Λέγεται Ερλ Στόουν· stone όπως πέτρα. Και όντως ο τύπος δείχνει φτιαγμένος από αυτό το υλικό. Υπερήλικας (κοντεύει τα 90), αλλά καλοδιατηρημένος, σχεδόν ποτέ δεν γελά και η βλοσυρή ματιά του οφείλεται στο ότι η ζωή του δεν βρίσκεται και στην καλύτερη φάση της. Πρώην επιτυχημένος ανθοκόμος και βετεράνος του πολέμου της Κορέας, νυν άφραγκος κακομοίρης. Κακός οικογενειάρχης, κανείς από τους δικούς του δεν τον θέλει πια κοντά του. Μοναχικός και μόνος. Κάπως πρέπει να βγει από το αδιέξοδο, κάτι πρέπει να κάνει. Η ευκαιρία θα του δοθεί, δεν είναι άλλωστε και κάτι τόσο δύσκολο, το μόνο που πρέπει να κάνει, του λένε, είναι να οδηγεί. Μόνο που το φορτίο στο βαν είναι παράνομο και πανάκριβο. Ο Ερλ Στόουν θα γίνει μεταφορέας στην υπηρεσία του μεξικάνικου καρτέλ ναρκωτικών…

Αυτό είναι το πλαίσιο στο οποίο κινείται το «Βαποράκι» («The Μule»), η τελευταία ταινία του Κλιντ Ιστγουντ, η οποία προβάλλεται εδώ και λίγες ημέρες στις αίθουσες. Ο σπουδαίος αμερικανός σκηνοθέτης μοιάζει ακούραστος, έτοιμος πάντα για δράση. Ακόμη και ως ηθοποιός. Αν και η υποκριτική ήταν το πρώτο του σχολείο (και ο λόγος που έγινε διάσημος, κατ’ αρχάς από τα σπαγγέτι γουέστερν του Σέρτζιο Λεόνε πίσω στη δεκαετία του 1960), τα τελευταία χρόνια την είχε εγκαταλείψει. Από το 2012, για την ακρίβεια, όταν έπαιξε τον γερο-scouter παικτών του μπέιζμπολ στην ταινία «Τα γυρίσματα της ζωής». Είχε προηγηθεί ο τελευταίος ίσως μεγάλος ρόλος της ζωής του, στο «Gran Torino» (2008). Και τώρα ήρθε η ώρα της μεγάλης επιστροφής.

Με τον Ερλ Στόουν, ο Κλιντ Ιστγουντ στα 88 του έτη βρίσκεται ξανά μπροστά από την κάμερα. Εντάξει, μπορεί σήμερα να δείχνει λίγο πιο εύθραυστος απ’ ό,τι παλαιότερα, όμως τελικά τον δέχεσαι, ίσως και να τον χαίρεσαι κιόλας. Μια μορφή όπως του Ιστγουντ πολύ δύσκολα σου προκαλεί στενοχώρια. Η ιστορία του Ερλ Στόουν είναι πραγματική. Το σενάριο του Νικ Σενκ (ο οποίος έγραψε το «Gran Torino») είναι εμπνευσμένο από την υπόθεση του Λίο Σαρπ, του πιο επιτυχημένου, ίσως, «μεταφορέα» ναρκωτικών στην ιστορία του καρτέλ της Σιναλόα, ο οποίος ήταν και ο λιγότερο ύποπτος τύπος για αυτή τη δουλειά: ένας 90χρονος που ταξίδευε για δουλειές.

Ο ίδιος ο Ιστγουντ είχε διαβάσει το άρθρο στους «New York Times» για αυτόν τον άνθρωπο και η ιδέα να τον υποδυθεί του άρεσε. «Πάντα μου αρέσει να παίζω ρόλους στην ηλικία μου» λέει ο ίδιος ο δημιουργός. «Και όπως και ο Ερλ, πάντα παρατηρώ και μαθαίνω πράγματα. Οσο περισσότερο ζεις, τόσο περισσότερο καταλαβαίνεις ότι δεν ξέρεις τα πάντα. Οπότε, απλώς συνεχίζεις».

Για τον ίδιο τον Κλιντ Ιστγουντ το μεγαλύτερο φορτίο του Ερλ δεν είναι βεβαίως τα ναρκωτικά ή το γεγονός ότι νιώθει συνένοχος σε ένα έγκλημα. «Ο Ερλ βρίσκεται σε δύσκολη οικονομική κατάσταση, χρειάζεται χρήματα, αλλιώς θα χάσει το σπίτι του και το έργο μιας ζωής» έχει πει. «Μόλις κερδίσει χρήματα θα κάνει τον Ρομπέν των Δασών για να δικαιολογήσει τις πράξεις του. Η γενναιοδωρία του δεν σταματά στο πλαίσιο της οικογένειας, αλλά εξαπλώνεται παραέξω και βοηθάει διάφορους ανθρώπους. Αλλά δεν παύει να βρίσκεται στην παρανομία». Εξάλλου, ο Ερλ κάνει το λάθος και πιστεύει ότι ειδικά τώρα που έχει χρήματα, αν ξεπληρώσει τους αγαπημένους του για όλα τα χρόνια που τους παραμέλησε, θα τον βάλουν πάλι στη ζωή τους. «Νιώθει σαν σωτήρας, αλλά ηθικά καταρρέει. Ξέρεις ότι κάνει κάτι που δεν είναι σωστό και ότι κάποτε θα πληρώσει το τίμημα».

Η ιδέα ενός ανθρώπου ο οποίος καλείται να υπερβεί τεράστια εμπόδια για να καταφέρει κάτι ήταν ανέκαθεν ελκυστική στον Ιστγουντ. Οπως λέει ο ίδιος: «Με κάθε ταινία που κάνεις ή στην οποία παίζεις μαθαίνεις κάτι. Λέγοντας ιστορίες, παίζοντας σε ταινίες, βιώνοντας όλες αυτές τις περιπέτειες, λύνοντας αυτά τα προβλήματα, αποκτάς μια αίσθηση για τον εαυτό σου, για το τι θα έκανες στην πραγματική ζωή. Αυτό κάνει τη συγκεκριμένη καριέρα τόσο γοητευτική. Ο Ερλ είναι ένας τύπος που ξέρει ότι δεν έχει κάνει το σωστό για την οικογένειά του, αλλά τώρα ψάχνει έναν τρόπο για να τον συγχωρήσουν. Νομίζουμε ότι έχουμε χρόνο. Μπορεί να μην έχουμε. Μπορεί όμως και να έχουμε».