Πρώτα ο αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε ότι αποσύρει τα αμερικανικά στρατεύματα από τη Συρία. Επειτα, κάνοντας ένα βήμα πίσω στο ενδεχόμενο μιας βιαστικής αποχώρησης, πρόβαλε την επιλογή της εν ευθέτω χρόνω διαδικασίας, ισχυριζόμενος ότι ποτέ δεν έδωσε χρονοδιάγραμμα όπως – είπε – ανέφεραν τα δημοσιεύματα.

Ηταν όμως η επίσκεψη του συμβούλου του επί θεμάτων Ασφαλείας Τζον Μπόλτον στην Τουρκία που έκανε τα πράγματα ακόμα πιο περίπλοκα στην ήδη χαοτική προσέγγισή του στη Μέση Ανατολή. Από τον πρώτο σταθμό της περιοδείας του, το Ισραήλ, ο Τζον Μπόλτον δήλωσε πως η αποχώρηση των Ηνωμένων Πολιτειών από τη Συρία θα πραγματοποιηθεί υπό τον όρο ότι η Τουρκία θα δώσει εγγυήσεις για την προστασία των κούρδων μαχητών της Συρίας.

Ποιος είδε τον Ερντογάν και δεν τον φοβήθηκε. «Ο κ. Μπόλτον διέπραξε ένα πολύ σοβαρό λάθος» απάντησε ο Ερντογάν ενώπιον της κοινοβουλευτικής του ομάδας, αφήνοντας αιχμές ότι όσα λέει ο Μπόλτον υπαγορεύονται από το Τελ Αβίβ: «Είναι αδύνατο για εμάς να χωνέψουμε το μήνυμα που έδωσε ο Μπόλτον από το Ισραήλ» δήλωσε με οργή και προειδοποίησε σε μια έμμεση πλην ωμή απειλή ότι η Αγκυρα θα εξαπολύσει επίθεση κατά των κουρδικών θέσεων ανατολικά του Ευφράτη: «Πολύ σύντομα θα αναλάβουμε δράση για να εξουδετερώσουμε τις τρομοκρατικές οργανώσεις στη Συρία» είπε.

Επειτα ακύρωσε τη συνάντησή του με τον απεσταλμένο του Τραμπ επικαλούμενος φόρτο εργασίας και έστειλε στη θέση του τον εκπρόσωπό του Ιμπραήμ Καλίν, με διεθνείς σχολιαστές να αναφέρουν ότι ο τούρκος πρόεδρος σνόμπαρε επιδεικτικά τον αμερικανό υψηλόβαθμο αξιωματούχο.

Ερωτήματα

Η αποστολή Μπόλτον στη Μέση Ανατολή, η οποία διοργανώθηκε για να διαβεβαιώσει τους συμμάχους ότι η αποχώρηση των Αμερικανών από τη Συρία θα γίνει με ομαλό τρόπο, δημιούργησε νέα ερωτήματα για το εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να κάνουν συμβιβασμούς με την Τουρκία, εταίρο τους στο ΝΑΤΟ, ως προς τον τρόπο απόσυρσης 2.000 αμερικανών στρατιωτών που πολέμησαν κατά του Ισλαμικού Κράτους στο πλευρό των Κούρδων.

Παρατηρητές έκαναν λόγο για άλλη μια αποτυχία της αμερικανικής διοίκησης, για το πιο ζωντανό παράδειγμα αυτού που έχει γίνει ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο στην ιδιόμορφη, ηγέτη προς ηγέτη, εξωτερική πολιτική του Τραμπ: ένας αμερικανός αξιωματούχος ταπεινώνεται από έναν ξένο ηγέτη κράτους, ο οποίος προφανώς υπολόγιζε να αποσπάσει ένα καλύτερο ντιλ μιλώντας απευθείας στον ίδιο τον Τραμπ.

Η περιφρόνηση Ερντογάν ήταν παρόμοια με εκείνη που επεφύλαξε ο ηγέτης της Βόρειας Κορέας Κιμ Γιονγκ Ουν στον υπουργό Εξωτερικών Μάικ Πομπέο, απαξιώνοντας να διαπραγματευθεί μαζί του το μέλλον του πυρηνικού οπλοστασίου του. Ετσι και ο Ερντογάν έδειξε την απέχθειά του στην επιλογή της Ουάσιγκτον να στείλει τον Μπόλτον για τις κατ’ ιδίαν διαπραγματεύσεις, παρά το γεγονός ότι μόλις μία ημέρα νωρίτερα επαινούσε τον αμερικανό πρόεδρο με άρθρο του στους «New York Times» για τη σωστή του απόφαση να αποσυρθεί από τη Συρία.

Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με αναλυτές, ο Ερντογάν πιάστηκε εξαπίνης από αυτή την «αλλαγή φρουράς» και έγινε έξαλλος. Οι συνομιλίες μεταξύ Μπόλτον και Καλίν όχι μόνο τερματίστηκαν χωρίς τη διαβεβαίωση των τουρκικών εγγυήσεων ασφαλείας που περίμενε ο Μπόλτον να λάβει από την Αγκυρα για τους Κούρδους της Συρίας, αλλά πέτυχαν ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα: μια τουρκική στρατιωτική επιχείρηση να βρίσκεται προ των πυλών στην περιοχή.

Το δίλημμα

Ο Ερντογάν φαινόταν να πιστεύει ότι το άρθρο του στους «New York Times», στο οποίο παρουσίαζε την Τουρκία ως τη μοναδική δύναμη που μπορεί να αντικαταστήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες στη Συρία και να εξασφαλίσει την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, εξέφραζε τη συμφωνία που είχε, τηλεφωνικά έστω, κάνει με τον Τραμπ και υπό αυτή τη συνθήκη το είχε δημοσιεύσει.

«Μέχρι που κατάλαβε ότι έπεσε βορά στη λειτουργία… μίξερ του Λευκού Οίκου», όπως σχολίαζε ο αρθρογράφος της «Haaretz» Ζβι Μπαρέλ, συμπληρώνοντας ότι «ο Ερντογάν ήταν σωστός, τουλάχιστον στο ότι οι δηλώσεις περί ήττας του Ισλαμικού Κράτους είναι βιαστικές και τείνουν να δημιουργούν περισσότερα προβλήματα απ’ όσα λύνουν».

Στην ανάλυσή του ο Μπαρέλ υποστηρίζει ότι πλέον ο Ερντογάν βρίσκεται ενώπιον ενός σοβαρού διλήμματος: είτε να επιτεθεί όπως έχει σχεδιάσει και προετοιμάσει εναντίον κούρδων μαχητών της Συρίας, ρισκάροντας οι δυνάμεις του να έρθουν σε αντιπαράθεση με τους Αμερικανούς που βρίσκονται ακόμη εκεί, ή να περιμένει έως ότου φύγουν, κάτι που δεν μπορεί να γνωρίζει σε αυτή τη φάση πότε θα γίνει.

Ωστόσο, σε αυτή τη συγκυρία, ο τούρκος πρόεδρος θα πρέπει να λάβει υπόψη τις ενέργειες άλλων χωρών της περιοχής, της Σαουδικής Αραβίας, των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, της Αιγύπτου και του Ισραήλ αφενός και της Ρωσίας και του Ιράν αφετέρου.

Αραβες και Ισραήλ συνασπίζονται κατά Τουρκίας

Σύμφωνα με αποκλειστικό ρεπορτάζ του Ντέιβιντ Χερστ, αρχισυντάκτη της ιστοσελίδας Middle East Eye, οι επικεφαλής των υπηρεσιών πληροφοριών της Σαουδικής Αραβίας, της Αιγύπτου, των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και του Ισραήλ συναντήθηκαν σε μια από τις χώρες του Κόλπου – άγνωστο ποια – προκειμένου να συζητήσουν για τον περιορισμό επιρροής του Ιράν και της Τουρκίας στη Συρία και στην ευρύτερη περιοχή.
Ο Χερστ παραθέτει πηγή σύμφωνα με την οποία ο επικεφαλής της Μοσάντ Γιοσί Κοέν ισχυρίστηκε στη διάρκεια αυτής της μυστικής συνάντησης ότι «η ιρανική ισχύς είναι εύθραυστη και η πραγματική απειλή προέρχεται από την Τουρκία». Σύμφωνα με την ίδια πάντα πηγή, οι συμμετέχοντες συμφώνησαν σε ένα σχέδιο που αποτελείται από τέσσερις παράλληλες φάσεις.
Η πρώτη είναι να βοηθήσουν τον Τραμπ να αποσύρει περίπου 14.000 αμερικανικά στρατεύματα από το Αφγανιστάν. Η δεύτερη είναι η περαιτέρω συμμετοχή του μεγάλου σουνιτικού συνασπισμού που κέρδισε τις βουλευτικές εκλογές στο Ιράκ στην επιχείρηση εξουδετέρωσης της τουρκικής επιρροής στην ευρύτερη περιοχή. Η τρίτη είναι η ανανέωση των δεσμών μεταξύ των χωρών του Κόλπου και του σύρου προέδρου Μπασάρ Ασαντ και η επανεισδοχή της Συρίας στον Αραβικό Σύνδεσμο, γεγονός που θα έδινε στον Ασαντ τη δυνατότητα να απεξαρτηθεί από το Ιράν και να απομακρυνθεί από την Τουρκία. Τέλος, η τέταρτη φάση είναι να βοηθήσουν τους Κούρδους να πολεμήσουν την Τουρκία και να ενισχύσουν τους διπλωματικούς και οικονομικούς δεσμούς με την κουρδική περιοχή στο Ιράκ.
Αν το εν λόγω ρεπορτάζ είναι αξιόπιστο, δείχνει ξεκάθαρα τις νέες στρατηγικές προτεραιότητες των παικτών της περιοχής, στις οποίες η Τουρκία – και όχι το Ιράν – είναι ο στόχος. Ο Ερντογάν το γνωρίζει καλά και ξέρει ότι βρίσκεται σε επικίνδυνο σταυροδρόμι.