Κάθε χρόνο μαζί με τον Χαμένο Ανθυπολοχαγό του Ελύτη και τα τραγούδια της Βέμπο, μαζί με τα αφιερώματα και τα πλάνα αρχείου από τα αλβανικά βουνά, ξαναρωτάμε και για τον πατριωτισμό των Ελλήνων. Εστω και μέσα από το γνωστό θέμα των μαθητικών παρελάσεων, τις αντιδράσεις και τις δεύτερες σκέψεις, το ερώτημα επιστρέφει. Τι γίνεται με τη φιλοπατρία και όλα αυτά τα ιστορικά και ποιητικά της αρχεία, τις κληρονομημένες εικόνες και τα σύμβολά της; Πώς ταξιδεύουν στον χρόνο συναισθήματα και δεσμεύσεις που υφάνθηκαν σε καιρούς στέρησης, σε εποχές εδαφικής και πολιτικής επέκτασης της χώρας, σε κακοτράχαλες και βίαιες περιόδους;
Η ελληνική συζήτηση για τις επετείους τέμνεται συνήθως με το σκαμπρόζικο θέμα του ιστορικού αναλφαβητισμού και της αποκοπής των νεότερων από τους ορίζοντες του αίματος και των εθνικών θυσιών. Κάπως έτσι πάμε να ξεχάσουμε πως η συζήτηση για τον πατριωτισμό και τις μορφές του είναι κομμάτι ενός μακρόχρονου διεθνούς διαλόγου με πολλούς και ποικίλους παίκτες: φιλοσόφους, πολιτικούς αναλυτές, ειδικούς στα θέματα των αξιών και του εθνικισμού. Και βέβαια ο πατριωτισμός και η έκφρασή του εξακολουθεί να γίνεται μήλο της έριδας των πολιτικών δυνάμεων όλου του φάσματος. Η άνοδος πολιτικών φορέων που επαναλαμβάνουν το «πρώτα η πατρίδα» και αποτάσσονται τις πλάνες της παγκοσμιοποίησης βαραίνει τον αέρα.
Εν αρχή είναι βέβαια η αγωνία για «κάθαρση» της λέξης. Από παλιά ας πούμε κρατούν οι προσπάθειες να διαχωριστεί ένας θεμιτός και θετικός πατριωτισμός από την παραφθορά ή την εκτροπή του, που είναι ο εθνικισμός ή ο στενόμυαλος σωβινισμός. Αν εξαιρέσει κανείς τους ακροδεξιούς χώρους, κανένας δεν φαίνεται να διεκδικεί θετικά και προγραμματικά τον εθνικισμό ενώ όλοι, σχεδόν, (πλην των αναρχικών και κάποιων μικρών αριστερών ομάδων) ανταγωνίζονται για την ιδέα της πατρίδας.
Ο κοινός τόπος που επαναλαμβάνεται από τους περισσότερους λέει το εξής: ο πατριωτισμός είναι η αγάπη στη χώρα σου και η διάθεση υπεράσπισής της από εχθρικές επιβουλές. Αντιθέτως, ο εθνικισμός είναι περισσότερο η αντιπάθεια και η περιφρόνηση για άλλες χώρες. Μπορεί, επίσης, να πάρει τη μορφή έξαλλης προτίμησης στο «δικό μας» εναντίον του διπλανού ή του εκάστοτε ξένου που βρίσκεται στο στόχαστρο.
Σαν να λέμε πως ο πατριωτισμός ορίζει την καταφατική δέσμευση σε μια αξία ενώ ο εθνικισμός (τουλάχιστον ο εθνικισμός στην ύστερη νεωτερική εποχή) τη στρέβλωση αυτής της δέσμευσης σε φανατισμό και εχθρότητα. Αν θέλουμε, ωστόσο, να είμαστε δίκαιοι και ειλικρινείς δεν υπάρχουν δεσμεύσεις και αγάπες που να ρυθμίζονται με σύνεση και μετρημένο τρόπο. Τα εθνικιστικά πάθη και τα πατριωτικά συναισθήματα δεν χωρίστηκαν ποτέ από τείχη μεταξύ τους. Πώς μπορεί άλλωστε η έντονη αγάπη για κάτι να μη συνοδεύεται και από τον φόβο και την υπερβολική αγωνία (τουλάχιστον) για την απώλεια, τη διακινδύνευση ή την προσβολή του από κάποιον άλλο;
Το θέμα με τον πατριωτισμό είναι ωστόσο βαθύτερο από τον μπανάλ (και ιστορικά εσφαλμένο) διαχωρισμό του από τον εθνικισμό. Μέρες σαν αυτές μας θυμίζουν το πόσο πολύ έχουμε συνδέσει τη φιλοπατρία με τις εμπόλεμες συνθήκες και γενικά τη στρατιωτική ιστορία του τόπου. Η πατριωτική ρητορεία, είτε σε κάποιες παραδοσιακές και συντηρητικές της αποχρώσεις, είτε με χρωματισμούς από την ντόπια αριστερή μνήμη, είναι κατά βάση μια γλώσσα της θυσίας και του χυμένου αίματος. Η πατρίδα έρχεται προς το μέρος μας ως ένας μαρτυρικός τόπος όπου γενιές διαδέχονται η μία την άλλη σαν κρίκοι σε μια αλυσίδα δικαιωμένων και αδικαίωτων αγώνων. Η πατρίδα είναι περισσότερο μια ιστορία αγωνιστικών πόνων και πόθων και ο πατριωτισμός μια καθήλωση στις πραγματικές ή φανταστικές απειλές εναντίον της χώρας.
Αυτή η επίσημη πατρίδα σκηνοθετείται κάθε χρόνο στις 28 Οκτωβρίου ή στις 25 Μαρτίου. Δίνει άπειρες σχολικές γιορτές, σκετς, κάποια πιο προχωρημένα προγράμματα περιήγησης και επισκέψεων σε μουσεία και μαρτυρικούς τόπους. Αναπαράγεται πια και με διαδραστικά μέσα και έχει εμπλουτιστεί αναμφίβολα με πιο σύγχρονα στοιχεία.
Είναι αλήθεια πως εδώ και δεκαετίες έχουν γίνει προσπάθειες για μια ανανέωση της πατριωτικής δέσμευσης. Πολιτικοί ή διανοούμενοι ζητούν να συνδεθεί η φιλοπατρία με το παροντικό και το μελλούμενο, με αυτό που πρέπει να συγκροτηθεί και όχι με την περιφορά των ένδοξων νεκρών. Εγιναν πολλές προσπάθειες για τον νέο προσδιορισμό του πατριωτισμού, για να ανοιχτεί ένα πεδίο ταυτίσεων και φρονήματος πέρα από τους εμφύλιους πολέμους της δεξιάς και της αριστερής μνήμης της χώρας.
Να αγαπάς την πατρίδα σου σημαίνει, λοιπόν, να τιμάς τα έργα του παρόντος, το σχήμα που μπορεί να πάρει η εποχή όπου ζεις – ένα σχήμα καλύτερο και δικαιότερο. Τα οικονομικά και τεχνικά επιτεύγματα, οι θεσμικές επιτυχίες, τα ευρωπαϊκά διαπιστευτήρια – όλα αυτά έχουν προταθεί και συζητηθεί σοβαρά ως στοιχεία για την ανανέωση του πατριωτισμού στις σύγχρονες συνθήκες.
Φοβάμαι όμως πως αυτή η ανανέωση και μεταφύτευση του πατριωτισμού στις νέες συνθήκες δεν προχωράει. Τα πιο παραδοσιακά σχήματα ταυτότητας και η λυρική πατριδογνωσία διατηρούν την αίγλη τους. Συγχρόνως, έχουν εμφανιστεί πολιτικές διαστροφές όπως η διεκδίκηση της πατριωτικής ορθότητας από ακροδεξιούς, συνωμοσιολόγους, οπαδούς γεωπολιτικών φαντασιώσεων. Μεγάλη ζημιά έχει υποστεί όλη αυτή η αναγκαία συζήτηση από τα χρόνια της αντιμνημονιακής απλούστευσης και πολεμικής. Η πατριωτική ετικέτα έγινε λάφυρο του νέου «αντιγερμανισμού» ή όσων θέλησαν να αναβιώσουν την Εθνική Αντίσταση και τη ρητορική για το χρέος όλων των άλλων προς μια Ελλάδα που η ίδια δεν οφείλει τίποτα και σε κανέναν. Ο πατριωτισμός έγινε δυστυχώς γήπεδο όλων των δεξιών και αριστερών αναχρονισμών που ονειρεύτηκαν την αυτάρκεια εν μέσω χρεοκοπίας.
Μπορούμε άραγε, σε συνθήκες όπου στην Ευρώπη και αλλού πνέει άνεμος ταυτοτικός και συντηρητικός, να ανιχνεύσουμε μια νέα πατριωτική δέσμευση; Οι κίνδυνοι – και με βάση τη συγκυρία του Μακεδονικού και τις σχετικές διαμάχες – είναι υπαρκτοί. Η απομάγευση των «διεθνιστικών» λόγων ευνοεί τώρα την επιστροφή των πιο δημαγωγικών σχημάτων πατριωτισμού. Από την άλλη όμως το ερώτημα του ποιοι είμαστε εν τέλει και ποιους σκοπούς μπορεί να θέτει το έθνος, το ερώτημα δηλαδή για τον πολιτικό μας προορισμό και για τα συναισθήματα που τον στηρίζουν, είναι αναπόδραστο. Κανένας δεν δικαιούται να το απορρίπτει και να το χλευάζει.
Τέτοιες μέρες διαβάζουμε λοιπόν Ελύτη ή τα ημερολόγια και τα γράμματα των ανθρώπων τού ’40. Οι μεγαλύτεροι μπορεί και να θυμηθούμε αφηγήσεις των πατεράδων και των παππούδων. Τα παιδιά θα μπερδεύουν το ’40 με το 1821 στα σχετικά ανεκδοτολογικά ή πραγματικά περιστατικά από τις σχολικές τάξεις. Μόνο που πίσω από αυτές τις γνώριμες εικόνες και από τα στερεότυπα πλάνα, το θέμα της συλλογικής μοίρας προβάλλει και ζητάει απαντήσεις. Το ποιοι κανόνες, ποια συναισθήματα και αναφορές θα καθορίσουν τη συλλογική μας πορεία από εδώ και στο εξής είναι ουσιαστικό. Γιατί, εντέλει, σε αυτό το πεδίο θα κριθεί το νόημα του πατριωτισμού μας. Το αν δηλαδή θα αποκτήσει ένα καινούργιο νόημα ή αν θα λειτουργεί ως υποκατάστατο ιδεολογίας σε μια συγκυρία αμηχανίας και πτώσης των ειδώλων της ευημερίας.
 
Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.