μη τι άλλο η υπερβατικότητα της επιρροής. Στο μικρού μήκους φιλμ της με τίτλο «Buon Fresco» (2016) η Βρετανίδα Τάσιντα Ντιν έγινε το βλέμμα του Τζότο και εστίασε με τον φακό της στις επίπονες όσο και εκπληκτικές λεπτομέρειες στο έργο του – ένα νύχι, ένα σανδάλι, ένα σχοινί – που αποτελούν άλλο ένα χαρακτηριστικό της τέχνης του, η οποία εξακολουθεί να συγκινεί ακόμα και σήμερα.