Ηκυβέρνηση Τσίπρα κάνει ό,τι κάνει σύμφωνα με τις πεποιθήσεις της, αλλά και τις δεσμεύσεις που, καλώς ή κακώς, ανέλαβε στη διάρκεια της διακυβέρνησής της, ιδιαιτέρως μετά το κάζο του 2015 και την αποτροπή, με υψηλότατο κόστος, της χρεοκοπίας την τελευταία ώρα.

Ανεξαρτήτως ωστόσο πώς, με ποιον τρόπο και υπό ποιες συνθήκες δηλαδή, όσα αποφασίστηκαν σε εκείνη τη 17ωρη διαπραγμάτευση το καλοκαίρι του 2015 αποτέλεσαν τη βάση της εθνικής μας πορείας έως τώρα και βεβαίως θα συνεχίσουν να μας δεσμεύουν τουλάχιστον μέχρι το 2023.

Πράγμα που σημαίνει ότι και μετά τον κ. Τσίπρα ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος θα παραμείνει ισχυρός και θα συνεχίζει να ορίζει τους ελληνικούς δημοσιονομικούς στόχους για άλλα τέσσερα χρόνια.

Δηλαδή ο στόχος για πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα υψηλότερο του 3,5% του ΑΕΠ θα πρέπει να υπηρετηθεί και από τον επερχόμενο, κατά τα φαινόμενα, Κυριάκο Μητσοτάκη, γιατί απλούστατα δεσμεύει τη χώρα.

Αφορμή για τα παραπάνω αποτέλεσαν σχόλια αρμοδίων νεοδημοκρατικών στελεχών για τον συζητούμενο στη Βουλή κρατικό προϋπολογισμό του εκλογικού 2019. «Κάλπηκο» τον χαρακτήρισε ο ένας, «φορομπηχτικό» ο άλλος και όλοι μαζί τον πέταξαν στον κάλαθο των αχρήστων, χωρίς πολλά.

Ωστόσο, ο ανεξάρτητος παρατηρητής δεν πείθεται από τα ευφυολογήματα και τις ευκολίες της στιγμής ή της πολιτικής συγκυρίας.

Ούτε βεβαίως αρκείται σε γενικού τύπου διακηρύξεις ότι εμείς θα επαναδιαπραγματευτούμε τους δημοσιονομικούς στόχους και θα τους αλλάξουμε. Η μέχρι τώρα ελληνική και ευρωπαϊκή εμπειρία δεν επιτρέπει τέτοια αισιοδοξία.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει υποστηρίξει ότι με την ανάληψη της εξουσίας θα κινήσει τις επενδύσεις, θα «ανοίξει» αμέσως το έργο του Ελληνικού και θα ενεργοποιήσει άλλες σχολάζουσες, με σκοπό να δημιουργήσει περιβάλλον αναπτυξιακό, ικανό να ανατρέψει τους υφιστάμενους δημοσιονομικούς περιορισμούς και να εφαρμόσει το δικό του σχήμα και μείγμα οικονομικής πολιτικής, που προβλέπει γενναία μείωση των φορολογικών συντελεστών και των φόρων γενικά, ώστε να ανασάνει η οικονομία και να κινητοποιηθούν πάραυτα οι δυνάμεις του ιδιωτικού τομέα.

Πέραν των γενικότερων αμφιβολιών που μπορεί να συνοδεύουν την παραπάνω επιχειρηματολογία ανακύπτει και ένα καθαρά πρακτικό πρόβλημα.

Οσο επιτυχημένη κι αν είναι η προσπάθεια του κ. Μητσοτάκη, θα απαιτηθεί χρόνος για την πιστοποίησή της, χωρίς την οποία λογικά δεν θα μπορεί να αλλάξει το υπάρχον σχήμα οικονομικής πολιτικής. Το 2019, για παράδειγμα, δεν θα μπορεί με τίποτε να αλλάξει η δομή δημοσιονομικής πολιτικής. Αν μάλιστα γίνουν εκλογές τον Οκτώβριο του 2019, πιθανότατα δεν θα μπορεί να προσβλέπει σε καθοριστικές αλλαγές ούτε το 2020.

Οπότε ευθέως τίθεται το εύλογο ερώτημα: τι ακριβώς θα πράξει η κυβέρνησή του; Θα υπηρετήσει τον στόχο των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων;

Και αν ναι, πώς θα αναδιατάξει εσωτερικά τους προϋπολογισμούς ώστε να επιτύχει τη μείωση των φόρων, χωρίς να θίξει τον στόχο τού πρωτογενούς πλεονάσματος;

Θα εγκαταλείψει π.χ. την τρέχουσα πολιτική των επιδομάτων προς χάριν της μείωσης των φόρων και της επιταχυνόμενης ανάπτυξης ή θα προβεί σε επιπρόσθετο έλεγχο των δημοσίων δαπανών;

Κακά τα ψέματα, η Νέα Δημοκρατία, που φιλοδοξεί να διαδεχθεί τον ΣΥΡΙΖΑ, οφείλει να περιγράψει με σαφήνεια το σχέδιό της. Μόνο έτσι θα καταστεί αξιόπιστη και θα ασφαλίσει τη διακυβέρνησή της. Η θολότης είναι κακός σύμβουλος, δεν βοήθησε κανέναν κυβερνήτη, ούτε βεβαίως τον ελληνικό λαό.