Η Σοβιετική Ενωση ήταν καταδικασμένη να καταρρεύσει, καθώς επρόκειτο για ένα στρεβλό σύστημα διοίκησης βασισμένο στον τρόμο. Οταν αυτός εξέλιπε, η πορεία ήταν ανεπίστρεπτη. Η άποψη αυτή του Αντρέι Νετσάγεφ, υπουργού Οικονομίας στην πρώτη μετακομμουνιστική κυβέρνηση της Ρωσίας υπό τον Γεγκόρ Γκαϊντάρ, συμπυκνώνει ουσιαστικά όλες τις προκλήσεις και τις δυσκολίες της μετάβασης από ένα αποτυχημένο μοντέλο στη φιλελεύθερη δημοκρατία. «Το Βήμα» συνάντησε τον κ. Νετσάγεφ στην Αθήνα, όπου και παραβρέθηκε στην παρουσίαση του βιβλίου του Γκαϊντάρ, με τίτλο «Η κατάρρευση μιας αυτοκρατορίας: Μαθήματα για τη σύγχρονη Ρωσία», που εκδόθηκε από τις ιδιαίτερα δραστήριες Εκδόσεις Παπαδόπουλος.
Ρωτάμε τον κ. Νετσάγεφ, ο οποίος εκτός από πρώην υπουργός έχει υπάρξει καθηγητής πανεπιστημίου αλλά και ηγέτης του φιλελεύθερου κόμματος «Πρωτοβουλία των Πολιτών», αν θα μπορούσε να μας απαριθμήσει την τριάδα των βασικών λόγων που οδήγησαν στην «κατάρρευση της αυτοκρατορίας». «Πρόκειται για μια ωραία ερώτηση που απασχολεί ακόμη τους πολίτες της πρώην Σοβιετικής Ενωσης» μας λέει. «Η ΕΣΣΔ, με τη μορφή που της είχαν δώσει οι ιδρυτές της, ήταν καταδικασμένη. Το πρώτο στοιχείο είναι ότι το σύστημα διοίκησης που δημιούργησε ο Στάλιν βασιζόταν πάνω στον τρόμο, στις μαζικές διώξεις. Οταν αυτός ο φόβος εξέλιπε, το σύστημα άρχισε να διαλύεται. Αλλωστε, το σοβιετικό ιδεολογικό σύστημα ήταν απολύτως στρεβλό. Το δεύτερο στοιχείο», προσθέτει, «αφορά τη σοσιαλιστική οικονομία έτσι όπως διαμορφώθηκε ειδικά στην ΕΣΣΔ. Αναφέρομαι στην απόλυτα κρατικοποιημένη οικονομία, στην απόλυτα αναποτελεσματική διοίκηση της οικονομίας αυτής. Η πρώτη μετακομμουνιστική κυβέρνηση, αυτή στην οποία εγώ συμμετείχα, παρέλαβε έναν προϋπολογισμό που είχε καταρρεύσει και ήταν ρεαλιστική η απειλή του λιμού και του χάους. Το τρίτο στοιχείο», καταλήγει, «ήταν ο πόλεμος που είχε ήδη ξεσπάσει ανάμεσα στις περιφερειακές ελίτ για την κατάληψη της εξουσίας. Το γεγονός ότι όλες οι αποφάσεις λαμβάνονταν στη Μόσχα οδήγησε στην εμφάνιση μεγάλης δυσαρέσκειας στις τοπικές ελίτ όταν ο τρόμος εξαφανίστηκε».

Το πραξικόπημα του 1991

Δεν είναι λίγοι όσοι έχουν ασκήσει κριτική στον τρόπο με τον οποίο ο τελευταίος ηγέτης της ΕΣΣΔ, ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, χειρίστηκε την κατάσταση με αποτέλεσμα τη διάλυση. «Δεν υπήρχε περίπτωση να σωθεί η ΕΣΣΔ με εκείνο το κάθετο σύστημα διοίκησης και εξαιτίας του ιδεολογικού μανδύα της εξουσίας. Αν όμως τότε ο Γκορμπατσόφ είχε προχωρήσει σε σοβαρές οικονομικές μεταρρυθμίσεις εγκαίρως – τις οποίες φοβήθηκε – ή αν είχε παραχωρήσει μεγαλύτερη αυτονομία στις δημοκρατίες, θα μπορούσε να υπάρξει μια συνομοσπονδία» εξηγεί ο κ. Νετσάγεφ. Οπως προσθέτει, είχε προετοιμαστεί μια συμφωνία μεταξύ των δημοκρατιών για μια νέα ένωση που παραχωρούσε εκτεταμένα δικαιώματα σε αυτές. Τότε όμως, η KGB μαζί με ένα τμήμα του στρατού πραγματοποίησε το πραξικόπημα του καλοκαιριού του 1991, με αποτέλεσμα οι δημοκρατίες να αρχίσουν να ανακηρύσσουν την ανεξαρτησία τους και η διάλυση να επιταχυνθεί.
Η κυβέρνηση Γκαϊντάρ προχώρησε σε οικονομικές μεταρρυθμίσεις τύπου «shock therapy» που κατά πολλούς ίσως δεν ήταν αναγκαίες. Η κριτική όμως είναι εύκολη εκ των υστέρων. «Αν δεν εφαρμόζαμε τότε εκείνα τα μέτρα, δεν θα βγάζαμε τον χειμώνα του 1991. Δεν θα διαλυόταν μόνο η ΕΣΣΔ, αλλά και η Ρωσία. Δεν μπορούσαμε να επιδοτήσουμε τις τιμές με έναν προϋπολογισμό που είχε καταρρεύσει και τα ριζοσπαστικά μέτρα που λάβαμε μας τα υπαγόρευε η συγκυρία. Είχαν καταρρεύσει η καταναλωτική αγορά και η κυκλοφορία του χρήματος. Υπήρχε τεράστιος συσσωρευμένος πληθωρισμός και μετά την απελευθέρωση των τιμών αυτός εμφανίστηκε. Οταν διαλύθηκε η ΕΣΣΔ, δεν υπήρχαν τελωνεία, στρατός ή νόμισμα για τη Ρωσία, όλα έπρεπε να συσταθούν από την αρχή σε κάθε δημοκρατία, υπήρχαν μόνο σε επίπεδο σοβιετικό. Επρεπε να φτιάξουμε από την αρχή όλες τις δομές» θυμάται.
Ακολούθησε η περίοδος Γέλτσιν, κατά τη διάρκεια της οποίας υλοποιήθηκαν μεταρρυθμίσεις, αν και έγιναν πολύ σοβαρά λάθη στο πλαίσιο της ιδιωτικοποίησης των μεγάλων κρατικών επιχειρήσεων. «Δεν θα έλεγα ότι υπήρξε οπισθοχώρηση. Σήμερα όμως», υπογραμμίζει και μας βοηθά να περάσουμε τη συζήτηση στην περίοδο Πούτιν, «μπορούμε να μιλήσουμε για μια επιστροφή σε μια σοβιετικού τύπου στασιμότητα, όπως εκείνη της εποχής Μπρέζνιεφ. Ο Γκαϊντάρ είχε προβλέψει τον κίνδυνο επιστροφής στο σοβιετικό παρελθόν και το βιβλίο επί του οποίου συζητάμε γράφτηκε ως μια προειδοποίηση για τη λανθασμένη πολιτική που σήμερα ακολουθείται».

Η τακτική του πολέμου

Μια αγαπημένη, όπως μας εξηγεί, τακτική του κ. Πούτιν είναι να συνδέει κάθε φάση της κρίσης με έναν πόλεμο. Παράλληλα με την παγκόσμια οικονομική κρίση, το 2008, ξεκίνησε ο πόλεμος στη Γεωργία. Το 2013, που ήταν η δεύτερη φάση της τρέχουσας οικονομικής κρίσης στη Ρωσία, εκμεταλλεύθηκε το Ουκρανικό και προχώρησε στην προσάρτηση της Κριμαίας. Σήμερα είναι ο πόλεμος στη Συρία, μετά ίσως στη Λιβύη. «Μια δεύτερη τακτική», προσθέτει, «είναι η αναζήτηση και δημιουργία εχθρών, εξωτερικών ή εσωτερικών. Εξωτερικοί εχθροί είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη, ή, όπως αλλιώς την ονομάζουν, η «γκέι Ευρώπη». Από την άλλη πλευρά, έχουν αναγορευθεί ως εσωτερικοί εχθροί οι φιλελεύθεροι και οι θιασώτες της συνέχισης των μεταρρυθμίσεων».

Ο φόβος της Δύσης

Δεν υπάρχει δηλαδή επόμενη ημέρα μετά τον Πούτιν; «Φοβάται πολύ τη Δύση» μας τονίζει. «Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο θα παραμείνει στην εξουσία, ίσως με τη βοήθεια των εκλογών να μην επιτρέψουν αλλαγές στην εξουσία. Ο Πούτιν θα έχανε την εξουσία ίσως μόνο με πραξικόπημα. Αυτή τη στιγμή όμως ελέγχει απόλυτα όλο το σύστημα των μυστικών υπηρεσιών και μέσα σε αυτό το σύστημα αποφασίζονται τα πάντα». Ακόμα και η σταθερή μείωση του βιοτικού επιπέδου δεν τον απειλεί άμεσα παρά την πτώση της δημοτικότητάς του. «Ο κόσμος θεωρεί ότι πρέπει να σφίξουμε το ζωνάρι διότι είμαστε περικυκλωμένοι από εχθρούς. Πραγματικά αποδέχονται την προπαγάνδα του Κρεμλίνου διότι πιστεύουν την παλιά τσαρική αρχή πως «ο τσάρος είναι καλός και για όλα φταίνε οι βογιάροι». Αυτό μπορεί να συνεχιστεί για πολλά χρόνια ακόμη» καταλήγει.

«Η Ρωσία έχει μετατραπεί σε ένα τεράστιο Κουβέιτ»

Γιατί ο Βλαντίμιρ Πούτιν μοιάζει ανίκητος; Ο κ. Νετσάγεφ μάς θυμίζει ότι ήρθε στην εξουσία ως μεταρρυθμιστής και ότι στην αρχή τον στήριξαν όλοι οι μεταρρυθμιστές, όπως ο Γκαϊντάρ ή ο Μπορίς Νεμτσόφ. Στη συνέχεια όμως, ο Πούτιν «επέλεξε μια καθετοποιημένη δομή διοίκησης. Η “χρυσή βροχή” δολαρίων από τις υψηλές τιμές πετρελαίου και φυσικού αερίου την περίοδο 2002-2013 έπαιξε μεγάλο ρόλο, διότι παρά τη διαφθορά υπήρχαν πολλά χρήματα ώστε να δίνονται για συντάξεις, για τον στρατό, για τις δυνάμεις ασφαλείας. Θεωρώ», προσθέτει, «ότι από το 2010 ο Πούτιν ακολούθησε μια αδιέξοδη πολιτική για ολοκληρωτική κρατικοποίηση της οικονομίας. Σήμερα το 70% του ΑΕΠ ανήκει στο κράτος. Σε μια σειρά τομέων της οικονομίας, οι κρατικές επιχειρήσεις είτε διατηρούν μονοπώλιο είτε τη δεσπόζουσα θέση στον κλάδο. Επίσης, υπήρξε μεγάλο λάθος το ότι συνέδεσε τον προϋπολογισμό της χώρας με τις εξαγωγές πρώτων υλών. Ουσιαστικά, η Ρωσία έχει μετατραπεί σε ένα τεράστιο Κουβέιτ».